pop_spanoulis_2
 

Στέφανος Τριαντάφυλλος

Τα “Mind Games” του Παναθηναϊκού απέναντι στον Σπανούλη, όρο που δεν αποδέχεται βέβαια ο εμπνευστής Αργύρης Πεδουλάκης, αποτελούν τη σύγχρονη εκδοχή των “Jordan Rules” που είχε καθιερώσει ο Τσακ Ντέιλι, κάποτε προπονητής των Ντιτρόιτ Πίστονς για να σταματήσει το νούμερο 23 των Μπουλς. Μια σειρά από κανόνες και μια αγωνιστική φιλοσοφία χτισμένη μόνο για ένα στόχο: σταματήστε στον Σπανούλη. «Δεν είναι mind games. Είναι μια καλά σχεδιασμένη τακτική. Αν ήταν εύκολο, θα το έκαναν όλοι οι προπονητές στην Ευρώπη», φώναζε ο Πεδουλάκης σε ένα ξέσπασμα του, το οποίο όμως μαρτυρά τη μισή αλήθεια. Ίσως και λιγότερη, αφού όπως αποδείχτηκε από την «σκιά» του Σπανούλη που είδαμε στους φετινούς τελικούς (αλλά και από τις μυστηριώδεις δηλώσεις του μετά το τέλος του ματς), το πρόβλημα δεν είναι τόσο αγωνιστικό, όσο κυρίως ψυχολογικό.

Η άμυνα του Παναθηναϊκού στηρίχτηκε όπως και κάθε άμυνα που σέβεται τον εαυτό της στο πανάρχαιο μπασκετικό δόγμα: μην αφήσεις τον αντίπαλο να κάνει αυτό που του αρέσει. Όταν μιλάμε για παίκτες όπως ο Σπανούλης, ο Διαμαντίδης, ο Ναβάρο, ή ο Σέρχιο Ροντρίγκεθ, δεν υπάρχει εύκολος δρόμος, παρά μόνο η επιλογή του δηλητηρίου. Ενώ ο Ολυμπιακός στη δική του τακτική προσπαθεί να υποχρεώσει τον Διαμαντίδη να βάλει τη μπάλα στο παρκέ και να σκοράρει (παρά να πασάρει), ο Παναθηναϊκός έχει ως απαράβατη αρχή να σταματήσει τις διεισδύσεις του Σπανούλη. Ποντάρει, δηλαδή, στο γεγονός ότι ο αρχηγός των ερυθρολεύκων είναι ένας άκρως επιθετικός παίκτης, που του αρέσει να περνάει, να τρυπάει δηλαδή την άμυνα και να δημιουργεί ρήγματα στην καρδιά της ρακέτας. Επίσης το σχέδιο των πρασινων βασίστηκε και στο χαρακτηριστικό του ότι το «καλό του» δεν είναι το 1 εναντίον 1, αλλά οι καταστάσεις πικ-εν-ρολ (να δέχεται δηλαδή σκριν ενώ έχει την μπάλα).

Ο Παναθηναϊκός δεν ξέφυγε ιδιαίτερα από την γενικότερη φιλοσοφία του σε ότι αφορά την αναχαίτιση του Σπανούλη. Η άμυνα με αλλαγές ήταν εξάλλου η αγαπημένη του Αργύρη Πεδουλάκη όλη τη χρονιά, μια άμυνα που την είχε δομήσει με κανόνα το «γεμίζουμε τη ρακέτα» και είχε υποστηρίξει με την παρουσία ψηλών που μπορούν να μαρκάρουν μακριά από το καλάθι (Γκιστ, Λάσμε – τη σεζόν που τελείωσε και με Φώτση) και μεγαλόσωμους περιφερειακούς που μπορούν να σπρώξουν μες στη ρακέτα (Μπράμος, Ούκιτς, Διαμαντίδης, Ματσιούλις).

Στα ματς απέναντι στον Ολυμπιακή η άμυνα του Παναθηναϊκού εξελίχθηκε με δύο τρόπους: ο Διαμαντίδης, που είχε υπό την εποπτεία του τον Βαγγέλη Μάντζαρη ή κάποιον παίκτη που δεν σουτάρει από μακριά π.χ. τον Λο, έπαιζε το ρόλο του λίμπερο. Εμφανιζόταν δηλαδή σε κάθε διάδρομο που έβρισκε -τελικά- με κόπο ο Σπανούλης, βάζοντας του έναν ακόμη πονοκέφαλο. Μετά τη σειρά του Παναθηναϊκού με τη Μπαρτσελόνα προστέθηκε και το τρικ με τον Γκιστ. Ο Αμερικανός, δηλαδή, ξεκινούσε να μαρκάρει τον Σπανούλη σε όλο το γήπεδο, δίνοντας έτσι τη δυνατότητα για πιο «αναίμακτες» αλλαγές κοντά στο καλάθι, αφού μετά το σκριν στη μπάλα, ο Λάσμε αναλάμβανε τον «κοντό» και ο Γκιστ τον εκάστοτε ψηλό. Παράλληλα ο Ματσιούλις (που είναι ένας αργός πλην δυνατός φόργουορντ) έπαιζε άμυνα στο εκάστοτε 4άρι του Ολυμπιακού, επαναφέροντας την ισορροπία στα μαρκαρίσματα.

