Ο Αργύρης Πεδουλάκης ήταν η καλύτερη δυνατή επιλογή δεδομένων των συνθηκών που είχαν διαμορφωθεί τις πρώτες πεσιμιστικές μέρες της μετά-Ζοτς εποχής. Σύμφωνα με αυτές τις συνθήκες και με δεδομένη την ασύγκριτη κληρονομιά που άφηνε πίσω του ο κορυφαίος ευρωπαίος προπονητής όλων των εποχών, μονάχα η πρόσληψη ενός εκ των Γκρεγκ Πόποβιτς ή Ντούσαν Ίβκοβιτς θα μπορούσε να αναπληρώσει το κενό του απορροφώντας τους κραδασμούς από το σοκ κι αναστηλώνοντας το ηθικό των οπαδών – φυσικά κανείς από τους δυο δεν θα μπορούσε να έρθει στον ΠΑΟ ούτε εκείνη ούτε και καμία άλλη χρονιά. Αναφορικά με τις προφανείς επιλογές που θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν θεωρητικά τον Ζοτς, ο Έτορε Μεσίνα είχε υπογράψει στην ΤΣΣΚΑ, το enfant terrible του ιταλικού μπάσκετ Αντρέα Πιανιτζάνι ήταν πανάκριβος για τα καινούργια δεδομένα του ΠΑΟ, ενώ ο Φώτης Κατσικάρης, ο ανερχόμενος έλληνας προπονητής δεσμευόταν με συμβόλαιο στη Μπιλμπάο. Οι αξιόλογες επιλογές στην αγορά των προπονητών ήταν συνεπώς ελάχιστες. Ταυτόχρονα, η ομάδα είχε αρχίσει να φυλλοροεί. Ο ένας διεθνής έλληνας μετά τον άλλον μάζευε τα υπάρχοντά του και ταξίδευε προς νέες πολιτείες έχοντας στις αποσκευές του ένα πλουσιοπάροχο συμβόλαιο, απόρροια της υπεραξίας που είχε αποκτήσει έκαστος από την παρουσία του στον ΠΑΟ. Ανάμεσα στους πρώην παίκτες της ομάδας που θα μπορούσαν ενδεχομένως να συσπειρώσουν πάλι τον κόσμο, χωρίς πάντως να διαθέτουν το κύρος ή την αποδοχή ενός Αλβέρτη, ο Πεδουλάκης ξεχώριζε για το συνεπές έργο του σε Περιστέρι και Μακεδονικό. Ήταν η καλύτερη δυνατή επιλογή για μια διαφαινόμενη εποχή χαμηλών προσδοκιών.
Τα υπόλοιπα, από το μοντάρισμα της ομάδας υπό την εποπτεία του νέου προπονητή μέχρι την πρόσφατη άδοξη απόλυσή του, είναι γνωστά. Ο Πεδουλάκης δεν απολύθηκε εξαιτίας της αναπόφευκτης σύγκρισής του με τον Ζοτς, μια σύγκριση που έτσι κι αλλιώς θα ήταν άδικη και αβάσιμη από τη στιγμή που ο Παναθηναϊκός είναι μια ολότελα διαφορετική ομάδα τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, ένα σύνολο παικτών που συνέθεσε ο Πεδουλάκης έχοντας στα διάθεσή του ένα περιορισμένο μπάτζετ δέκα-δώδεκα εκατομμυρίων ευρώ, και τους Διαμαντίδη και Τσαρτσαρή (την περυσινή χρονιά) μοναδικούς συνδετικούς κρίκους με τις ομάδες του Ζοτς. Ο Πεδουλάκης απομακρύνθηκε από την ομάδα τόσο εξαιτίας της ασυγχώρητα κακής εικόνας σε ένα οριακό, όπως αποδείχθηκε ματς, όπως αυτό με τη Λαμποράλ, σε ένα ματς όπου το μόνο που έπρεπε να κάνει η ομάδα ήταν να κατέβει στο παρκέ με τη μίνιμουμ δυνατή σοβαρότητα, όσο, κυρίως, εξαιτίας της αδυναμίας ή απροθυμίας του να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις του ευρωπαϊκού μπάσκετ στον 21ο αιώνα. Η σκυλίσια, στραγγαλιστική άμυνα δεν αρκεί για να εγγυηθεί επιτυχίες στην Ευρωλίγκα εάν δεν υποστηρίζεται από οργανωμένο πλάνο και ευέλικτα, πλουραλιστικά συστήματα στην επίθεση. Ο Ολυμπιακός των εκατό πόντων απέναντι στη Ρεάλ στον περσινό τελικό της Ευρωλίγκας και η Μπαρτσελόνα που δέχεται εξήντα πόντους αλλά σκοράρει σταθερά πάνω από εβδομήντα είναι τα πιο πρόσφατα χαρακτηριστικά παραδείγματα. Παρότι ήταν και είναι δομημένος σε συγκεκριμένες αμυντικές αρχές, ειδικά τη χρονιά που διανύουμε ο Παναθηναϊκός μετατράπηκε σταδιακά