«Θέλουμε οι νέοι να ξέρουν για τις ρίζες τους, τις ρίζες όλων των Ελλήνων. Είναι οι συνεχιστές μας. Όταν πεθάνουμε εμείς, ποιος θα ακολουθήσει; Δεν πρέπει να χαθεί η παράδοση.», λέει ο Σπύρος Πανάγος, ο ιδιοκτήτης του «Καφενείου των Μουσικών» στην οδό Σατωβριάνδου στην Ομόνοια.
Όταν έκλεισε το κλασικό δημοτικό στέκι στη οδό Μενάνδρου, μεταφέρθηκαν όλοι οι καλλιτέχνες στη Σατωβριάνδου, στο μέχρι τότε λαϊκό καφενείο, οπότε ξεκίνησε να δημιουργείται αυτό που βλέπουμε μέχρι και σήμερα: το στέκι των παλαιότερων και πλέον έμπειρων μουσικών της Ελλάδας.
Η (επι)στροφή των νέων στην παραδοσιακή και ρεμπέτικη μουσική τα τελευταία χρόνια-ακόμα κι αν οι όροι τούτοι αντιμετωπίζονται σκωπτικά από τους περισσότερους παλιούς μουσικούς- είναι γεγονός. Πηγαίνουν, όμως, σε αληθινά, γνήσια στέκια, όπως το Καφενείο; Ακούν την αυθεντική μουσική που δημιουργήθηκε και εξαπλώθηκε κάτω από συγκεκριμένες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες; Γνωρίζουν κορυφαία ονόματα της λαϊκής και της δημοτικής πίστας; Ή μήπως αρκούνται στα όσα παρουσιάζουν τα τηλεοπτικά προγράμματα και τα «μεζεδοπωλεία του Σαββατοκύριακου» για να θεμελιώσουν τη μουσική τους κουλτούρα ως ακροατών και ως πρωτοεμφανιζόμενων μουσικών;
Τρίτη 12/5, 12:50
Το μαγαζί μυρίζει αυθεντικότητα από χιλιόμετρα. Με την παλιά ταμπέλα, τα λιγοστά εξωτερικά του τραπέζια και το κλασικό μωσαϊκό στο πάτωμα. Στέκεται περήφανο σε έναν δρόμο κατακλυσμένο από επιχειρήσεις μεταναστών, όπου δεν περπατούν, πια, πολλοί Έλληνες. Μοιάζει μια συνοικία πολυπολιτισμική, ακούς δέκα διαφορετικές γλώσσες και μυρίζεις σκόρπιες μυρωδιές, ώσπου πλησιάζεις το νούμερο 29 και συναντούν τα μάτια σου και τα πνευμόνια σου όλη την Ελλάδα στριμωγμένη σε δυο ψηλούς τοίχους. Ο ένας καλυμμένος από καλλιτέχνες της λαϊκής μουσικής σκηνής και ο άλλος από της δημοτικής, πολλοί εκ των οποίων δε ζουν πια. Στο βάθος, αρκετά μουσικά όργανα όμορφα τοποθετημένα γύρω από μια κολλαριστή φουστανέλα.
Ο Πρόεδρος το «Συνδέσμου Μουσικών Αλληλοβοήθεια», Γιώργος Λυγκώνης , μουσικός κρουστών επίσης, στο μέσα μέσα τραπέζι είναι πρόθυμος να μας μυήσει. Δίπλα, ο Σπύρος Πανάγος, χρυσοχόος στο επάγγελμα και κάτοχος, πλέον, ενός μαγαζιού-κοσμήματος, μιλάει χωρίς περιστροφές. «Γεννήθηκα μες στις λάσπες της Σατωβριάνδου, την πονάω αυτή τη γειτονιά. Είχα το δίπλα μαγαζί, αλλά τα τελευταία τέσσερα χρόνια βρίσκομαι και εδώ μέσα, αμετακίνητος. Δεν προσδοκώ κέρδος, είναι η ζωή μου το Καφενείο, η καθημερινότητά μου. Άσε που είναι ένα ζωντανό μουσείο.» Λίγο αργότερα, μπαίνει ο Χρήστος Μανιάτης, μπουζούκι στη Στοά των Αθανάτων, άλλο ιστορικό στέκι. «Με τον ιδιοκτήτη της Στοάς είμαστε φίλοι και συνάδελφοι. Βεβαίως, είμαστε και ανταγωνιστές με τρόπο υγιή», λέει χαμογελώντας ο κυρ-Σπύρος.
