Μπορεί να ακούγομαι υπερβολικός, αλλά δεν ξέρω αν υπάρχει παγκοσμίως ένα συγκρότημα σαν τους Χειμερινούς Κολυμβητές: μια χαλαρή πολυμελής παρέα, αποτελούμενη από κάποιους από τους σημαντικότερους Έλληνες μουσικούς, αλλά και από άλλους σχεδόν ερασιτέχνες, που παίζουν μαζί μερικές φορές το χρόνο και τον υπόλοιπο καιρό επανέρχονται στην «κανονική» τους ζωή. Ο πρώτος τους δίσκος γίνεται 35 ετών – ως συγκρότημα κλείνουν τα 50! Μετά λόγου γνώσεως, έχοντας όλες τους τις κυκλοφορίες κι έχοντας δει αμέτρητες εμφανίσεις τους, που πάντα υπήρξαν ακριβές απολαύσεις από κάθε άποψη, θεωρώ πως πρόκειται για ένα από τα σημαντικότερα φαινόμενα της σύγχρονης ελληνικής μουσικής. Ο εμβληματικός τραγουδιστής και frontman τους, Αργύρης Μπακιρτζής, μίλησε στην Popaganda έτσι όπως μόνο αυτός θα μπορούσε, εν αναμονή της επερχόμενης επετειακής συναυλίας των Χειμερινών Κολυμβητών, την Πέμπτη 2 Ιουλίου στη Λίμνη Βουλιαγμένης.
Του χρόνου ο μυθικός πρώτος δίσκος των Χειμερινών Κολυμβητών γίνεται 35 ετών. Όμως αυτός, εξ όσων γνωρίζω, δεν ήταν ο πρώτος δίσκος που ηχογραφήθηκε, υπήρξε και προγενέστερος. Πόσο διαφορετικός ήταν εκείνος ο δίσκος που δεν έχουμε ακούσει, και πόσο άλλαξε ο ήχος σας στο μεσοδιάστημα, μέχρι να φτάσει σε μας; Όχι, δεν υπήρξε προγενέστερος δίσκος, μόνον παλαιότερες ηχογραφήσεις για μεταξύ μας χρήση. Παρανόηση, φήμες, ίσως φταίει το όνομα του ιστότοπού σας.
Εννοείται πως κρατάω την απάντησή σας. Όμως η πληροφορία περί προγενέστερου δίσκου προέρχεται από έγκυρη πηγή, όχι από προπαγάνδα, αλλά από εσάς, σε παλαιότερη συνέντευξή μας. Και μάλιστα μου είχατε πει πως τον έχετε στον υπολογιστή σας! Δεν θα επιμείνω – η αμφιβολία τρέφει το μύθο. Όμως αναρωτιέμαι τι από τα δύο ισχύει. Δε θυμάμαι, πιθανόν εννοούσα πως είχα πολλά τραγούδια και με τις καλές ηχογραφήσεις που είχαμε κάνει πριν από την ηχογράφηση των Χειμερινών Κολυμβητών, κι είπα πως έχουμε ήδη έτοιμο κι άλλο δίσκο.