σε ένα χλωμό αντίγραφο της ατσαλένιας Λιμόζ του Μάλκοβιτς από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, με την ουσιώδη διαφορά ότι ο ΠΑΟ δεν διαθέτει έναν σταθερό σκόρερ-δολοφόνο σαν τον Μάικλ Γιανγκ, στο πρόσωπο του οποίου επιβραβεύονταν τότε οι υπεράνθρωπες άμυνες στις οποίες επιδίδονταν μπασκετμπολίστες με φοβερά αθλητικά προσόντα όπως ο Τζιμ Μπιλμπά. Μπορεί λοιπόν η αιτία και η αφορμή που ο Πεδουλάκης απολύθηκε από τον ΠΑΟ να μην ήταν η σύγκριση των ούτως ή άλλως διόλου ευκαταφρόνητων επιτευγμάτων του αναλογικά με το διάστημα που κοουτσάρισε τον ΠΑΟ σε σχέση με το παλμαρέ του Ζοτς, όμως ποιος σοβαρός, μυαλωμένος, ορθολογιστής οπαδός του ΠΑΟ μπορεί να αρνηθεί ότι τους τελευταίους 21 μήνες δεν μπήκε πολλές φορές στον πειρασμό να συγκρίνει την περίοδο Ζοτς με την εποχή Πεδουλάκη, να διορθώσει τα λάθη και τις αδυναμίες του δεύτερου ανακαλώντας στη μνήμη του τα τρικ και τις καινοτομίες που εφήρμοσε κατά καιρούς ο Ζοτς (διαβάστε το σχετικό άρθρο του Στέφανου Τριαντάφυλλου), ακόμη κι αν αυτές εκτελούνταν κάποτε κατά γράμμα από παίκτες όπως οι Σπανούλης, Νίκολας, Κοχ, Πέκοβιτς, Ρέμπρατσα, Σισκάουσκας, Μποντιρόγκα, Αλβέρτης, Γιασικεβίτσιους, Μίντλετον κ.α.; Και γιατί άραγε, ενώ κάποια στιγμή μέσα στην προηγούμενη χρονιά οι οπαδοί έδειχναν να προσαρμόζονται στη νέα κατάσταση και προσπάθησαν σθεναρά να αποφύγουν τις μάταιες συγκρίσεις, αποδεικνύοντας έμπρακτα τη στήριξή τους στην ομάδα με sold out σε όλα τα κρίσιμα ματς αυτής της περιόδου, η υπομονή τους εξαντλούνταν κάθε τόσο με κάθε νέα ήττα εκτός προγράμματος, ενώ δεν ήταν λίγοι κι εκείνοι που γκρίνιαξαν ακόμη και για τον αποκλεισμό στην οκτάδα από την Μπαρτσελόνα, σε μια σειρά αγώνων όπου ο ΠΑΟ είχε ήδη κάνει διαδοχικές υπερβάσεις δεδομένων του χτυπητών ελλείψεων στο έμψυχο δυναμικό του;
Η μεγαλύτερη επιτυχία του Πεδουλάκη, η παρουσίαση μιας αξιόλογης, συμπαγούς, ανταγωνιστικής, υπολογίσιμης ομάδας η οποία, τουλάχιστον πέρυσι, έχανε δύσκολα μονάχα από πληρέστερους αντιπάλους, ήταν συνάμα η μεγαλύτερη κατάρα του. Έπειτα από την αποχώρηση του Ομπράντοβιτς, τη ραγδαία αλλαγή της ομάδας με την προσθήκη δέκα νέων και εν πολλοίς άγνωστων παικτών, αρκετοί εκ των οποίων αν δεν κουβαλούσαν κουσούρια από κάποιον πρόσφατο σοβαρό τραυματισμό (βλ. Ματσιούλις), έφεραν πάνω τους τη στάμπα των απροσάρμοστων και προβληματικών χαρακτήρων (βλ. Γκιστ, Σχορτσιανίτης), αλλά και την παράδοση της σκυτάλης από τους αυθόρμητους, εκρηκτικούς αλλά συνεπείς στυλοβάτες-ιδιοκτήτες της ομάδας στον Δημήτρη Γιαννακόπουλο με το αμφιλεγόμενο παρελθόν και το απρόβλεπτο παρόν-μέλλον, ελάχιστοι ήταν εκείνοι που πίστεψαν ότι η ομάδα θα μπορούσε να παραμείνει ανταγωνιστική, να διεκδικήσει έστω το πρωτάθλημα από τον πρωταθλητή Ευρώπης ΟΣΦΠ και μάλιστα με μειονέκτημα έδρας (πόσο μάλλον να τον καθαρίσει με συνοπτικές διαδικασίες με ένα εύκολο 3-0) και να χάσει τελικά την πρόκριση στο Final 4 σε ένα οριακό πέμπτο ματς στην έδρα της Μπαρτσελόνα το οποίο ούτε οι Μιάμι Χιτ δεν θα μπορούσαν να κερδίσουν ευστοχώντας μονάχα σε ένα από τα δεκαέξι τρίποντα που επιχείρησαν εκείνο το βράδυ. Ο οπαδός του ΠΑΟ συνέκρινε τον παλιό και τον νέο προπονητή, τις προηγούμενες ομάδες με την καινούργια ομάδα, ακριβώς