Πριν ξεκινήσει η πρώτη μας κουβέντα, η κυρία Κούλα, η γυναίκα του ιδιοκτήτη, μου φέρνει αχνιστό και νόστιμο-επιτέλους-ελληνικό καφέ από το μπρίκι. «Περνάει από δω μέσα κόσμος που κρύβει μυστήριο. Πόσες φορές μπαίνουν άνθρωποι και κάνουν το σταυρό τους, ξέρεις;» εξηγεί ο Πανάγος, ενώ προβαίνει και σε μία αποκάλυψη: «Έχω φυλαγμένο το σκουφί της Σωτηρίας Μπέλλου. Ένα φεγγάρι, παίζαμε χαρτιά μαζί, μου ζήταγε να την πάω να παίξει, γιατί πίστευε ότι είχε ρέντα. Έχανε και θύμωνε και με κατηγορούσε! Αξέχαστη η Μπέλλου σε όλα της…»
Ακούγεται ένα σκληροπυρηνικό άσμα, γραμμένο ειδικά για το Καφενείο των Μουσικών. Ηχογραφήθηκε πριν δύο χρόνια σε μουσική και στίχους Νίκος Πατσαβού. Τραγουδά ο Μάνος Παπαδάκης.
Σάββατο 16/5, 11:00
Κατάμεστο μέσα κι έξω. Ένα σκεπτικό κλαρίνο (του Βασιλόπουλου) δροσίζει το ζεστό πρωινό στο κέντρο της Αθήνας. Ο ήχος του φτάνει ως το βάθος του Καφενείου, όπου κάθονται τρεις φίλοι: ο Παναγιώτης Τούντας, παλιός μαιτρ του κλαρίνου, ο Άγγελος Κοτσικώνας, κοσμογυρισμένος τραγουδιστής και ο Νίκος Καρατάσος, από τα καλύτερα σαντούρια. Ζητώ να μιλήσουν για ό, τι θυμούνται πιο έντονα από την εποχή που σάρωναν στα μουσικά σανίδια. Ο κύριος Καρατάσος, για τη ζωή και το έργο του οποίου γράφτηκε πρόσφατα βιβλίο, ξεκινά. «Είμαι στο πάλκο από το 1944. 13 χρονών ήμουν και οι Γερμανοί μού ζήταγαν να παίξω κανένα τραγουδάκι με το σαντούρι μου. Στα 18 μου, με έφερε ο παππούς μου από την Κοκκινιά στην Αθήνα. Από τότε, έχω γυρίσει όλη την Ελλάδα και όλον τον κόσμο: Ινδία, Αμερική, Αυστραλία, Αγγλία. 995 ώρες πτήση! Δεν έχω να ζηλέψω τίποτα από κανέναν καπετάνιο και αεροπόρο! Έχω πάει στο εξωτερικό με 180 κλαρίνα συνολικά. Έχω παίξει σε θέατρο στη Νέα Υόρκη που ήταν μέσα ο Κέννεντυ. Άλλη φορά, είχα παίξει για την Ίντιρα Γκάντι, που ήταν και ομορφογυναίκα… Είμαι τυχερός γιατί έχω μαζέψει 180 καλημέρες από τους καλύτερους μουσικούς κι αυτό μού αρκεί.»
«Στο εξωτερικό αγκάλιαζαν με μεγάλη αγάπη το δημοτικό και το λαϊκό τραγούδι. Είναι κάτι που τους έλειπε και τους λείπει. Το νοσταλγούν τα μέσα τους», παρεμβαίνει ο κύριος Τούντας.