Όλα αυτά τα χρόνια που παίζετε, υπάρχει ένα κοινό που σας ακολουθεί πιστά. Σίγουρα, όμως, εκτός του πυρήνα, υπάρχει κι ένα μέρος του κοινού σας που αλλάζει μαζί με την ελληνική κοινωνία. Ποιά χαρακτηριστικά του έχετε δει να μεταβάλλονται, λοιπόν, με τα χρόνια; Κάτι που φαίνεται με την πρώτη ματιά είναι η μεγάλη ηλικιακή ποικιλότητα του κοινού μας. Έρχονται παιδιά και ακόμη και εγγόνια παλαιών ακρατών των συναυλιών μας και αρκετοί παλαιοί ακροατές μας γερνάν μαζί μας και εξακολουθούν να έρχονται. Είναι εντυπωσιακό, ιδίως στην Αθήνα και γενικά στη Νότια Ελλάδα που επηρεάζεται περισσότερο απ’ την Αθήνα, το πόσο νεαρές ηλικίες ξέρουν τα τραγούδιά μας, και μερικά που σχεδόν τα έχουμε ξεχάσει. Παρ’ όλ’ αυτά, πάντα υπάρχουν μερικές παρέες που έρχονται για να πλαισιώσουν με λίγη μουσική τίποτα γενέθλια ή κάποια άλλη επέτειο ή να φλυαρήσουν μετά μουσικής και δημιουργούν πρόβλημα και μερικές που άκουσαν για μας και έρχονται για να ακούσουν – τί δεν μπορώ να φανταστώ, και φρικάρουν και καλά κάνουν, αφού δε γίνεται να είμαστε για όλα τα γούστα κι αλίμονό μας αν ήμασταν ή αν καταντήσουμε εκεί. Πριν λίγο καιρό στον «Τσαλαπετεινό» της Καβάλας, όπου παίζαμε, ήρθε μια παρέα ιδιοκτητών γνωστού ζαχαροπλαστείου του κέντρου της Καβάλας που κάνει τέλειο προφιτερόλ για να γιορτάσει τα γενέθλια της κυρίας του ενός. Έκαναν πολύ φασαρία, σχεδόν κορόιδευαν, πιθανολογώ έχοντας μεγάλη αυτοπεποίθηση απ’ τη μικρή επαρχιακή οικονομική τους ευμάρεια, αδιαφορώντας που ο κόσμος ήταν προσηλωμένος στη συναυλία. Δυστυχώς δεν άντεξα στον πειρασμό να μην ξαναπάρω προφιτερόλ.
Σε συνομιλία μας όταν είχαν κυκλοφορήσει τα 23 Κόκκινα Φώτα, μου είχατε πει πως ίσως είχε έρθει η στιγμή η δισκογραφική παρουσία των Χειμερινών Κολυμβητών να είναι συχνότερη. Έκτοτε μεσολάβησαν έξι χρόνια, στα οποία, βεβαίως, προέκυψε η κρίση, η κατάρρευση των δισκογραφικών εταιριών κλπ. Μπορούμε όμως να ελπίζουμε σε ένα ηχογράφημα των Χειμερινών Κολυμβητών στο εγγύς μέλλον; Πιστεύω ότι θα βρεθεί τρόπος να προχωρήσουμε δισκογραφικά. Το πρόβλημα των χρημάτων, η ανυπαρξία των δισκογραφικών εταιρειών, είναι υπαρκτά προβλήματα. Όμως, το κυριότερο, πάλι απ’ τον Λάο Τσε: «όταν ο μαθητής είναι έτοιμος, ο δάσκαλος θα φανεί». Πιθανόν να πάρουμε φόρα και να βγάλουμε 2-3 συνεχόμενους. Να ‘χουμε υγεία και ρυθμό. Η αρρυθμία παραμονεύει.
Η βοήθεια των συμμάχων μας είναι πάντα «τύπου εντομοκτόνου Ντι ντι τι DDT-ΔΝΤ», που απαγορεύτηκε σύντομα στα χρόνια του ’50 ως καρκινογόνο και ανιχνεύεται ακόμη και σήμερα στο μητρικό γάλα. Κι εμείς εκεί.