διότι ο Παναθηναϊκός του Πεδουλάκη έπαιζε στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο, διεκδίκησε με αξιώσεις την πρόκριση στο Final 4, νίκησε τον ΟΣΦΠ κάνοντας επίδειξη δύναμης και άφησε πολλές υποσχέσεις για βελτίωση στο άμεσο μέλλον. Ήταν η ίδια η ομάδα που προκαλούσε άθελά της τον κόσμο να προβεί σε συγκρίσεις και παραλληλισμούς, ακόμη κι αν η σταθερά μέτρια φόρμα της φέτος δεν επαλήθευσε τις αυξημένες προσδοκίες. Ο Παναθηναϊκός συνέχισε να αποπνέει κύρος και υγεία, εξακολουθεί να είναι πρότυπο οργάνωσης και λειτουργίας όχι μόνο για τις άλλες ομάδες της χώρας αλλά και για τις επιχειρήσεις γενικότερα. Από τη στιγμή λοιπόν που ο Παναθηναϊκός φάνηκε να αποφεύγει τον κίνδυνο των «πέτρινων χρόνων», μια απευκταία κατάσταση η οποία ωστόσο θα ήταν ίσως η μόνη που θα μπορούσε να διαλύσει οποιαδήποτε ψευδαίσθηση και να ακυρώσει κάθε απόπειρα σύγκρισης με το ένδοξο παρελθόν, ο Πεδουλάκης, όπως και όποιος άλλος ικανός και έμπειρος τεχνικός κι αν βρισκόταν στη θέση του, ήταν a priori καταδικασμένος να κοουτσάρει κάτω από την πελώρια σκιά του προκατόχου του, του ανθρώπου που είναι υπεύθυνος για ό,τι εγγύτερο σε ολοκληρωτικό μπάσκετ έχει παιχτεί από ελληνική ομάδα όλα αυτά τα χρόνια. Η εκτός έδρας νίκη του ΠΑΟ επί της Σιένα στο τρίτο ματς της σειράς των πλέι οφ το 2009 με το συντριπτικό 53-72 (θυμηθείτε μόνο πόσο σπουδαία ομάδα ήταν εκείνη η Σιένα των Σάτο, Στόουνρουκ και ΜακΙντάιρ) και το πρώτο ημίχρονο στον τελικό με την ΤΣΣΚΑ στο Βερολίνο την ίδια χρονιά συνιστούν απόλυτα εμφατικές, αδιαμφισβήτητα ολοκληρωτικές εμφανίσεις μιας εκ των δυο-τριών καλύτερων ομάδων στη σύγχρονη ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Του απόλυτου αριστουργήματος του Ζέλικο Ομπράντοβιτς.
Σχολιάζοντας τις προάλλες με τον Θανάση Μήνα την αξιοθαύμαστη πορεία του Νίκολα Πέκοβιτς τα τελευταία χρόνια στο NBA, μου ανέφερε ότι σε σχετικό αφιέρωμά του το έγκριτο περιοδικό “Slam” χαρακτήρισε τον Πέκοβιτς «προϊόν ενός εκ των κορυφαίων μπασκετικών προγραμμάτων στην Ευρώπη». Τις βάσεις γι’ αυτό το πρόγραμμα έθεσαν φυσικά οι αδερφοί Γιαννακόπουλοι. Το πρόγραμμα τελειοποιήθηκε από τον Ζοτς, τον Ιτούδη και τους άλλους συνεργάτες του και συνεχίστηκε με επιτυχία στη βραχύβια εποχή Πεδουλάκη. Είναι τόσο ισχυρό ώστε να μπορεί να δουλεύει ακόμα και στον αυτόματο πιλότο με πρώτο προπονητή μια προσωπικότητα ευρείας αποδοχής σαν τον Αλβέρτη, που πάντως μέχρι πρόσφατα δεν είχε εκφράσει καμιά επιθυμία να ακολουθήσει αυτή την καριέρα, και δεν διαθέτει καν το υποχρεωτικό πλέον δίπλωμα προπονητή. Ο Αλβέρτης υπηρετεί βέβαια τον πάγκο της ομάδας σαν καλός στρατιώτης, η εποχή του είναι μια προσωρινή, μεταβατική κατάσταση. Όπως μεταβατική θα είναι και η περίοδος των ανθρώπων που θα τον διαδεχθούν έως την αναπόδραστη, νομοτελειακή επιστροφή του Ζοτς στην ομάδα που λάτρεψε και η οποία είναι πανέτοιμη να του δείξει απόψε πόσο πολύ της έχει λείψει.
To πρώτο μυθιστόρημα του Λευτέρη Καλοσπύρου,«Η Μοναδική Οικογένεια», εκδόθηκε από τις εκδόσεις Πόλις τον Οκτώβριο του 2013. Άρθρα και κριτικές του έχουν δημοσιευτεί στα περιοδικά Διαβάζω, Ο Αναγνώστης, The Zone και The Books’ Journal, στην Καθημερινή καθώς και στην επιθεώρηση European Journal of American Studies.