Ένας από τους σημαντικότερους προσκεκλημένους του φετινού Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λονδίνου δε βρέθηκε, ειρωνικά, στη διοργάνωση με αφορμή μια καινούργια ταινία, αλλά για να παρουσιάσει τη νέα του τηλεοπτική σειρά. Ο Ντέιβιντ Φίντσερ, ένας από τους καλύτερους εν ζωή σκηνοθέτες, με μια αριστουργηματική φιλμογραφία που περιλαμβάνει το Fight Club, το Se7en, το Zodiac, το Social Network και το Gone Girl, επιστρέφει στο προσφιλές του νοσηρό σύμπαν των serial killers στη νέα σειρά του Netflix, Mindhunter, που κάνει πρεμιέρα την Παρασκευή 13 Οκτωβρίου και προβλήθηκε σε πανευρωπαϊκή πρώτη την περασμένη Τρίτη στο φεστιβάλ. Βασισμένη στις εμπειρίες του πράκτορα Τζον Ντάγκλας (που αποτέλεσε έμπνευση και για το χαρακτήρα Τζακ Κρόφορντ στη Σιωπή των Αμνών), η σειρά διάρκειας 10 επεισοδίων παρακολουθεί δύο πράκτορες του FBI που επιχειρούν τη δεκαετία του ’70 να χρησιμοποιήσουν την ψυχολογία για να κατανοήσουν και να προβλέψουν τα επόμενα εγκλήματα των, πρωτοεμφανιζόμενων τότε, κατά συρροή δολοφόνων. Μετά την προβολή των 2 πρώτων επεισοδίων, ο Φίντσερ έκανε μια εφ’ όλης της ύλης κουβέντα για την καριέρα, τις μεθόδους και τις συνεργασίες του, και μοιράστηκε τη γνώμη του για τα πάντα από τον Μπραντ Πιτ («είναι καραγκιοζάκος») μέχρι την κυριαρχία του CGI.
Η Popaganda ήταν παρούσα και σας μεταφέρει αποκλειστικά τα highlights μιας σπουδαίας κινηματογραφικής συζήτησης.
Το Μindhunter εκτυλίσσεται τη δεκαετία του ’70, όταν αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους οι πρώτοι serial killers και το FBI, ανήμπορο να συλλάβει τη λογική τους -και κατ’ επέκταση τους ίδιους-, αρχίζει να πειραματίζεται με την ψυχολογική σκιαγράφηση των εγκληματιών σε μια προσπάθεια να μπει στο μυαλό τους. Ίσως, για πολλούς, ο Φίντσερ να ήταν η αυτονόητη επιλογή για να σκηνοθετήσει τη σειρά, για τον ίδιο όχι.
«Μου έδωσαν ένα βιβλίο το 2010 που έμοιαζε με ένα που είχα διαβάσει παλιότερα και αφορούσε την πρώτη εμφάνιση των κατά συρροή δολοφόνων και δεν ήμουν σίγουρος πώς θα μεταφερόταν στην τηλεόραση κι αν θα μπορούσα να το δαμάσω. Έκανα, λοιπόν, το Ηοuse of Cards, έμαθα πολλά για το πώς προσεγγίζεις μια τηλεοπτική σειρά και λίγο αργότερα η Σαρλίζ [σ.σ. Θερόν, μια από τους παραγωγούς του Μindhunter] που είχε ήδη αποκτήσει τα δικαιώματα του βιβλίου, μου έφερε ένα σενάριο από έναν πολύ ταλαντούχο τηλεοπτικό σεναριογράφο που όμως δεν μου ταίριαζε σαν ιστορία. Στραφήκαμε στον Τζο Πένχολ, με τον οποίο είχε ήδη συνεργαστεί στο Τhe Road, και η ιδέα του ήταν να δραματοποιηθούν όλα – ο τόπος, ο χρόνος, ο κρατήρας που δημιούργησε αυτός ο νέος τρόπος σκέψης – αλλά