Το βινύλιο μπορεί συνεχώς να λέγεται ότι επιστρέφει, και σε ένα βαθμό αυτό και να ισχύει, όμως τα μεγάλα δισκάδικα που μεσουράνησαν τις περασμένη δεκαετίες στην Αθήνα, διαπαιδαγωγώντας γενιές κια γενιές μουσικόφιλων, δεν άντεξαν στο πέρασμα του χρόνου κι αποτελούν πια παρελθόν. Όχι όλα όμως. Ένα μικρό δισκάδικο στη Νέα Σμύρνη κρατάει ακόμα. Το Record House επιμένει και συνεχίζει να προσφέρει πρώτη ύλη στους Αθηναίους vinyl junkies κλείνοντας φέτος 44 (ολογράφως σαράντα τέσσερα) ολόκληρα χρόνια ζωής, από το 1971 όταν και άνοιξε για πρώτη φορά τις πόρτες του στο κοινό. Σε αυτή τη μεγάλη διαδρομή καταξιώθηκε κι εξελίχθηκε μαζί με τα διάφορα φορμά, πούλήσε κασέτες, πέρασε στην εποχή του CD, αλλά παρά τις δυσκολίες –που δεν ήταν και λίγες- παρέμεινε πιστό στο βινύλιο.
Φυσικά, δεν ενάλλαχθηκαν μόνο οι γενιές των πελατών αλλά και των ιδιοκτητών του. Η Ελένη Νεουδάκη παρέλαβε την επιχείρηση από τον πατέρα της το 1984 και μέχρι σήμερα συνεχίζει να τη λειτουργεί και να μεγεθύνει τις δραστηριότητες της με μεράκι, σε πείσμα των καιρών. Το Record House παραμένει όλα αυτά τα χρόνια στο ίδιο σημείο επί της οδού Ομήρου, στον εμπορικότερο δρόμο της Νέας Σμύρνης. Μας λέει ότι η θέση του Record House αναμφισβήτητα βοήθησε στην προσέλκυση νέων πελατών, ειδικά τις εποχές που ο κόσμος δεν το είχε και σε τίποτα να μπει να αγοράσει έναν δίσκο απλά και μόνο επειδή έτυχε να περάσει απ’ έξω. Το μαγαζί άλλωστε μεγάλωσε ως φαινόμενο word of mouth, καθώς γρήγορα η φήμη εξαπλωνόταν πως υπάρχει ένα δισκάδικο προς τα νότια προάστια όπου μπορεί κανείς να βρει κυριολεκτικά ό,τι ζητάει η ψυχή του. Κάπως έτσι πολλοί συγκυριακοί πελάτες έγιναν μόνιμοι και η Ελένη τους είδε να μεγαλώνουν και να γίνονται ξαφνικά από είκοσι χρονών σαράντα. Ο υπογράφων, αν και μικρότερος, είναι μια από αυτές τις περήφανες περιπτώσεις κάποιου που μεγάλωσε μέσα στο Record House ασχέτως αν αλλάξανε τα μουσικά του γούστα στην πορεία.
Τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 τα δισκάδικα ήταν ένα είδος μέσου κοινωνικής δικτύωσης, με απαραίτητη βεβαίως τη φυσική παρουσία. Ακούσαμε ιστορίες πως ο κόσμος ερχόταν στο δισκάδικο όχι απλώς για να αγοράσει κάποιον δίσκο και να φύγει στα γρήγορα, αλλά για να ακούσει νέα πράγματα και να μιλήσει με άλλους πελάτες/fans. Αναπόφευκτα σχέσεις αναπτύχθηκαν και οι συναναστροφές έγιναν φιλίες, κάποιες κρατάνε ακόμα μάλιστα. Η σχέση με τους περισσότερους δεν ήταν ψυχρά πελατειακή αλλά φιλική, κάτι που έχτισε τον χαρακτήρα και την κληρονομιά του Record House. Η Ελένη μας είπε πως η γνωστή ταινία High Fidelity (βασισμένη στο μυθιστόρημα του Νικ Χόρνμπι) που λίγο πολύ εξελίσσεται μέσα σε ένα συνοικιακό δισκάδικο του Σικάγο δεν απέχει σημαντικά από την πραγματικότητα εκείνων των δεκαετιών. Το Record House ήταν πέρα από δισκάδικο, ένα ζωντανό μπλογκ για τους φίλους της μουσικής και η Ελένη, με ένα παράξενο φως στη ματιά της, μας είπε πως εκείνα τα χρόνια ήταν τα καλύτερα.
