Είχα πρωτοδεί στο Revolt Athens στο θεατράκι της Σχολής Καλών Τεχνών, όπου η Έλλη Παπακωνσταντίνου και οι άλλοι συντελεστές της παράστασης είχαν καλέσει λίγους φίλους για να δείξουν αυτή τη δουλειά με την οποία περιόδευσαν στο εξωτερικό. Θεωρώ την τελευταία πληροφορία απαραίτητη για τους θεατές, από τους οποίους, άλλωστε, ζητείται εξ αρχής να υποθέσουν πως είναι ξένοι που κοιτάζουν τα ελληνικά πράγματα: αν η οδηγία αγνοηθεί, εύκολα ο καλοθελητής θα μπορούσε να προσάψει αφέλεια σε ορισμένα κομμάτια του πρώτου μέρους. Πάντως το κείμενο έχει έκτοτε ανανεωθεί και προσαρμοστεί στην περίσταση.
Η θεαματικότερη εξέλιξη της παράστασης εντοπίζεται στους φωτισμούς της Ολυμπίας Μυτιληναίου, που έδωσαν νέες διαστάσεις και επίπεδα στο θέαμα και γέμισαν το χώρο με σημαντικές λεπτομέρειες. Και μάλιστα «έδεσαν» περίφημα με τα visuals του Παντελή Μάκκα. Εδώ θέλω να σταθούμε: το πραγματικό ερώτημα στο ζήτημα visuals στο θέατρο, έχει να κάνει με το λόγο ύπαρξής τους. Αποτελούν κομμάτι της δραματουργίας, ή είναι απλώς ένα καρύκευμα που τα τελευταία χρόνια έχει γίνει η τελευταία λέξη της μόδας; Στην περίπτωσή μας, πρόκειται για αναπόσπαστο, δομικό στοιχείο του συνόλου, καθώς είναι φανερό πως εξ αρχής όλα σχεδιάστηκαν με το συγκεκριμένο παράγοντα σε πρώτο πλάνο. Το τονίζω γιατί δεν είναι, δυστυχώς, διόλου αυτονόητο, ούτε στην Ελλάδα, αλλά ούτε και σε πολλές παραγωγές χωρών του εξωτερικού τις οποίες αντιμετωπίζουμε με θαυμασμό για τα θεατρικά τους πράγματα.
Ραχοκοκκαλιά του Revolt Athens είναι η μουσική και το ηχητικό περιβάλλον του Τηλέμαχου Μούσα. Το να κατατάξει κανείς σε ένα συγκεκριμένο είδος αυτόν το σπάνιο μουσικό, θα ήταν εξαιρετικά άδικο, αν όχι ευνουχιστικό. Ισορροπεί ανέκαθεν ανάμεσα σε διαφορετικά ιδιώματα με γνώση και σκέψη, και κυρίως με φυσικότητα. Μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως στο παρελθόν συνεργάστηκε επί μεγάλο διάστημα με έναν από τους ιδιοφυέστερους μουσικούς που έχω γνωρίσει, τον – δικό μας πλέον – Blaine L. Reininger. Το δομημένο χάος που δημιουργεί, «δένει» πλήρως με τη δραματουργία, ενώ τις στιγμές που καλείται να μετατραπεί σε ρόλο, το κάνει με θαυμαστή ευθύτητα και απλότητα πείθοντας απόλυτα.
Όμως νομίζω πως αυτή η παράσταση δύσκολα θα μπορούσε να σταθεί χωρίς τη Ρόζα Προδρόμου. Πρόκειται για μια απο τις πληρέστερες παρουσίες της ελληνικής σκηνής αυτή τη στιγμή: ηθοποιός, χορεύτρια, performer, με φωνητικές ικανότητες, και ομορφιά σχεδόν επικίνδυνη. Έχει δουλέψει επί χρόνια αθόρυβα, με σταθερά βήματα και προσεκτικές επιλογές, αδιαφορώντας θεαματικά για τη δημοσιότητα, και τώρα έχει κατακτήσει την ωριμότητα σε όλα τα εκφραστικά της μέσα. Πολύτιμη συνεργάτις για όποιο τυχερό σκηνοθέτη έχει να κάνει μαζί της, εμπνέεται και εμπνέει. Η Έλλη Παπακωνσταντίνου την αξιοποίησε σοφά. Κωμική και τραγική, άγγελος εξολοθρευτής και μαινάδα, Θεά με τα Φίδια και θεσπέσιος θηλυκός Κινγκ Κονγκ, η Ρόζα Προδρόμου είναι η ιδανική ερμηνεύτρια του Revolt Athens. Η ανυπόκριτη απόγνωση με την οποία απευθύνεται στο κοινό είναι μάθημα σκηνικής ισορροπίας.
Αποφεύγω να δώσω λεπτομέρειες για το τι λαμβάνει χώρα επί σκηνής, γιατί δεν θα ήθελα να στερήσω από την παράσταση το στοιχείο του αιφνιδιασμού. H Έλλη Παπακωνσταντίνου αυτή τη φορά τολμά να μιλήσει, εντός και εκτός Ελλάδας, για πράγματα επώδυνα. Παίζει με τα κλισέ και την ανατροπή τους, και οδηγεί το Revolt Athens στο χαοτικό του φινάλε, ίσως εξορκίζοντάς το , ίσως προειδοποιώντας μας. Διαθέτει, άλλωστε, όπως γνωρίζουμε κι από το παρελθόν, ιδιαίτερες ικανότητες στη δόμηση τέτοιων στιγμών ευφρόσυνης σκηνικής αναρχίας.
Το ανάλαφρο δρώμενο που ακολουθεί το τέλος της παράστασης, σκορπίζει οποιανδήποτε αμφιβολία μπορούσαμε να έχουμε: κυρίες και κύριοι, καλώς ήλθατε στη δεκαετία του 20…