Δύο βροντερές ήττες του αμερικάνικου μπάσκετ, το 1988 από τους Σοβιετικούς στη Σεούλ (Ολυμπιακοί Αγώνες) και το 1990 από τους Γιουγκοσλάβους στο Μπουένος Άιρες (Μουντομπάσκετ), ήταν αυτές που έδωσαν την τελική ώθηση για τη δημιουργία της πρώτης, κατά πολλούς μόνης αυθεντικής Dream-Team, που όντως εμφανίστηκε σαν κάτι εξωγήινο στη Βαρκελώνη του 1992. Αξίζει πάντως να θυμηθεί κανείς, ότι μισοαστεία-μισοσοβαρά, σ’ εκείνο το διερευνητικό στάδιο είχε προταθεί στον –και τότε- ομοσπονδιακό κόουτς Μάικ Σιζέφσκι να εμπιστευτεί μια αντιπροσωπευτική ομάδα από το WBL (World Basketball League), το ένα και μοναδικό «Πρωτάθλημα των Κοντών».
Δεν πρέπει να έχει υπάρξει ποτέ, και σε οποιοδήποτε ομαδικό σπορ, λίγκα με περιορισμό ως προς το ύψος όσων έχουν δικαίωμα συμμετοχής. Αυτή η παγκόσμια πατέντα ήταν εν πολλοίς ιδέα ενός δαιμόνιου φαρμακέμπορου, του Μάικλ Μόνους, ο οποίος ανέλαβε να σπονσοράρει ένα εγχείρημα που φερόταν διατεθειμένο να «εκδημοκρατικοποιήσει το μπάσκετ».Όπως έγραφε αβανταδόρικα ο Τζίμ Μάρεϊ, δημοσιογράφος των L.A Times τον Αύγουστο του 1989, «αναρωτηθήκατε ποτέ πώς μπορεί να υφίσταται ένα άθλημα στο οποίο δεν μπορεί να κάνει καριέρα το 99.999% του παγκόσμιου πληθυσμού; Δεν βαρεθήκατε να βλέπετε μονομαχίες Γολιάθ εναντίον Γολιάθ, δεν αναζητάτε και κάποιους Δαβίδ; Λοιπόν, το WBL είναι αυτό ακριβώς, το μπάσκετ όπως το οραματίστηκε ο Δρ. Νέισμιθ». Όπισθεν ολοταχώς δηλαδή, προς τα 20s-30s, όταν οι ελάχιστοι δίμετροι αντιμετωπίζονταν σαν εξωγήινοι, προτού το άθλημα αλλάξει ριζικά μορφή με γίγαντες σαν τους Μπιλ Ράσελ, Τζορτζ Μάικαν, Μπόμπ Λέινιρ και Γουίλτ Τσάμπερλεν. Το όριο τέθηκε στα 6.5 πόδια (1.95 μ.), ούτε ίντσα παραπάνω -και μάλιστα το μέτρημα γινόταν με τον παίκτη ξαπλωτό και με κλειδωμένα, τέζα τεντωμένα κάτω άκρα.
Το όριο τέθηκε στα 6.5 πόδια (1.95 μ.), ούτε ίντσα παραπάνω -και μάλιστα το μέτρημα γινόταν με τον παίκτη ξαπλωτό και με κλειδωμένα, τέζα τεντωμένα κάτω άκρα.
Έτσι γεννήθηκε το WBL, αρχικά με μόλις 6 ομάδες, οι οποίες πέρα από το ύψος των παικτών τους συμφώνησαν και σε ορισμένες αρκετά ενδιαφέρουσες τροποποιήσεις των κανονισμών, κάποιες από τις οποίες θα μπορούσαν να θεωρηθούν πρωτοποριακές, όπως τα τέσσερα 10λεπτα συνολικής διάρκειας, τα 8 δευτερόλεπτα για το πέρασμα της σέντρας σε κάθε επίθεση, την ελευθερία για οποιαδήποτε άμυνα, το τρίποντο κάπου στα 6.28 (για ανελέητους βομβαρδισμούς), αλλά και τη μη καταμέτρηση των φάουλ. Μπορούσες δηλαδή να κάνεις όσα φάουλ γούσταρες, όμως κάθε φάουλ σήμαινε βολές – άρα δεν συνέφερε, με τα παραδοσιακά ψηλά ποσοστά των κοντών από τη γραμμή.