Ως γνωστόν, οι Χειμερινοί Κολυμβητές έχουν αγαπηθεί πολύ. Πόσο επηρέασε αυτό την καθημερινότητά σας; Αν δεν απατώμαι, εξακολουθείτε να ζείτε εκτός των «μουσικών κέντρων» της χώρας, και να ασκείτε ένα άλλο, εκτός μουσικής, επάγγελμα. Γεννήθηκα, μεγάλωσα και σπούδασα στη Θεσσαλονίκη. Το 1980 εγκαταστάθηκα στην Καβάλα. Πολλοί δε με αναγνωρίζουν αφού δεν έχουμε εκτεθεί στην τηλεόραση. Πολλοί με γνωρίζουν πιο πολύ απ’ τις ταινίες του Σταύρου Τσιώλη που προβάλλονται στην τηλεόραση. Με αναγνωρίζουν ορισμένοι που δεν το περιμένω, όπως ο τυροκόμος έξω απ’ την Πάνω Μερόπη Πωγωνίου, που με αναγνώρισε απ’ τη φωνή μου μέσω ραδιοφώνου. Πιο πολύ με αναγνωρίζουν απ’ τη φωνή μου και λιγότερο απ’ τη φάτσα μου. Με συγκινεί πάρα πολύ η συμπάθεια, η εκτίμηση, η φιλικότητα και η αγάπη των περισσοτέρων που με αναγνωρίζουν. Υπάρχουν όμως και μερικοί, που δείχνουν να με αντιπαθούν. Στη γειτονιά υπάρχει κάποιος που βγάζει συνέχεια βόλτα το σκύλο του, ο οποίος με κοιτάζει από χρόνια με φανερή ανεξήγητη αντιπάθεια. Αλλά κι αυτός σα να μαλάκωσε τελευταία. Ίσως με αντιπαθούν και μερικοί επειδή στις συναυλίες μερικές φορές παρακαλώ να μη με καταγράφουν και μ’ ανεβάζουν, σαν χαφιέδες, όταν ζητώ να μην το κάνουν, στο Youtube, όταν π.χ. λέω τραγούδια που λέγονται αποκλειστικά μόνο στις Αποκριές. Αντιτίθεμαι στο κίνημα του «ου», του «γιούρια», του «όλοι δικοί μας είμαστε». Έχω γράψει και σχετικό τραγουδάκι, «Κατά Φεησμπούκ», με πάρα πολλές στροφές, και δέχομαι προτάσεις, με φρέσκιες ιδέες, να το μεγαλώσουμε κι άλλο. Ιδού το δεύτερο περίπου μισό του τραγουδιού:
Ποιός το περίμενε, λοιπόν, το φεησμπούκ
τη νεολαία τόσο εύκολα να πείσει
να καταφέρει αριστερούς, κεντρώους, δεξιούς κι αναρχικούς
σε ομοιόμορφο μοντέλο να τυλίξει;
Να μην αφήνει τα παιδιά ούτ’ ένα μπουκ
να επιθυμούν πριν κοιμηθούνε να διαβάσουν
και τα μόνα έντυπα εκτός σχολείου και φεησμπούκ
που τα ζητούνε κι εμβριθώς τα μελετούν
είναι μονάχα τα δελτία των στοιχημάτων;
Και ανακύπτει κι ένα θέμα σοβαρό
που αν δεν το λύσουμε άσχημα θα εκπλαγούμε
χωρίς χρόνο ν’ ακούσουν, να διαβάσουν,
άραγε πώς, δεν θα γκαστρώσουν, δεν θα γκαστρωθούν
και το κυριότερο, αρρώστιες πώς δεν θα κολλήσουν;
Ακόμη μια καινοτομία του φεησμπούκ
είναι να κάνει μετροσέξουαλ τους άντρες
με τον εαυτό τους ν’ ασχολούνται διαρκώς
και να ισχύει αυτό που λέει ο λαός
πως της κοντής ………… της έφταιγαν οι τρίχες.
Τέλος, ο τρόπος του γιουτιούμπ και το φεησμπούκ, είναι η καλύτερη υπηρεσία ασφαλείας
ό,τι κι αν κάνεις αμέσως σε τραβούν
και σε οθόνες, κινητά σε αναρτούν
ξεβράκωτο στο έλεος των εχόντων.
Κι ας λένε δημοκρατικό το Facebook
οι εκβιαστές και οι χαφιέδες περισσεύουν
ψάχνουν και σαν τα όρνια αποζητούν –
ενώ οι «φίλοι» τους σφυρίζουν και γελούν-
ό,τι υπάρχει ζωντανό να αφανίσουν.