Γιατί, όμως, τα δημοτικά δεν έχουν τη δημοτικότητα που δικαιούνται εκτός πανηγυριών ας πούμε; Ακόμα και ένας άσχετος με το ρεμπέτικο τραγούδι Έλληνας που θα ακούσει τα ονόματα Μάρκος Βαμβακάρης ή Βασίλης Τσιτσάνης, θα καταλάβει κάτι. Το δημοτικό γιατί δεν έχει εδραιωθεί ανάλογα στη συλλογική συνείδηση;
Ο Νίκος Καρατάσος απαντά: «Κάποτε η Λιάνα Κανέλλη σε μια ραδιοφωνική της εκπομπή παρουσίαζε δημοτικά τραγούδια και μού έκανε συνέντευξη. Της είπα ότι για την κατάντια της δημοτικής μουσικής έχει ευθύνη το Υπουργείο Πολιτισμού, τα κανάλια, αλλά και οι ίδιοι οι μουσικοί που συχνά μπερδεύουν το αυθεντικό δημοτικό με το γύφτικο. Κάτι που έχει συμβεί ακόμα και στο λαϊκό τραγούδι, μπολιασμένο υπερβολικά πλέον με ανατολίτικες νότες. Το 1997 γυρνάω από Πορτογαλία με άλλους μουσικούς και βρισκόμαστε στο ίδιο αεροπλάνο με τον Βενιζέλο, Υπουργό Πολιτισμού τότε. Μας είπε ότι μας απόλαυσε πολύ. Μάλιστα, του είπαμε, μας απολαύσατε, αλλά εσείς οι Υπουργοί Πολιτισμού κάνετε όλοι τα ίδια λάθη και παραμελείτε τη δημοτική μουσική. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι είναι πιο εύκολο να το προωθήσεις , έχουν ως είδη μεγαλύτερη πρόσβαση στα μέσα. Οι καλοί λαϊκοί καλλιτέχνες μείναν πιστοί στο είδος τους, αμετακίνητοι. Εμείς, οι δημοτικοί μουσικοί δεν πουλήσαμε καλά τη δουλειά μας, αλλοιώνοντάς τη, εξαιτίας συχνά των εργοδοτών μας. Μας ζητούσαν και ζητούν ακόμα , δηλαδή, να ξέρουμε τραγούδια που μοιάζουν με δημοτικά, αλλά δεν είναι. Κι εμείς, πώς να αρνηθούμε; Αλλιώς, βγαίνουμε από το περίφημο κύκλωμα και χάνουμε δουλειές.»
«Κι αν είχαμε δουλειές κάποτε, λέει!», συνεχίζει ο Παναγιώτης Τούντας, που δεν παίζει πια το κλαρίνο του. «Εγώ 40 χρόνια κοιμόμουνα δυο ώρες την ημέρα. Αυτό μου έμεινε συνήθεια και, πια, αν δεν πιω ένα χαπάκι το βράδυ δεν με πιάνει νύστα.»
«Με αυτή τη δουλειά τρώγαμε το ψωμί μας, κάναμε οικογένειες. Με τη μουσική. Μια δουλειά ζόρικη, που σε θέλει συνεχώς εργατικό και προσεκτικό, να μη χάνεις τις μουσικές εξελίξεις, να μη στερείσαι, όμως, και σημαντικών γνώσεων», προσθέτει ο Άγγελος Κοτσικώνας.
Αναρωτιέμαι αν το δημοτικό τραγούδι διαθέτει κάποιο πολιτικό ή κοινωνικό στίγμα. Ομόφωνο το όχι. Ο κύριος Κοτσικώνας λέει «Η μεταπολίτευση τα έβαλε αυτά στον κόσμο και διέλυσε ολόκληρα συγκροτήματα. Το τραγούδι με το Γρίβα και το βασιλιά αναφέρεται στο 1821 και όχι στο κυπριακό, όπως νομίζουν ή θέλουν να νομίζουν κάποιοι.» Όλοι συμφωνούν ότι οι ακροατές της μουσικής τους ήταν από όλες τις πολιτικές παρατάξεις και ενωμένοι γλεντούσαν. «Το δημοτικό τραγούδι υμνεί τη φύση, την αγάπη, συχνά έχει χιούμορ και ποτέ δε χρειάστηκε να λογοκριθούν στίχοι του. Στη μουσική βρίσκεται το ζουμί, άλλωστε!»
Εκείνη τη στιγμή, μπαίνει στο μαγαζί ο τακτικότερος των τακτικότερων Γιώργος Λυγκώνης. Στο τραπέζι του κάθεται και ο δημοτικός τραγουδιστής και γραμματέας του Σωματείου, Ηλίας Οικονόμου, που μας χαρίζει και ένα Cd με τραγούδια του.
