Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
Κλείσιμο σε 10 δευτερόλεπτα..
Κλείσιμο
popaganda
popagandaΙΣΤΟΡΙΕΣ

Το παιδικό τραύμα σε πρώτο πρόσωπο

Ένα συγκλονιστικό κείμενο του Junot Díaz στο New Yorker που χρειάζεται γερό στομάχι για να το διαβάσετε.
Επιμέλεια: Άννα Καπερνέκα

Χ.,

Την περασμένη εβδομάδα επέστρεψα στο Amherst. Έχουν περάσει χρόνια από την τελευταία φορά που ήμουν εκεί, τότε που συναντηθήκαμε. Ήλπιζα ότι θα εμφανιζόσουν ξανά. Σε έψαξα, αλλά δεν εμφανίστηκες. Θυμάμαι ότι ανέφερες τη Νέα Υόρκη στα λίγα λεπτά που μιλήσαμε, έτσι υποψιάζομαι ότι είχες ξαναμετακομίσει εκεί ή ίσως ήσουν απασχολημένος ή δεν ήξερες ότι ήμουν στην πόλη. Έχω μια ξεκάθαρη ανάμνηση από εσένα, να περιμένεις στην ουρά, χωρίς να μιλάς σε κανέναν. Υπέθεσα ότι θα μου ζητούσες να διαβάσω ένα χειρόγραφο ή να σε βοηθήσω να βρεις έναν ατζέντη, αλλά αντίθετα με ρώτησες για τη σεξουαλική κακοποίηση που ανέφερα στα βιβλία μου. Ρώτησες, ήσυχα, αν μου είχε συμβεί.

Έμεινα έκπληκτος.

Εύχομαι να σου είχα πει την αλήθεια τότε, αλλά ήμουν πολύ φοβισμένος για να πω κάτι. Πολύ φοβισμένος, πολύ αφοσιωμένος στη μάσκα μου. Απάντησα με υπεκφυγές. Και αυτό ήταν. Υπέγραψα τα βιβλία σου. Σκέφτηκες ότι θα έλεγα κάτι και όταν δεν το έκανα, φάνηκες απογοητευμένος. Αλλά περισσότερο, φαινόσουν εγκαταλελειμμένος. Θα μπορούσα να έχω πει κάτι, αλλά εν τέλει στράφηκα στον επόμενο στη σειρά και χαμογέλασα. Από τη γωνία του ματιού μου σε παρακολούθησα να σηκώνεις το σακίδιο σου, σιγά-σιγά να μαζεύεις τα βιβλία σου και να φεύγεις. Όταν οι υπογραφές τελείωσαν, δεν θα μπορούσα να έχω φύγει πιο γρήγορα από το Amherst, από εσένα και την ερώτησή σου. Έτρεξα, όπως τρέχω πάντα. Σαν ο ίδιος ο θάνατος να με κυνηγούσε. Για μερικές μέρες, ανησυχούσα. Ανησυχούσα ότι είχα προδοθεί. Και τότε τα γνώριμα αντανακλαστικά της λήθης επανήλθαν. Τα κατέπνιξα όλα, τα έθαψα. Όπως πάντα.

Ποτέ δεν ξέχασα πραγματικά. Ούτε τον διάλογό μας ούτε την απογοήτευσή σου. Πως βγήκες έξω από την αίθουσα με τους ώμους σου κρεμασμένους.

Το ξέρω ότι έχουν περάσει τς χρόνια, αλλά λυπάμαι που δεν σου απάντησα. Λυπάμαι που δεν σου είπα την αλήθεια. Λυπάμαι για σένα, και λυπάμαι για μένα. Και στους δύο θα μπορούσε να φανεί χρήσιμη αυτή η αλήθεια. Θα μπορούσε να με σώσει (ίσως και εσένα) από τόσα πολλά. Αλλά φοβόμουν. Εξακολουθώ να φοβάμαι αλλά θα μιλήσω ούτως ή άλλως, γιατί, όπως μας δίδαξε η Audre Lorde, η σιωπή μου δεν θα με προστατεύσει.

Χ.,

Ναι, μου συνέβη.

Βιάστηκα όταν ήμουν οκτώ χρονών. Από έναν ενήλικα που πραγματικά εμπιστευόμουν.

Αφού με βίασε, μου είπε ότι έπρεπε να επιστρέψω την επόμενη μέρα αλλιώς θα είχα “πρόβλημα”.

Και επειδή ήμουν τρομαγμένος και μπερδεμένος, επέστρεψα και με ξαναβίασε.

Ποτέ δεν είπα σε κανέναν τι συνέβη, αλλά σήμερα θα πω σε εσένα.

Και σε όποιον άλλο ενδιαφέρεται να ακούσει.