Από την αρχή το WBL απευθύνθηκε σε άγονες γραμμές του αμερικάνικου μπάσκετ, σε πόλεις όπου δεν υπήρχαν ομάδες του NBA, επιδιώκοντας να καλύψει τα σχετικά κενά, ενώ πρωταρχικός σκοπός ήταν να τραβήξει και ένα κάποιο τηλεοπτικό κοινό λειτουργώντας off-season, ως summer league από Μάιο μέχρι Αύγουστο. Έτσι οι πρώτες ομάδες που υπόγραψαν τη συμμετοχή τους προερχόντουσαν από το Λας Βέγκας, το Γιάνγκσταουν (Οχάιο), το Γουόρτσεστερ (Μασαχουσέτη) και το Σπρίνγκφιλντ (Ιλινόι), ενώ ζεστά πήραν το θέμα και οι Καναδοί (Κάλγκαρι και Βανκούβερ, λίγο πριν από τους Γκρίζλις). Χρόνο με το χρόνο άρχισαν να μπαινοβγαίνουν ομάδες στο πρωτάθλημα, το οποίο έφτασε μάξιμουμ να διοργανωθεί με 11 κλαμπ (το 1991). Το 1990 έκαναν την εμφάνισή τους και οι Ρόκερς, μια ομάδα από το Μέμφις, με γενικό επικεφαλής τον Μπομπ Κούζι, θρυλικό 50s πλέι-μέικερ των Σέλτικς, ο οποίος κλήθηκε να δώσει λίγη από τη λάμψη του στο όλο εγχείρημα.
Ήταν το σύντομο διάστημα της επιτυχίας για το WBL, που θέλησε τότε να δικαιώσει τον τίτλο του, καθώς οι ομάδες πραγματοποιούσαν τουρνέ ανά την Ευρώπη, δίνοντας αγώνες (με συλλόγους ή ομάδες επίλεκτων και σπάνια με αντιπροσωπευτικές ομάδες, παρόλο που συλλήβδην και για λόγους εντυπωσιασμού οι περισσότερες ονομάζονταν «εθνικές»), σε διάφορες χώρες, από Βορρά (Φινλανδία, Νορβηγία) προς Νότο (Ιταλία, Ελλάδα-καλοδεχούμενα τα όποια στοιχεία) σε Δύση (Βέλγιο, Ολλανδία) και Ανατολή (Σοβιετική Ένωση και κατόπιν Ρωσία, Εσθονία, Ουκρανία). «Κάνουμε έφοδο στη διεθνή αγορά και ελπίζουμε σύντομα να έχουμε φτιάξει ξεχωριστές κατηγορίες σε Ευρώπη και Νότια Αμερική», δήλωνε με εύλογο ενθουσιασμό ο κομισάριος του WBL, Στιβ Έρχαρντ στο ξεκίνημα αυτής της απόπειρας επέκτασης. Τα αποτελέσματα μάλιστα από τις περιοδείες μετρούσαν στη βαθμολογία της λίγκας, αλλά δεν είχε και τόση σημασία, αφού ήταν σχεδόν όλα νικηφόρα, έστω κι αν οι Ευρωπαίοι αντίπαλοι έπαιζαν δίχως περιορισμούς στα ύψη! Όταν μια ομάδα all-stars του WBL εμφανίστηκε τα Χριστούγεννα του 1989 στην Ιταλία δίνοντας φιλικούς αγώνες με ομάδες επίλεκτων, αλλιώς μπουλούκια, της χώρας, πέτυχε σκορ (του τύπου 142-117 ή 146-124) που φούσκωσαν ακόμα περισσότερο τα μυαλά των υπεύθυνων του πρωταθλήματος. Ακόμα πιο σαρωτικές ήταν οι νίκες επί Βέλγων, Ολλανδών και άλλων στα Χριστουγεννιάτικα τουρνουά της Οστάνδης και του Χάαρλεμ.
