«Η παρουσία του προσφυγόπουλου στην τάξη σημαίνει αρχικά το να εδραιώσει τη θέση του μέσα σ΄ αυτήν ως ισότιμο μέλος, στη συνέχεια να βρει τις ισορροπίες του και στο τέλος το να προσπαθήσει να αποκτήσει γνώσεις» τονίζει η Έφη Καγκάδη, καθηγήτρια σε τάξη υποδοχής προσφύγων στο Β’ Γυμνάσιο Λαυρίου. Συναντήσαμε την κα. Καγκάδη όταν αναζητήσαμε λεπτομέρειες βλέποντας την εκστρατεία ενημέρωσης, «Μαζί, για όλα τα παιδιά» της UNICEF, η οποία προβάλλει την αποτελεσματικότητα του σχολείου και των δραστηριοτήτων μη τυπικής εκπαίδευσης στην ταχεία και επιτυχή ένταξη των παιδιών – προσφύγων και μεταναστών στην ελληνική κοινωνία. Προφανώς και ο δρόμος προς την ένταξη των παιδιών αυτών δεν είναι…στρωμένος με ροδοπέταλα. Η πρωτοβουλία όμως είναι σημαντική και κυρίως φέρνει αποτελέσματα. Η κουβέντα μας άλλωστε με την Έφη Καγκάδη όχι μόνο το αποδεικνύει, αλλά κυρίως φέρνει στο προσκήνιο πτυχές που σπάνια περνούν από το μυαλό μας.
Τι σημαίνει για ένα παιδί ή έφηβο πρόσφυγα να παρακολουθεί μαθήματα στα ελληνικά; Η παρουσία ενός προσφυγόπουλου σε μια ελληνική τάξη σημαίνει την έναρξη μιας καινούριας πορείας στη γνώση και σε καινούριες νοοτροπίες. Σημαίνει την προσπάθειά την δική του και της οικογένειάς του να αποκτήσει σιγά σιγά μια ομαλότητα στη ζωή του και την ρουτίνα της καθημερινότητας. Όσο αυτό είναι δυνατόν.
Ποιες είναι οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει το παιδί στην παρακολούθηση μαθημάτων; Η παρουσία ενός προσφυγόπουλου στη σχολική τάξη σημαίνει για αυτό πολύ περισσότερα πράγματα από την εκμάθηση της γλώσσας και τη διδασκαλία των γνωστικών αντικειμένων. Όσον αφορά στο μάθημα των ελληνικών ως δεύτερη γλώσσα, ο μαθητής καλείται να αντεπεξέλθει στη διαφορετική δομή της γλώσσας που διαφέρει και από την αγγλική που πιθανόν γνωρίζει και στο γεγονός ότι η σχολική ύλη διδάσκεται σε μια ξένη προς αυτό γλώσσα. Επίσης, λόγω της μετακίνησής του, το πιο πιθανό είναι να έχει απομακρυνθεί από το σχολείο για κάποιο χρονικό διάστημα, έχοντας πολλά κενά που κάνουν την παρακολούθηση δυσκολότερη. Επειδή οι καθηγητές δεν είναι συνηθισμένοι να ψάχνουν εναλλακτικούς τρόπους προσέγγισης των μαθητών και μετάδοσης της γνώσης συχνά ο πρόσφυγας μαθητής παραμελείται μέσα στην τάξη.
Το προσφυγόπουλο έχει να αντιμετωπίσει καταστάσεις που δεν ισχύουν για το μέσο ελληνόπουλο, π.χ. το να προέχουν άλλες υποχρεώσεις από το σχολείο ή το να αλλάζει συχνά περιβάλλον. Αυτά τα πράγματα κουράζουν τον μαθητή πρόσφυγα, ο οποίος μπορεί να απομονώνεται μέσα στην τάξη ή να παραιτείται από το σχολείο. Επίσης πρέπει να εξοικειωθεί με τη νοοτροπία της χώρας που ζει για να αποφύγει τις πολιτισμικές παρεξηγήσεις.