Εργάστηκα 35 χρόνια στην Αρχαιολογική Υπηρεσία ως αρχιτέκτονας-αναστηλωτής. Μου άρεζε η δουλειά μου και κάνω κατά καιρούς παρεμβάσεις σχετικές με την αρχιτεκτονική και την πολεοδομία. Παριστάνω και τον ηθοποιό. Έχω παίξει σε 5 ταινίες του Σταύρου Τσιώλη, σε μερικές άλλες και 4-5 φορές στο θέατρο. Τελευταία έχω την τιμή να με έχει επιλέξει η Μάρθα Φριντζήλα ως ηθοποιό σε δύο αρχαίες τραγωδίες. Στις «Βάκχες» του Ευριπίδη πρόπερσι ως Κάδμο, και φέτος το καλοκαίρι ως φάντασμα του Δαρείου στους «Πέρσες» του Αισχύλου. Να ‘μαστε καλά και τα καλύτερα ακολουθούν. Για να ολοκληρώσω την απάντηση, τί σημαίνει «μουσικά κέντρα»; Καριέρα δεν κτίζω, έχω ένα δώρο, να αγαπούν πολλοί τα τραγούδιά μου και να έχω συνεργάτες σπουδαίους μουσικούς και φίλους εξαιρετικούς, τους καλύτερους. Οι αποστάσεις δεν ισχύουν, η επαρχία είναι λίγο προτιμότερη οικονομικά, -έχω ένα μπαξεδάκι που μας βολεύει ως ένα σημείο-, η θάλασσα είναι 50 μέτρα απ’ το σπίτι, φούσκες, μύδια πολύ γεμάτα φέτος, τί να τα κάνω τα «μουσικά κέντρα;». Η Θεσσαλονίκη πάντως πάντα μου λείπει, όμως συχνά βρίσκομαι εκεί, σα να μην έλειψα ποτέ. Κι ας λέει χαζά πότε πότε ο Μπουτάρης. Δεν μπορεί κανείς να τα ‘χει όλα. Καλός είναι. Ο καλύτερος εδώ και χρόνια.
Οι άνθρωποι του καλλιτεχνικού χώρου – προσπαθώ να αποφύγω την επικίνδυνη λέξη «διανοούμενοι» – τείνουν να σωπαίνουν τα τελευταία χρόνια της λεγόμενης κρίσης. Ξέρω πως είστε ένας άνθρωπος που πάντα είχε το θάρρος της γνώμης του. Πώς βλέπετε όλα αυτά που έχουν συμβεί, και συμβαίνουν ακόμη, στην ελληνική κοινωνία; Η σιωπή στην οποία αναφέρεστε σίγουρα έχει σπάσει και ελάχιστοι είναι αυτοί που τείνουν να σωπαίνουν. Ίσως βέβαια η κοινωνία μας δεν ενδιαφέρεται να τους ακούσει και μεταφέρθηκε και σε σας αυτή η εντύπωση. Για το τί συμβαίνει σήμερα: θα ξεκινήσω με μια δική μου εμπειρία. Όταν ήρθα στην Καβάλα το 1975 για να πιάσω δουλειά, έμαθα ότι το 1960 είχε κατεδαφιστεί η εκκλησία της Παναγίας του 16ου ή 17ου αιώνα και είχε κτιστεί καινούργια στη θέση της, στο άκρο της ομώνυμης χερσονήσου, που καταλαμβάνεται από την ιστορική πόλη με οικοδομικές φάσεις από όλες τις ιστορικές περιόδους, από τα αρχαϊκά χρόνια μέχρι σήμερα. Οι ζωγραφιές του Παρθένη που υπήρχαν στην εκκλησία δεν υπήρχαν πια, καθώς και ένα σωρό κειμήλια και εικόνες. Όταν ρώτησα υπάλληλους της Πολεοδομίας πώς επετράπη η κατεδάφιση του ιστορικού μνημείου πήρα την απάντηση ότι η εκκλησία ήταν τουρκική. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι ένας ή κάποιοι υπάλληλοι της Νομαρχίας μπορεί να είναι τόσο ηλίθιοι. Δεν μπορώ επίσης να πιστέψω πώς η πόλη, οι πολίτες της, επέτρεψαν την κατεδάφιση της εκκλησίας που διέσωζε την ιστορική μνήμη της Καβάλας. Να δεχτώ ότι οι πολίτες δεν είχαν τη στοιχειώδη παιδεία να αντισταθούν στην καταπάτηση των οσίων και ιερών τους από τους τοπικούς ηγήτορες της εκκλησίας και πιθανόν και τους κεντρικούς, που αποφάσισαν