Ο Παναθηναϊκός οπότε κατάφερε έτσι: α) να βάλει πρόβλημα στον Ολυμπιακό που είναι μια κατ’ εξοχήν πικ-εν-ρολ ομάδα, β) να εκμεταλλευτεί τα φτωχά ποσοστά ευστοχίας των ερυθρόλευκων από την περιφέρεια και γ) την έλλειψη παιχνιδιού με πλάτη στο καλάθι στο επιθετικό ρεπερτόριο της ομάδας του Γιώργου Μπαρτζώκα.

Ο Σπανούλης που έβρισκε έτσι απέναντι του έναν όμιλο παικτών (όταν κατάφερνε να νικήσει με ντρίμπλα έναν γρήγορο ψηλό όπως ο Λάσμε) αναγκαζόταν μετά από ένα σημείο να κάνει πολλές ντρίμπλες και να χτυπάει αυτά τα mismatch με back-step τρίποντα σαν αυτό που πέτυχε φέτος στο ευρωπαϊκό παιχνίδι των αιωνίων στο ΣΕΦ. Εκεί έδωσε στην ομάδα του τη νίκη, αλλά τις περισσότερες φορές, όμως, αυτά δεν έβρισκαν στόχο.

 
 
Ο Γιώργος Μπαρτζώκας την ίδια στιγμή προσπαθούσε με διάφορους τρόπους και τακτικές να αναστρέψει αυτή την κατάσταση. Τον έβγαλε εκτός (ματς πρωταθλήματος φέτος στο ΣΕΦ), έβαλε στο επιθετικό παιχνίδι της ομάδας τη διάσταση των σκριν μακριά από τη μπάλα, προσπάθησε να χτυπήσει τα mismatch μες στο καλάθι (3ος τελικός), έδωσε low-post προσανατολισμό (2ος τελικός) στην ομάδα του. Ο Σπανούλης, όμως, σε αυτό το διάστημα σταμάτησε να είναι επιθετικός. Έγινε παθητικός. Και συμβατικός. Έπαθε αυτό που οι ποδοσφαιρικοί αποκαλούν φαινόμενο «Νιόπλιας» (ο θρύλος λέει ότι ο Νιόπλιας δεν έκανε ποτέ πάσα πιο μακριά από τα 2 μέτρα).
 
Σιγά-σιγά τα κακά παιχνίδια άρχισαν να γίνονται κανόνας και όχι εξαίρεση για τον Σπανούλη, που δυσκολευόταν να διαχειριστεί αυτή την πίεση που του έβαζε τόσο η άμυνα του Παναθηναϊκού, όσο και ο κόσμος του Ολυμπιακού που άρχισε να αμφισβητεί τις ικανότητες του. Εξού και το ξέσπασμα του «δεν ακούω» μετά από το νικητήριο καλάθι του στο Φάληρο. Πολλοί πίστεψαν ότι αυτό το σουτ θα ξεκλείδωνε την χαμένη του αυτοπεποίθηση, κάτι που δεν έγινε ποτέ. Στο 4ο και στο 5ο παιχνίδι της φετινής σειράς των τελικών, παρουσιάστηκε φανερά επηρεασμένος. Ακόμη και όταν εκτελούσε βολές τα μάτια του πρόδιδαν την συναισθηματική του κατάσταση. Ήταν φανερό ότι ο μεγαλύτερος νικητής του ευρωπαϊκού μπάσκετ, ένας παίκτης που δεν φοβήθηκε ποτέ καμία άμυνα και κανέναν αντίπαλο, είχε λυγίσει. 

Σπανούλης χωρίς αυτοπεποίθηση δεν είναι Σπανούλης. Έτσι έφτασε στην κορυφή της Ευρώπης. Χάρις σε αυτό το χαρακτηριστικό του. Όταν την βρει τα «αιώνια ντέρμπι» δεν θα είναι τα ξανά τα ίδια.

Ο Στέφανος Τριαντάφυλλος σας τα εξηγεί τόσο όμορφα, γιατί εκτός από αρχισυντάκτης στο Sport 24 είναι και προπονητής μπάσκετ.

Στην επόμενη σελίδα, ο Βασιλης Παπανδρεόυ εμβαθύνει στο προσωπικό και «συλλογικά Ολυμπιακό» ψυχολογικό πρόβλημα. Και πιστεύει ότι αν υπάρχει που μπορεί να βγει από τέτοιο πηγάδι, αυτός είναι μόνο ο Kill Bill