Μια μικρή, χρήσιμη παρέκβαση. Η εποχή του Τσιτσάνη, ήταν αυτή που ακολούθησε αμέσως μετά την λογοκρισία του Μεταξά. Έτσι, οι βοηθημένες από τη Ρόζα Εσκενάζυ καλλιτέχνιδες, ξεκίνησαν μέσω του Επαγγελματικού Σωματείου “Αλληλοβοήθεια”, που τις οδηγούσε πρώτα να εγγραφούν και ύστερα να μπορούν να ηχογραφούν τραγούδια με τον Τσιτσάνη. Το σωματείο των καλλιτεχνών μουσικών ιδρύθηκε το 1928, με τον διακριτικό τίτλο: “Σύλλογος Μουσικών Αθηνών-Πειραιώς “Η Αλληλοβοήθεια”, με πρώτη έδρα στην Πλατεία Βάθη, η οποία μεταφέρθηκε αργότερα στο καφενείο Μικρά Ασία της οδού Αθηνάς. Η αμοιβαία υποστήριξη μεταξύ των μελών και οι απαλλαγές από τη βαριά φορολόγηση ήταν δύο βασικοί σκοποί του σωματείου, με 800 μέλη μόνο στην Αθήνα. Το 1963, σωματείο και στέκι μεταφέρονται στο Καφενείο των Μουσικών, επί των οδών Αγίου Κωνσταντίνου και Μενάνδρου.
«Το Σωματείο των Μουσικών παλαιότερα έδινε δουλειές σε ανθρώπους, οργάνωνε συναυλίες… Τώρα, πάμε σε δημάρχους και μας λένε ότι αν θέλουμε να παίξουμε, ας το κάνουμε δωρεάν. Άσε που τα περισσότερα μέλη έχουν φύγει από τη ζωή ή από το επάγγελμα οπότε αυτομάτως μειώνονται συνεχώς τα έσοδά μας. Όσο για το Καφενείο των Μουσικών, είναι ο τόπος συνάντησης των μουσικών. Έχει μέσα όλα τα όργανα που μπορείς να φανταστείς. Καθένας μπορεί να πάρει και να παίξει.»
Και τι γίνεται με τις γυναίκες; Αφού και οι γυναίκες τραγουδάνε και παίζουν μουσική, γιατί απουσιάζουν; Διερωτώμαι, μην έχοντας δει καμία μέχρι στιγμής.
Ο Πρόεδρος απαντά ότι ανέκαθεν υπήρχαν γυναίκες στα πάλκα, ομορφαίνοντάς τα. «Είναι λάθος να τις παραγκωνίζουμε και να τις υποτιμούμε. Και άντρας να’ σαι και γυναίκα μουσικός, πρέπει να έχεις σεβασμό. Όσο για τα νέα κορίτσια, προτιμούν να οδηγηθούν σε άλλα είδη τραγουδιού. Το δημοτικό τραγούδι είναι δύσκολο στην ερμηνεία, δεν αρκεί μια καλή εμφάνιση. Από τις γνωστές ως λαϊκές τραγουδίστριες, δύο μπορούν να απογειώσουν και το δημοτικό τραγούδι: η Βιτάλη και η Αλεξίου»
Ο κύριος Πανάγος λέει ότι τις δουλειές με τις γυναίκες τραγουδίστριες τις κλείνουν τηλεφωνικώς και σπάνια έρχονται στο Καφενείο. Λογικό, γιατί πρόκειται για έναν χώρο παραδοσιακά χωρίς, βέβαια, να απαγορεύει την είσοδο σε κανένα. Ο ιδιοκτήτης θεωρεί ότι μόλις παρέλθει η κρίση, το δημοτικό και λαϊκό τραγούδι θα ξαναβρούν το δρόμο τους, θα ξανανιώσουν. «Είναι σημαντικό που το μαγαζί τούτο, ένα μέρος θρυλικό και μοναδικό, γεμίζει κάθε μέρα. Αλλά, καιρός να αρχίζει να γεμίζει και με νεότερους, που, φυσικά, πρέπει να ξέρουν πού έρχονται και τι είναι εδώ μέσα. Στον χώρο αυτόν, χόρεψε ο Βαμβακάρης, ήπιε το ούζο της η Ρόζα και, βέβαια, ακόμα έρχονται διάσημοι καλλιτέχνες, όπως ο Γιώργος Μαργαρίτης.»
Στην όαση που λέγεται «Το Καφενείο των Μουσικών» θα ανταμώσουμε σίγουρα πάλι. Δεν ξέρω αν θα βάλουμε στα ακουστικά μας κλαρίνα και νταούλια, αλλά είμαι σίγουρη ότι την επόμενη φορά που θα ακούσουμε δημοτικά άσματα, θα σταθούμε λίγο προσεκτικότερα πάνω τους. Ευχαριστούμε, μουσικοί που διατηρείστε ακμαίοι κι ευγενείς. Ευχαριστούμε , κύριε Πανάγο με το Καφενείο σου που ζεσταίνει τις καρδιές μας.
Τζέντλεμεν με κλαρίνα στην καρδιά της Αθήνας