Άρα, η παρουσία του προσφυγόπουλου στην τάξη σημαίνει αρχικά το να εδραιώσει την θέση του μέσα σ΄αυτήν ως ισότιμο μέλος, εν συνεχεία να βρει τις ισορροπίες του και στο τέλος το να προσπαθήσει να αποκτήσει γνώσεις.
Ποιος είναι ο ρόλος του καθηγητή στην εξέλιξη ενός προσφυγόπουλου; Πρέπει να είναι το σταθερό σημείο αναφοράς του πρόσφυγα μαθητή, όπως και κάθε μαθητή. Το σχολείο χρειάζεται τον καθηγητή σαν πολιτισμικό διαμεσολαβητή με τα προσφυγόπουλα. Κάθε προσφυγόπουλο, μέχρι να βρεθεί μέσα στην τάξη, έχει χρειαστεί να παρουσιάσει τον εαυτό του σε δεκάδες υπαλλήλους γραφείων και κρατικούς και κοινωνικούς λειτουργούς. Ο καθηγητής που θα το αναλάβει, πρέπει να μην είναι ένα ακόμα άτομο αυτής της αλυσίδας, αλλά να είναι ο οικείος δάσκαλος που θα εμπνεύσει σεβασμό και εμπιστοσύνη, ο μέντοράς του, ο δεύτερος γονιός που θα οδηγήσει το παιδί στα πρώτα βήματά του στον δυτικό κόσμο.
Υπάρχουν προγράμματα που εκπαιδεύουν τους καθηγητές για το πώς να αντιμετωπίζουν τα προσφυγόπουλα; Σιγά σιγά αρχίζουν να προσφέρονται στους εκπαιδευτικούς σχετικά προγράμματα. Τα περισσότερα βέβαια δίνουν έμφαση στο γλωσσοδιδακτικό μέρος κι εκεί υπάρχει μια σύγχυση γιατί χρησιμοποιείται ως μέτρο αναφοράς η διδασκαλία των ξένων γλωσσών όπως τη νοούμε στην Ελλάδα και η στοχοθεσία βασίζεται στο κοινό Ευρωπαϊκό πλαίσιο αναφοράς για τη διδασκαλία των ξένων γλωσσών. Στην εκπαίδευση προσφύγων όμως παρουσιάζονται προβλήματα που οφείλονται στις διαφορές των γλωσσών, στην ύπαρξη πραγματολογικών κενών, στο ανομοιογενές γνωστικό υπόβαθρο των μαθητών καθώς και στο μη υποστηρικτικό για τη μελέτη περιβάλλον στο οποίο, πολύ συχνά, ζει ο πρόσφυγας μαθητής. Δυστυχώς ο συνδυασμός γλωσσοδιδακτικής, κοινωνιολογικής, παιδαγωγικής και ιστορικής προσέγγισης σε ένα πρόγραμμα επιμόρφωσης είναι ένα δύσκολο έργο και φυσικά δεν υποκαθιστά την εμπειρία στο πεδίο, που λίγοι καθηγητές διαθέτουν, τουλάχιστον μέχρι αυτή τη στιγμή.
Υπάρχουν ωστόσο παραδείγματα παιδιών που τα πάνε πολύ καλά στο σχολείο, στα οποία θα θέλατε να αναφερθείτε; Στο σχολείο μας, στα έτη 2003-2018 που λειτουργούν Τάξεις Υποδοχής έχουν φοιτήσει πάνω από 400 πρόσφυγες μαθητές. Από αυτούς ελάχιστοι έφτασαν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Αυτό όμως οφείλεται κατά βάση στο γεγονός ότι ελάχιστοι έμειναν στην Ελλάδα μέχρι τη λήξη της σχολικής θητείας τους. Πολλοί μαθητές μας βέβαια σπουδάζουν ή μαθαίνουν ένα επάγγελμα σε κάποια ευρωπαϊκή χώρα. Άρα, το ελληνικό σχολείο γι’ αυτά τα παιδιά αποτέλεσε ένα σημαντικό μεταβατικό στάδιο κι αυτό είναι επιτυχία.