την κατεδάφιση. Έχουμε πολλά τέτοια παραδείγματα στην Ελλάδα. Αυτή η ιστορία είναι χαρακτηριστική ενός διεφθαρμένου κράτους με ασυνείδητους πολίτες, που θέλουν να λένε ότι αγαπούν την πατρίδα και την εκκλησία τους. Αφοδεύσαμε, ασελγήσαμε πάνω τους, πάνω στο μέλλον των παιδιών μας. Λογικά φτάσαμε στην κυριαρχία του lifestyle που σύντομα μας έπνιξε από παντού. Λογικά επίσης φτάσαμε στην κρίση, που καλώς ήλθε για να ταρακουνηθούμε, να αντιληφτούμε ότι αυτός ο τόπος μας αφορά, δεν είναι κάτι μόνο για εκμετάλλευση και πούλημα. Όλοι πια ασχολούμαστε με το ποιοι μας κυβερνούσαν και μας κυβερνούν, όλοι ήμαστε 100 φορές πιο επιφυλακτικοί απέναντι σ’ αυτούς που μας έσωζαν τόσες δεκαετίες, μας έφεραν εδώ που μας έφεραν και μας λένε πάλι πως θα μας σώσουν. Είμαστε απαίδευτοι, υποταγμένοι στο χρήμα, αλλοτριωμένοι. Μπορεί να ‘μαστε όμως τόσο πολύ πιο ηλίθιοι και να τους πιστέψουμε; Δε νομίζω. Θα δούμε. Και πιστεύω ότι οι άνθρωποι που μας εκπροσωπούν σ’ αυτήν την ανέντιμη διαπραγμάτευση με τους συμμάχους μας είναι έντιμοι και δεν μας κοροϊδεύουν. Η βοήθεια των συμμάχων μας είναι πάντα «τύπου εντομοκτόνου Ντι ντι τι DDT-ΔΝΤ», που απαγορεύτηκε σύντομα στα χρόνια του ’50 ως καρκινογόνο και ανιχνεύεται ακόμη και σήμερα στο μητρικό γάλα. Κι εμείς εκεί. Όσοι είδαν στο ντοκιμαντέρ του Σούμαν «Πώς η τρόικα κατέστρεψε την Ελλάδα», που προβλήθηκε στη γερμανική τηλεόραση, τους εκπροσώπους των θεσμών, θα είδαν ανθρώπους παγωμένους, μόνο να απαιτούν και να μην εξηγούν τίποτα, θα είδε το πιο σκληρό πρόσωπο της Μαφίας. Όχι, τους καλοχαρακτήρισα, η Μαφία έχει κάποια μπέσα, αφού είναι μια παραδοσιακή οργάνωση που σχηματίστηκε αρχικά από Αλβανούς πρόσφυγες στη Νότια Ιταλία. Όχι, φίλοι μου, στο Ποτάμι, δε θέλω να πάρω τη συμφωνία με κάθε κόστος που ευαγγελίζεται ο προικισμένος αρχηγός σας.
Θεωρείστε αυτή την τελευταία ερώτηση όχι ως «δημοσιογραφικό ερώτημα», αλλά ως ελπίδα – ίσως φρούδα – και όνειρο ενός αφοσιωμένου ακροατή σας. Με την ευκαιρία της επερχόμενης επετείου, μπορούμε να ελπίζουμε πως θα δούμε, έστω και για μία εμφάνιση, όλους τους Κολυμβητές μαζί, νεώτερους και παλαιότερους (Φλωρίδη, Παπαδάμου κλπ); Υπάρχει κάποιο τέτοιο σχέδιο, ή έστω σκέψη; Με τον Παπαδάμου μιλάμε, του προτείναμε να έρθει, όμως είναι αποφασισμένος να παραμένει στις επιλογές του όταν αποχώρησε απ’ το συγκρότημα. Όμως, ήρθε και τραγούδησε το 2008 στον δίσκο μας 23 κόκκινα φώτα και νομίζω ότι θα ξανάρθει, αφού οι συναισθηματικοί δεσμοί μεταξύ μας παραμένουν το ίδιο ισχυροί. Δεν ξεχνάμε. Ο Φλώρος, αποχώρησε θυμωμένος που δεν κάναμε δίσκο, τη μέρα που είχαμε πάει στο στούντιο για να ηχογραφήσουμε «Το πέρασμά σου». Με τον Φλώρο μπορεί να συμβεί το κάθε τι. Ακόμη και να διαλυθούν οι Κολυμβητές και να κάνουμε ένα τρίο, αυτός, ένας μεγάλος τεχνίτης, κι εγώ κι ο Σιδέρης, δυο ταπεινοί τραγουδιστές, να παίζουμε έξω από καμιά ταβέρνα για ένα κομμάτι ψωμί.