αν ακολουθούσαμε πιστά την αληθινή ιστορία και τα πρόσωπα θα ήταν πολύ δύσκολο να φτάσουμε κάπου λόγω των δικαιωμάτων και των μεταξύ τους σχέσεων (κάποιοι είχαν μαλώσει, άλλοι είχαν πεθάνει). Ο Τζο ήθελε να είναι ελεύθερος να πλάσει μια ιστορία που θα μπορούσε να παρακολουθήσει ο αμύητος θεατής. Στις περισσότερες σειρές και ταινίες με θέμα τους κατά συρροή δολοφόνους έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε έναν ειδικό κάποια στιγμή να συμπεραίνει να δηλώνει “ψάχνετε έναν άντρα ανάμεσα στα 25-28, με τρύπα στο αυτί και ύψος 1.90″ κτλ., αλλά η δική μας προσέγγιση ήταν να σκάψουμε βαθιά σε αυτή τη συγκεκριμένη περίοδο και να δείξουμε στο κοινό πώς ξεκίνησε το profiling τους, όχι να σκαλίσουμε τις υποσημειώσεις. Πήγαμε το project στο ΗΒΟ που όμως είχε πολλές επιφυλάξεις. Μας είπαν “πρέπει οπωσδήποτε να είναι δύο κοστουμαρισμένοι άντρες που θα περπατάνε ανάμεσα σε ψηλά χόρτα;” Και μετά πήγαν κι έκαναν το Τrue Detective…!»
Η επιλογή των σεναρίων που τραβούν την προσοχή του Φίντσερ είναι μια υπόθεση που απαιτεί το δικό της τελετουργικό αυτοσυγκέντρωσης κι αυτό ισχύει ισότιμα για κινηματογραφικές και τηλεοπτικές δουλειές.
«Είναι παράξενη η προσέγγιση σε ένα σενάριο που εχει γράψει ένας φίλος σου και ζηταει να του πεις τη γνώμη σου, και σε ένα σενάριο που ίσως σε ενδιαφέρει να γυρίσεις εσύ ο ίδιος. Σε αυτή την περίπτωση πρέπει να κλείσεις κινητό και iPad, να συγκεντρωθείςκαι να αρχίσεις να φαντάζεσαι αυτόν τον κόσμο. Π.χ. το logo του Netflix [με αφορμή το Mindhunter]. Είναι διαφορετικό από το να διαβαζεις απλώς. Δεν σημαίνει ότι τα μάτια μου γυρίζουν προς τα μέσα κι αρχίζω να μιλάω μια περίεργη γλώσσα, αλλά είμαι πιο προσεκτικός. Αναρωτιέμαι αν σε κάποιο σημείο, για παράδειγμα, ο σεναριογράφος αστειεύεται ή αν το αστείο πρέπει να είναι οπτικό… Προσωπικά χρειάζομαι 2 με 2,5 χρόνια για να ετοιμάσω μια ταινία οπότε πρέπει να θυμάμαι εκείνο το πρωινό Σαββάτου που πρωτοδιάβασα το σενάριο χωρίς να με διακόψει κανείς κι απέκτησα μια σύνδεση μαζί του. Θυμάμαι, με αυτόν τον τρόπο, τι με ενθουσίασε στην αρχή, γιατί πολλές φορές ασχολείσαι με την καθημερινότητα της δουλειάς και το ξεχνάς».
Τα τελευταία χρόνια, η τηλεόραση συναγωνίζεται σοβαρά τον κινηματογράφο ως η κορυφαία μορφή ψυχαγωγίας, όχι μόνο λόγω μαζικότητας αλλά και λόγω της υψηλής της ποιότητας, γεγονός που έχει φτάσει μέχρι και να διχάζει τους δημιουργούς. Άλλοι νιώθουν ότι πρέπει να διαλέξουν πλευρά, άλλοι δοκιμάζουν τις δυνατότητες του μέσου με εξαιρετικά αποτελέσματα, όπως στην περίπτωση του Φίντσερ. Ο ίδιος δεν βρίσκει μεγάλη διαφορά στην τεχνική του όταν κινείται ανάμεσα στα δύο μέσα.