Πάντως ως επιτυχή παραδείγματα έχω να αναφέρω μαθητή μας που τελείωσε και την τριτοβάθμια εκπαίδευση και εργάζεται ως διερμηνέας, ανιθαγενή μαθητή που κατάφερε να σταθεί στοιχειωδώς μέσα στην τάξη ενώ στα 14 του χρόνια δεν είχε πάει ποτέ στο σχολείο, μαθητές που τελείωσαν το Γενικό Λύκειο ακολουθώντας κοινή πορεία με τους Έλληνες συμμαθητές τους. Κυρίως όμως, ως «μαθητές που τα πήγαν πολύ καλά στο σχολείο» θεωρώ τους μαθητές μας που εντάχθηκαν στο σχολείο και το βίωσαν ως ένα ασφαλές μέρος. Ίσως μάλιστα αυτά να αποτέλεσαν σημαντικότερη επιτυχία.
Θυμάστε κάποια χαρακτηριστική προσωπική σας εμπειρία; Σε μια συγκέντρωση γονέων, μίλησα για τη σημασία του σχολείου στην εξέλιξη των παιδιών, παροτρύνοντας τους γονείς να στέλνουν τα παιδιά στο σχολείο. Μετά τη συζήτηση με πλησίασε η μητέρα ενός 13 χρονου μαθητή μου Κουρδοσύριου, η οποία μου είπε με τη βοήθεια της διερμηνέως: «Πάντως εγώ κάθε μέρα που έρχεται ο Τζαμίλ στο σχολείο του γυαλίζω τα παπούτσια». Η μαμά ήταν 26 χρονών, έγινε μαμά στα 13 της και αυτός ήταν ο μόνος τρόπος που είχε να υποστηρίξει τα πρώτα βήματα του παιδιού της στη νέα του ζωή. Με γυαλισμένα παπούτσια. Τη λάτρεψα αυτή τη μαμά που η ίδια ήταν παιδί ακόμα, και ευχαρίστως θα την έπαιρνα στο σχολείο ως μαθήτριά μου.
Γενικά, πολλά παιδιά με έχουν αποκαλέσει ως τη δεύτερη μητέρα τους. Παλιά, είχαμε συνεργασία με τις κοινωνικές λειτουργούς του Κέντρου προσωρινής Διαμονής Αιτούντων Άσυλο Λαυρίου, η οποίες μας έλεγαν συχνά για το πόσο επηρέασε το σχολείο μας θετικά τα παιδιά στη συμπεριφορά τους.
Υπήρχαν και αρνητικά περιστατικά που θυμάστε; Ήταν σοκαριστικό για μένα ότι μαθητές που μέσα στην τάξη λειτουργούν όπως όλα τα παιδιά με τα γέλια τους και τις αταξίες τους, κάποια στιγμή μου είπαν ότι θα έλειπαν διότι έπρεπε να πάνε σε πορεία διαμαρτυρίας για το Αφρίν και μου έδειξαν βίντεο με τα σκοτωμένα παιδιά. Όταν τους είπα ότι δεν μπορώ να δω το βίντεο, ότι δε θέλω, τα ίδια παιδιά με αγκάλιασαν, με καθησύχασαν και με παρηγόρησαν ενώ κανονικά θα έπρεπε εγώ να είμαι αυτή που θα το έκανε αυτό. Κάθε παιδί και μια διαφορετική ιστορία. Πάντως, όπως και να είναι η ζωή του κάθε παιδιού, αυτό που σίγουρα δε θέλει ένα προσφυγόπουλο είναι η λύπηση. Άλλο κατανόηση και άλλο λύπηση. Πολλοί καλοπροαίρετοι άνθρωποι κάνουν αυτό το λάθος. Το «ελάτε να κλάψουμε όλοι μαζί παρέα που είστε πρόσφυγες» δε βοηθά κανέναν να συνεχίσει ομαλά τη ζωή του. Όταν το παιδί θελήσει να κλάψει γι’ αυτά που έζησε, θα μας βρει εκείνο.
Υπάρχουν επίσης μερικά πράγματα ακόμα που θα ήθελα να πω. Κάτι βασικό που πρέπει να αναφερθεί είναι το εξής. Όταν στο σχολείο μας ξεκίνησε η λειτουργία της Τάξης Υποδοχής, βασιστήκαμε στον νόμο για την εκπαίδευση αλλοδαπών που ήταν οικονομικοί μετανάστες του τέως ανατολικού μπλοκ, Κούρδοι και Τούρκοι πολιτικοί πρόσφυγες και παλλινοστούντες.