Κάνοντας τον απολογισμό του από τις περιοδείες, ο Έρχαρντ δήλωνε καμαρωτός: «Όλοι αυτοί οι ψηλοί, αργοί τύποι δεν μπορούν να παρακολουθήσουν τους δικούς μας γρήγορους πιστολέρο. Ακριβώς λόγω του περιορισμού που έχουμε θέσει στο ύψος, οι παίκτες μας πρέπει να μάθουν να παίζουν σε όλες τις θέσεις, γκαρντ, φόργουορντ και σέντερ το ίδιο καλά. Όταν επισκεφτήκαμε τη Σοβιετική Ένωση (…), δεν μπορείτε να φανταστείτε τι εκπληκτικά πράγματα έκανε ο Αλφρέντικ Χιουζ (1.95 μ) απέναντι σε γίγαντες από 2.10 και πάνω». Με άλλα λόγια, «το μπάσκετ του Μάικ Ντ’ Αντόνι προτού ο Ντ’ Αντόνι κοουτσάρει κάποια ομάδα», όπως το έθεσε ο πολύπειρος κόουτς του NCAA, Γκρεγκ Γουόλκαβιτς.
Ο Έρχαρντ μάλιστα δεν δίστασε να πετάξει το γάντι και προς τον Σιζέφκσι, που τότε (1990) έφτιαχνε την τελευταία αμιγώς κολεγιακή αντιπροσωπευτική ομάδα των Η.Π.Α., για να συμμετάσχει στους Αγώνες Καλής Θέλησης του Σιάτλ και το Μουντομπάσκετ της Αργεντινής: «Σας λέω ότι η ομάδα που προσπαθεί να φτιάξει τώρα ο Σιζέφσκι δεν θα είχε καμία τύχη απέναντι στους δικούς μας, ειδικά από τη στιγμή που έχουμε πια και τη διεθνή εμπειρία». Πήγε μάλιστα το πράγμα λίγο παραπέρα, ανακαλώντας και το φιάσκο στους Ολυμπιακούς της Σεούλ: «αποκλείεται εμείς να πηγαίναμε χειρότερα», υπονοώντας ίσως κάποιες βλέψεις για το μέλλον. Παράλληλα έβγαζε και λίγο γλώσσα προς το ΝΒΑ: «Δεν καταλαβαίνω γιατί να θεωρείται το WBL μικρότερη λίγκα (minor league) (…) Προτιμούμε να χαρακτηριζόμαστε παγκόσμιοι πρωταθλητές μεσαίων κι εκείνοι (το ΝΒΑ) βαρέων βαρών, δίχως άλλες διακρίσεις». Το WBL πλήρωνε βέβαια πολύ μικρότερους μισθούς, γύρω στα 15-20 χιλ. $ την –έστω part-time- σεζόν, λίγο καλύτερους από το CBA (Continental Basketball Association), την άλλη minor league της εποχής, για παίκτες (ανεξάρτητα από ύψος) που ξέμεναν εκτός ΝΒΑ και αναζητούσαν μια ευκαιρία να τρυπώσουν εκεί. Αυτός ήταν ουσιαστικά και ο στόχος των κοντών του WBL, αρκετοί από τους οποίους βρήκαν κάποια συμβόλαια και λίγοι έχτισαν αξιόλογες καριέρες στο «βαρέων βαρών» πρωτάθλημα, με χαρακτηριστικότερη την περίπτωση του Τζον Σταρκς, σπουδαίου γκαρντ των Νιού Γιορκ Νικς στη δεκαετία του ΄90.