«Ένας τραγουδιστής όπερας είναι τραγουδιστής κι ένας τραγουδιστής διαφημιστικών jingles είναι το ίδιο επίσης. Ο ένας πρέπει να ακουστεί στις πίσω σειρές της Μetropolitan Opera κι ο άλλος στο ραδιόφωνο να τραγουδάει για Dorito’s, αλλά είναι και οι δύο εξίσου χρήσιμοι. Όσο περνάει ο καιρός και συνειδητοποιούμε ότι δε χρειάζεται να δεσμευόμαστε από το prime time, τα διαφημιστικά διαλείμματα, την 22λεπτη ή 45λεπτη διάρκεια ή ακόμα και το σχήμα των 3 πράξεων, θα δούμε να δημιουργείται ένα υβρίδιο που ελπίζω ότι θα κάνει τη σχέση που έχω με το τηλεκοντρόλ μου ίσης αξίας με εκείνη που έχω με ένα βιβλίο που διαβάζω πριν κοιμηθώ. Ένα επεισόδιο θα υπάρχει ως η καλύτερη δυνατή βερσιόν του σε δομή και διάρκεια, χωρίς προκαθορισμένους κανόνες».
Ο Φίντσερ μοιάζει να έχει χτίσει τη φιλμογραφία του πάνω σε μια συγκεκριμένη θεματική, όμως ο ίδιος έχει πολύ περίπλοκη σχέση με τον ορισμό του θέματος στις ταινίες του, ακόμα κι αν αυτές φαινομενικά κινούνται σε ένα παρόμοιο ευρύτερο σύμπαν βίαιων, ψυχοπαθών εγκληματιών και των επίμονων, και πολλές φορές προβληματικών ανθρώπων που τους κυνηγούν.
«Όταν έκανα το Fight Club, ένιωθα μια πίεση να δηλώσω το θέμα του για το θεατή, αλλά πλέον έχω αλλάξει. Με ενδιαφέρει περισσότερο μια σαφής αφήγηση με ξεκάθαρους χαρακτήρες, τι χρειάζονται ή σε τι διαφέρουν, κι αισθάνομαι ότι το θέμα ορίζεται από το καστ. Πρέπει να καταλαβαίνεις βαθιά την αφήγηση και τη χρησιμότητα π.χ. μιας σκηνής που εκτυλίσσεται σε 3 λεπτά ή σε 20 δευτερόλεπτα. Παλιά πίστευα ότι μια κινηματογραφική εμπειρία ήταν 50% εικόνα και 50% ήχος και μουσική. Τώρα πιστεύω ότι 25% είναι η εικόνα, 25% ο ήχος και το υπόλοιπο 50% είναι το κοινό. Θα συμπληρώσει τα κενά, θα σε συναντήσει στη μέση. Αν δεν το κάνει, δεν ενδιαφέρεται ακόμα. Αν δεν αφήσεις λίγη από τη δουλειά στο κοινό, τότε είναι απλώς παρατηρητές».
Ο Φίντσερ δεν χρησιμοποιεί συχνά τους ίδιους ηθοποιούς, αλλά μια από τις εξαιρέσεις είναι ο Μπραντ Πιτ, με τον οποίο μετράει 2 εμβληματικές συνεργασίες και μια πιθανή τρίτη (το σίκουελ του Παγκόσμιος Πόλεμος Ζ). Η σχέση του με τους ηθοποιούς, που έχει γίνει αντικείμενο παρασκηνιακού μύθου λόγω της φήμης του ως δυνάστη που αγαπάει τις επανειλημμένες λήψεις, έχει αλλάξει σήμερα.