Το τωρινό θεσμικό πλαίσιο στοχεύει κυρίως –και σωστά- στην ένταξη των προσφύγων μαθητών, κυρίως από εμπόλεμες ζώνες, στην ελληνική κοινωνία, ωστόσο οι περισσότεροι από αυτούς προσβλέπουν στην μετεγκατάσταση σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα και την επανένωση με τις οικογένειές τους. Στο ελληνικό σχολείο όμως εξακολουθούν να φοιτούν και οικονομικοί μετανάστες που ζουν κάτω από τελείως διαφορετικές συνθήκες ζωής απ΄ότι οι πρόσφυγες και που έχουν διαφορετικούς στόχους σε σχέση με τη μόρφωσή τους. Το θεσμικό πλαίσιο κατά κάποιο τρόπο παραγκωνίζει αυτή την ομάδα μαθητών, αφού για να λειτουργήσει μια Τάξη Υποδοχής πρέπει να οριστούν Συνονιστές Εκπαίδευσης για κάποιο κέντρο φιλοξενίας, και να τοποθετηθούν καθηγητές – συνήθως όταν εγκριθεί ένα πρόγραμμα ΕΣΠΑ για την εκπαίδευση προσφύγων. Σαφέστατα αυστηρή προϋπόθεση για να αξιολογηθεί κάποια προσπάθεια είναι πρώτα αυτή η προσπάθεια να γίνει, και καλώς γίνονται όσα γίνονται. Ωστόσο, πέρα από την όποια ηθική ικανοποίηση βιώνουμε οι εμπλεκόμενοι στην εκπαίδευση προσφύγων, όταν κάποια στιγμή δούμε τα προσφυγόπουλά μας να λειτουργούν μέσα στο ελληνικό σχολείο όπως τα υπόλοιπα παιδιά, με τις ίδιες αντιδράσεις, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι όσο πιο ευέλικτο είναι ένα σύστημα και ένα σχήμα σε ένα σχολείο, τόσο περισσότερες δυνατότητες έχει να εξυπηρετήσει μαθητές με διαφορετικές ανάγκες.
Επίσης, ένα σημαντικό θέμα είναι ότι σε πολλά σχολεία επικρατεί σκεπτικισμός σε σχέση με την παρουσία προσφυγόπουλων. Κρίνοντας από το δικό μας σχολείο, με 16 συναπτά χρόνια λειτουργίας Τάξης Υποδοχής και αρμονικής συνύπαρξης ομάδων από διαφορετικό πολιτισμικό υπόβαθρο, μπορώ να πω ότι μέσα στο σχολείο, αν υπάρχει η διάθεση, είναι αρκετά εύκολο να λειτουργήσει η αρμονική συνύπαρξη. Μετά τη λήξη του σχολικού ωραρίου όμως σπάνια τα προσφυγόπουλα κάνουν παρέα με τα ελληνόπουλα. Ένας έφηβος πρόσφυγας σε σχέση με ένα παιδί προσφυγόπουλο έχει να αντιμετωπίσει παραπάνω προβλήματα και μια εφηβεία που έχει τελείως διαφορετική διάσταση απ’ ότι η εφηβεία στους δυτικούς πολιτισμούς.
Η εκστρατεία «Μαζί, για όλα τα παιδιά» στοχεύει να ευαισθητοποιήσει περαιτέρω σχετικά με τις προσπάθειες προσαρμογής και προόδου των παιδιών προσφύγων και μεταναστών στην Ελλάδα και να αναδείξει το ρόλο του σχολείου και των δραστηριοτήτων μη τυπικής εκπαίδευσης στην ταχεία και επιτυχή ένταξή τους στην ελληνική κοινωνία. Επιπλέον, επισημαίνει τη σημασία του ασφαλούς – δίχως αποκλεισμούς – περιβάλλοντος, στην καθημερινή ζωή τους και την ανάπτυξή τους.