Στη δεκαετία του ’90 έκαναν την εμφάνιση τους τα μεγάλα καταστήματα δίσκων/παραρτήματα πολυεθνικών, όπως τα Metropolis και τα Virgin Megastores. Η δυναμική είσοδός τους στην αγορά με το φανταχτερό τους περιτύλιγμα και τον αέρα του μοντέρνου και φρέσκου, σε συνδυασμό με την επικράτηση του CD αποτέλεσε ένα πλήγμα για το Record House. Πολύς κόσμος έδειξε να προτιμάει το «καινούργιο» αλλά αποστειρωμένο περιβάλλον των πολυκαταστημάτων ή στην καλύτερη σύγκρινε τις τιμές και αναλόγως αποφάσιζε. Αναπόφευκτα ο προσωπικός χαρακτήρας του Record House απειλήθηκε αλλά τότε μίλησε η δύναμη του βινυλίου. Αν μπεις στο νούμερο 46 της Ομήρου, μέσα θα το διαπιστώσεις. Εκατοντάδες βινύλια τοποθετημένα στα ράφια του, οι hardcore λάτρεις της μουσικής δεν έπαψαν ποτέ να ικανοποιούν την ανάγκη τους (με αυτήν τη vintage κάποιους επιλογή). Στα δύσκολα χρόνια του ανταγωνισμού το Record House διατήρησε το όνομά, συνδεδεμένο με τον χώρο του βινυλίου. Έπειτα ήρθε το download, το οποίο ίσως έσωσε την τσέπη του καταναλωτή, μα χτύπησε αλύπητα τις μεγάλες αλυσίδες. Τα Virgin έκλεισαν και τα Metropolis ακολούθησαν. Το Record House είναι ακόμα εκεί. Η Ελένη όμως το πάει ένα βήμα παραπέρα από τους οικονομικούς όρους. Για εκείνη το Record House είναι ακόμα εδώ γιατί όσοι δουλεύαν στο παρελθόν και όσοι δουλεύουν ακόμα εκεί απέδειξαν επανειλημμένα πως είχαν και έχουν μεράκι κι αγαπάνε αυτό που κάνουν. Για την Ελένη αυτό πέρασε στον κόσμο και κράτησε τους φίλους του Record House κοντά του. Από τις κασέτες στα 45άρια, από εκεί στα CD και τώρα πίσω στο βινύλιο απ’ όπου η ηχογραφημένη μουσική ξεκίνησε.