«Παλιότερα κόντραρα τους ηθοποιούς, κατά κάποιον τρόπο. Είναι ζήτημα εμπιστοσύνης. Παίρνεις κάτι από αυτούς, σου δίνουν ένα δώρο, οφείλεις να το αναγνωρίσεις. Πλέον τους φέρομαι διαφορετικά. Μοιάζουν με υπερβολικά ταλαντούχα παιδιά. Πρέπει να παίξεις μαζί τους και να διατηρήσεις τη διάθεσή τους για παιχνίδι. Ας είμαστε ρεαλιστές, η δουλειά μας είναι ηλίθια. Χτίζεις σκηνικά, μεταμφιέζεσαι, τους βάζεις μουσική για να μπουν στο κλίμα – δημιουργείς μια παιδική χαρά αλλά δεν πρέπει να δείξεις πόσο άγχος έχεις για το πόσα λεφτά ξοδεύεις, ας πούμε. Αυτό είναι το τελευταίο πράγμα που χρειάζεται να ξέρει το καστ. Είναι ένας από τους λόγους που προτιμώ να γυρίζω ταινίες σε digital. Οι ηθοποιοί δεν ξέρουν πόσο κοστίζει το φιλμ και δεν θέλω να αγχώνονται να το πετύχουν σωστά με την πρώτη. Θέλω να σκέφτονται “ας το ρισκάρουμε”. Θέλω να δοκιμάζουν κάτι και να το πλάθουμε όπως χρειάζεται. Ψάχνω ενδιαφέροντα άτομα με ικανότητες και τη διάθεση να είναι παρόντα. Δεν συμβαίνει πάντα, πολλές φορές, μπορεί να έχεις έναν τεράστιο σταρ και να βλέπεις την έκτη εβδομάδα ότι ήδη σκέφτεται την επόμενη δουλειά του. Μου αρέσουν τα άτομα που θέλουν να είναι κομμάτι αυτής της “Επιχείρησης Χάος”. Το Fight Club κόστισε 65 εκατομμύρια δολάρια – κι έβαλα τον Ρούπερτ Μέρντοχ να τα πληρώσει! Πηγαίναμε στη δουλειά και δεν το πιστεύαμε ότι μας άφηναν να γυρίσουμε ένα τέτοιο πράγμα. Χρειαζόμασταν ηθοποιούς που να μπορούν να υποδυθούν πειστικά τους αδικημένους από την κοινωνία και να ξρουν πώς να παλεύουν. Νομίζαμε ότι οι ηθοποιοί όντως ήξεραν (εδώ ξέρουν να μονομαχούν με σπαθιά…), αλλά τελικά κατέληγαν με τρομερούς τραυματισμούς. Ήταν το μοναδικό πλατό στη ζωή μου που έχω δει την ομάδα πρώτων βοηθειών να έχει δουλειά. Θέλω συνεργάτες που να μπορούν να με βοηθήσουν στην ανταρσία μου».
Με την ίδια λογική επιλέγει και τους συνθέτες στους οποίους αναθέτει τη μουσική επένδυση των ταινιών του, από τους Dust Brothers του Fight Club ως τον Τρεντ Ρέζνορ των Nine Inch Nails, τον οποίο οδήγησε και σε μια βράβευση με Όσκαρ το 2010 για το The Social Network.
«Μου άρεσε η μουσική των Dust Brothers, μου άρεσε η συνάντησή μας στην οποία τους περιέγραψα τι θα κάναμε και μετά μου έστειλαν το πιο περίεργο demο που έχω λάβει ποτέ, με samples από Yiddish folk. Ήταν σαν εξωγήινοι και θεώρησα ότι αυτό χρειαζόμασταν. Τον Τρεντ τον γνώριζα, είχα χρησιμοποιήσει ένα ρεμίξ του “Closer” στο Seven. Αν έχεις γυρίσει βίντεο κιλπ [σ.σ. όπως ο Φίντσερ στα 90s] ξέρεις την αξία της μουσικής του, αυτή τη δύναμη να γεννά εικόνες μέσα από τις συνθέσεις του. Δεν ήταν τυχαίο, ξέρει να βάζει πράγματα στο κεφάλι σου που θα προτιμούσες να ξεχάσεις. Τον διεκδικούσα για πολλά χρόνια μέχρι το Social Network που δέχτηκε να με ακούσει και μετά τον κυνηγούσα για άλλους 8-9 μήνες. Το αποτέλεσμα της δουλειάς του ήταν κάτι που δεν θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ. Είναι θαυμάσιος συνεργάτης, θέτει λακωνικά τα ερωτήματά του και βάζει τα πράγματα σε ένα πλαίσιο που σε προκαλεί να ξανασκεφτείς ό,τι νόμιζες ότι είχες καταλάβει. Βλέπεις την ταινία που έχεις γυρίσει ως τότε με τελείως διαφορετικό μάτι».