Δεν ξέρω πόσοι πραγματικά έχουν εικόνα από τις εμφανίσεις ομάδων του WBL στην Ελλάδα, από προσωπική μνήμη πάντως θυμάμαι τις αναφορές στο πρωτάθλημα των κοντών όταν ο Παναθηναϊκός έφερε –ως ομογενείς (!)- τους Τίιτ Σοκ και Άιβαρ Κούουσμα, που είχαν βοηθήσει τη Γιάνγκσταουν Πράιντ να κερδίσει τα πρωταθλήματα του 1989 και του 1990. Το WBL έχει μια ιδιαίτερη σύνδεση με τα τελευταία χρόνια της Σοβιετικής Ένωσης και τα πρώτα ανεξάρτητα της Εσθονίας, αφού πέρα από τους δύο κορυφαίους Εσθονούς παίκτες, έστειλε και τον Τζορτζ Τζάκσον από το Κάλγκαρι στο Ταλίν, τον πρώτο και μοναδικό Αφροαμερικανό που αγωνίστηκε στο (τελευταίο) σοβιετικό πρωτάθλημα. Συμπαίκτης με τους Σοκ και Κούουσμα στην Κάλεβ, ο Τζάκσον κατάφερε να σηκώσει την ύστατη σοβιετική κούπα, το 1991 (για πρώτη –και τελευταία- φορά στην ιστορία της Κάλεβ) αποκτώντας μυθικό στάτους στη μικρή χώρα της Βαλτικής, έστω κι αν παρέμεινε παντελώς άγνωστος έξω από αυτήν και έκλεισε την καριέρα του στα μέσα των 90s σε μια άσημη ομάδα του CBA από το Μίσιγκαν.
Το 1992 το WBL είχε ανεβάσει τον υψομετρικό πήχη στα 2μ (6.7 πόδια) και ενθουσίαζε κυρίως τους Καναδούς, που έψαχναν για καιρό τη δημιουργία μιας επαγγελματικής λίγκας. Ουσιαστικά η αντιπροσώπευση ήταν 50-50%, με 5 από τις 10 ομάδες να προέρχονται από τις Η.Π.Α. και τις υπόλοιπες από τον Καναδά. Σ’ εκείνη την 5η σεζόν έκανε πρεμιέρα η καναδέζικη ομάδα Χάμιλτον Σκάιχοουκς, συγκεντρώνοντας στην πρεμιέρα της το κοινό-ρεκόρ των 14.000 θεατών, τη στιγμή που οι υπόλοιπες ομάδες συγκέντρωναν με αξιοπρέπεια αρκετά λιγότερους, γύρω στις 4 με 5 χιλιάδες κατά μέσο όρο.
Παρά τον άνεμο αισιοδοξίας στη βόρεια πλευρά, στα νότια, κάπου προς το τέλος της κανονικής περιόδου του 1992, έσκασε το κανόνι: ο Μάικλ Μόνους, ιδρυτικό στέλεχος του WBL και της Γιάνγκσταουν Πράιντ και πρόεδρος του μεγάλου χορηγού, του πολύ επιτυχημένης τότε φαρμακευτικής αλυσίδας Phar-Mor από το Οχάιο, κατηγορήθηκε από τον Διευθύνοντα Σύμβουλο της ίδιας του της εταιρείας για υπεξαίρεση 20 εκ $ από τα ταμεία της. «Μαγείρευε τα βιβλία της Phar-Mor σαν σεφ, για τουλάχιστον τρία χρόνια» ανέφερε σε σχετικό άρθρο του ένα Newseek της εποχής, με τα χρήματα να πηγαίνουν ενμέρει για να μπαλώσουν τρύπες του WBL και ενμέρει σε ένα χλιδάτο λάιφ-στάιλ. Παράλληλα ο Μόνους μαγείρευε και τα οικονομικά του WBL, ορίζοντας ένα 60 % ως ποσοστό ιδιοκτησίας της λίγκας για κάθε μία από τις ομάδες, το οποίο αργότερα ανέβασε στο 80%, αφήνοντας μόνο το υπόλοιπο 20% στους τοπικούς παράγοντες. Η σύλληψή του σήμανε το τέλος τόσο της Phar-Mor, όσο και του WBL, οι ομάδες του οποίου άρχισαν να δηλώνουν διάλυση η μία μετά την άλλη, με πρώτες τις προερχόμενες από τις Η.Π.Α. Την 1η Αυγούστου του 1992, δηλώνοντας αδυναμία να καταβάλλει χρήματα στις ομάδες του, το WBL διακόπηκε, απότομα και οριστικά, προσθέτοντας την επωνυμία του στη μακρά λίστα –πλησιάζουν τις 100- με τις «νεκρές» αμερικάνικες μπασκετικές λίγκες.