Στο Record House μπορούσες ανέκαθεν να βρεις τα πάντα. Ο χαρακτήρας του καταστήματος αλλά και η πολυσυλλεκτικότητα των πελατών απαιτούσουν τα ράφια να είναι πάντοτε “up to date” σε οποιοδήποτε είδος μουσικής. Το εκάστοτε ρεύμα της εποχής, οι μεγάλες συναυλίες του παρελθόντος που αναστάτωναν την Ελλάδα και φυσικά το ραδιόφωνο επηρέαζαν τις πωλήσεις. Τη δεκαετία του ’80 ήταν δημοφιλής η hair metal αλλά πουλούσε και η τότε ηλεκτρονική μουσική (ας πούμε electropop/new wave), στα 90s οι distorted κιθάρες των Nirvana, των Pearl Jam και οι διαφορετικές εκδοχές punk των Offspring και των Rage Against The Machine κυριαρχούσαν παγκοσμίως στα charts, ενώ στα 00s η ποπ μάλλον επανήλθε δυναμικά. Σήμερα, όπως ξαναείπαμε, που ο κόσμος έχει επιστρέψει στο βινύλιο πουλάνε πολύ οι επανεκδόσεις, ο κόσμος ψάχνει ακόμα και περιορισμένες επτάιντσες κυκλοφορίες (οι οποίες θυμίζουν τα maxi singles που αφησαν το στίγμα τους στη δεκαετία του ’80). Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε και τις κυκλοφορίες ελλήνων καλλιτεχνών όπως του Παύλου Παυλίδη και του Γιάννη Αγγελάκα. Εντυπωσιακό και χαρακτηριστικό κατά την Ελένη είναι πως δεν είναι οι παλαιότεροι μόνο που ενδιαφέρονται για το βινύλιο, αλλά και πολλοί πιτσιρικάδες.
Τα χρόνια αυτά της κρίσης έβλεπα πάντα την Ελένη χαμογελαστή και ευδιάθετη. Καμιά φορά ρωτούσα διακριτικά πως πάνε οι δουλειές και με εξέπληττε πόσο ειλικρινές ήταν κάθε φορά το «καλά μωρέ, καταλαβαίνεις ότι είναι δύσκολα, αλλά καλά». Τη ρωτάω ευθέως αυτή τη φορά. Μου είπε πως το βινύλιο επιμένει και πουλάει σαν τρελό καθώς ο ορκισμένος μουσικόφιλος δεν καταλαβαίνει και πολύ από κρίσεις και λιτότητα, δε θα διστάσει να διαθέσει πολλά –για την εποχή- χρήματα για το πάθος του, θα κόψει από αλλού. Επίσης το συνοικιακό status του Record House φέρνει κοντά τους ντόπιους που επιθυμούν να στηρίξουν την αγορά της γειτονιάς τους. Ίσως να είναι και αυτή μια άτυπη ανταμοιβή για την στάση και τον αναλλοίωτο χαρακτήρα του μαγαζιού.
Το Record House μάλλον δεν άλλαξε πολύ. Εξακολουθεί να έχει πελάτες από εφήβους που κάνουν τα πρώτα τους βήματα ως μουσικόφιλοι μέχρι μεγάλους, πιο κατασταλλαγμένους στα γούστα τους. Θα βρεις εκεί ό,τι θελήσεις και να είσαι σίγουρος πως θα επιστρέψεις, μάλλον μαζί και με παρέα. Θα μπορούσε κανείς να πει πως το Record House έχει και αυτό το δικό του fanbase, λίγο-πολύ όπως οι καλλιτέχνες των οποίων τη δουλειά θα βρεις μέσα. Δίκαιο θα έλεγα.
Και να με συγχωρέσετε αλλά δεν μπορώ παρά να κλείσω λίγο πιο προσωπικά:
-Αλήθεια Ελένη, έχει καμία σχέση αυτό που πλασάρει η TV και τα μέσα γενικά με αυτό που ζητάει ο κόσμος;
-Όχι όχι, καμία απολύτως.
Εν τέλει μπορεί να είναι και αυτός ο λόγος που είναι ακόμα εδώ. Το Record House θα εξακολουθήσει να αντιπροσωπεύει τη μουσική ως αξία και όχι ως μόδα, κατασκευασμένη καταναλωτική τάση, περαστικό trend της εποχής. Για αυτό το λόγο οι εικοσάρηδες έγιναν σαραντάρηδες, οι ακόμα μεγαλύτεροι φέρνουν πλέον τα παιδιά τους, εκείνα τους φίλους τους και εγώ θα γιορτάσω τα δέκα χρόνια μου ως πελάτης-φίλος του αγοράζοντας ακόμα έναν δίσκο, πηγαίνοντας να παραδώσω αυτό το αφιέρωμα.