Το για πολλούς πιο υποτιμημένο αριστούργημα του Φίντσερ, το Zodiac, κρύβει ακόμα πολλά στρώματα ερμηνείας κι ανακάλυψης για το θεατή. Η εμπορική αποτυχία του πίσω στο 2007 αποτελεί το μοναδικό μελανό του σημείο.
«Στο κοινό δεν αρέσει να κάθεται ακίνητο για 2 ώρες και 45 λεπτά. Δεν μπορούσαμε να το κάνουμε 3 ώρες, ούτε να το ρίξουμε στις 2,5, ούτε να το κάνουμε σειρά. Είναι μια ταινία για το άπιαστο της απόλυτης δικαιοσύνης. Η διάρκειά της είναι τέλεια για την ιστορία».
Παρά την απόστασή του από το μπλοκμπάστερ σινεμά, ο Φίντσερ παραμένει μοντέρνος όχι μόνο στον τρόπο που επιλέγει να κινηματογραφεί, αλλά και στη φιλοσοφία του σχετικά με την εμμονή του σημερινού Χόλιγουντ με τα πανάκριβα υπερθεάματα.
«Επιτέλους σήμερα η τεχνική της κινηματογράφησης έχει φτάσει στο επίπεδο που πάντα επιθυμούσαμε. Μου αρέσει το digital filmmaking και με αυτό εννοώ ότι μου αρέσει να βλέπω τις σκηνές που γυρίστηκαν κάθε μέρα στο λάπτοπ μου, να έχω διαθέσιμη την ταινία στο τάμπλετ μου, να μπορώ να δίνω τις σημειώσεις μου και να ψάχνω άμεσα για μια καλύτερη εναλλακτική λήψη, για παράδειγμα, που ξέρω ότι υπάρχει. όταν έχω στα χέρια μου αυτό το μηχανισμό, τότε έχω την ελευθερία να αφοσιωθώ στην ιστορία και να την αφηγηθώ καλύτερα. Η ουσία παραμένει η ίδια: η συμμετρία των σχημάτων μέσα σε ένα πλάνο, η κίνηση και η σχέση της με το κάδρο, το πώς να παρέμβεις στη σκηνή τελευταία στιγμή, να δείξεις αυτό που θες και να φύγεις. Τα ίδια θέματα απασχολούσαν και τον Τσάρλι Τσάπλιν, αλλά θέλω να έχω καλύτερες μεθόδους στη διάθεσή μου από εκείνον. Το σινεμά είναι μόδα. Δυο εβδομάδες πριν στο Χόλιγουντ σίγουρα έγιναν 1400 τηλεφωνήματα με κάποιον executive να ρωτάει “έχουμε κανένα σενάριο με κλόουν;”. Είναι η πραγματικότητα της δουλειάς. Όταν κάτι βγάζει λεφτά, υπάρχει η τάση να πολλαπλασιάζεται. Δεν πιστεύω ότι ο κόσμος λέει “θέλω να δω κάτι ψεύτικο και πλαστικό και θέλω να το δω σε μεγάλη ποσότητα”. Υπάρχουν σκηνοθέτες που το κάνουν πολύ καλά, αν κι εγώ είμαι της λογικής “less is more”. Το Jurassic Park έχει ξεπερασμένα εφέ, αλλά η φιλοσοφία των καδραρισμάτων των ζώων, η σταδιακή τους αποκάλυψη, όλα ήταν μαεστρικά σκηνοθετημένα. Τότε δεν είχαν προϋπολογισμό για περισσότερα εφέ, σήμερα θα τα έδειχναν όλα στον υπερθετικό βαθμό και η πειθαρχία που θα υπήρχε παλιότερα φεύγει από το παράθυρο».