Αυτός ο βιασμός. Δεν υπάρχουν αρκετές σελίδες στον κόσμο για να περιγράψω τι μου έκανε. Ολόκληρος ο πλανήτης θα μπορούσε να είναι το μελανοδοχείο μου και ακόμα δεν θα ήταν αρκετό. Αυτό το πράγμα έσπασε τον πλανήτη μου στη μέση, με έβγαλε εντελώς εκτός τροχιάς, μέσα στις σκοτεινές περιοχές του διαστήματος όπου η ζωή δεν είναι δυνατή. Μπορώ να πω, αληθινά, ότι αυτό με κατέστρεψε. Όχι μόνο οι βιασμοί αλλά όλα τα επακόλουθα: η αγωνία, η πικρία, η αυτοκαταστροφή, η ναυτία, η απελπισμένη ανάγκη να το κρατήσω κρυφό. Μου χάλασε την παιδική μου ηλικία, την εφηβεία μου. Μου χάλασε όλη μου τη ζωή. Περισσότερο από το ότι είμαι Δομινικανός, περισσότερο από το ότι είμαι μετανάστης, περισσότερο, ακόμη και από την ύπαρξη αφρικανικής καταγωγής, με καθόριζε ο βιασμός μου. Ξόδεψα περισσότερη ενέργεια προσπαθώντας να ξεφύγω από αυτό παρά ενέργεια για να ζήσω. Ήμουν μπερδεμένος γιατί δεν πάλεψα, γιατί είχα στύση ενώ με βίαζε, τι έκανα για να το αξίζω. Και πάντα φοβόμουν – φοβόμουν ότι ο βιασμός με είχε «καταστρέψει». φοβόμουν ότι θα με ανακάλυπταν, φοβόμουν. Οι «πραγματικοί» Δομινικανοί άντρες, εξάλλου, δεν βιάζονται. Και αν δεν ήμουν ένας «πραγματικός» Δομινικανός άντρας, δεν ήμουν τίποτα. Ο βιασμός με απέκλεισε από τον ανδρισμό, από την αγάπη, από τα πάντα.

Το παιδί που ήμουν πριν -δεν μπορώ να το θυμηθώ. Το τραύμα είναι ένας χρονοταξιδιώτης, ένας ουροβόρος που γυρνάει και καταβροχθίζει ότι υπήρξε πριν. Παραμένουν μόνο θραύσματα. Θυμάμαι να μου αρέσουν οι κώδικες, η Εγκυκλοπαίδεια Brown, τα παστέλ και να περπατάω μακρινές αποστάσεις σε μία προσπάθειά μου να μάθω τι υπήρχε πέρα από τη δική μου γειτονιά στο New Jersey. Τα βράδια είχα τα πιο ζωντανά όνειρα, για το Star Wars και για τη ζωή μου στη Δομινικανή Δημοκρατία, στην Άσουα, τον δικό μου πλανήτη Τάτουιν. Μόλις είχα αρχίσει να γνωρίζω τον νέο αγγλόφωνο εαυτό μου, να γίνομαι φίλος του- και τότε εξαφανίστηκε.

Όχι άλλα διαστημικά όνειρα, όχι άλλη Άσουα, όχι άλλο εγώ. Μόνο μια διαρκής αίσθηση λάθους και η αβάσταχτη ανάμνηση της βίαιης διείσδυσης.

Στα έντεκα, υπέφερα ήδη τόσο από κατάθλιψη όσο και από ανεξέλεγκτη οργή. Στα δεκατρία, δεν μπορούσα πια να κοιτάζω τον εαυτό μου στον καθρέφτη -και τις λίγες φορές που κατά λάθος κοιταξα την αντανάκλαση μου, αναπήδησα σαν να με είχε τσιμπήσει τσούχτρα στο πρόσωπο. (Τι έβλεπα; Έβλεπα το έγκλημα, τον τρομερό εξευτελισμό μου, και αν κάποιος με κοίταζε πάρα πολύ, θα έτρεχα ή θα τσακωνόμουν.)

Στα δεκατέσσερα σημάδευα το κεφάλι μου με ένα από τα πιστόλια του πατέρα μου. (Είχε φύγει εδώ και αρκετά χρόνια, αλλά είχε αφήσει πολύ γενναιόδωρα πίσω του μερικά από τα όπλα του.) Είχα πρόβλημα στο σπίτι, στο σχολείο. Είχα μεταπτώσεις διάθεσης που δεν θα πίστευες. Δεδομένου ότι δεν είχα πει ποτέ σε κανέναν τι συνέβη, η οικογένειά μου υπέθετε ότι απλά αυτό ήταν το ποιος ήμουν – ένας γαμημένος τρελός. Και ενώ άλλα παιδιά μάθαιναν τον έρωτα και την πρώτη αγάπη, εγώ προσπαθούσα να αντιμετωπίσω μνήμες βιασμού, τόσο ανυπόφορες που έπρεπε να κοπανάω το κεφάλι μου στον τοίχο.

Φυσικά, δεν πήρα ποτέ καμία βοήθεια, καμία θεραπεία. Όπως είπα, ποτέ δεν το είπα σε κανέναν. Σε μια οικογένεια τόσο μεγάλη όσο η δική μου – πέντε παιδιά – ήταν εύκολο να περνάς απαρατήρητος, ακόμα και όταν πνιγόσουν. Θυμάμαι τη μητέρα μου να μου λέει, μετά από μια από τις καταθλίψεις μου, ότι πρέπει να προσευχηθώ. Ούτε που μπήκα στον κόπο να γελάσω.

Όταν δεν το έχανα εντελώς, διάβαζα ότι έπεφτε στα χέρια μου, έπαζα Dungeons & Dragons για μέρες συνεχόμενες. Προσπαθούσα να ξεχάσω, αλλά ποτέ δεν ξεχνάς. Οι νύχτες ήταν οι χειρότερες – τότε έρχονταν τα όνειρα. Εφιάλτες όπου με βίαζαν τα αδέλφια μου, ο πατέρας μου, οι καθηγητές μου, οι ξένοι, τα παιδιά που ήθελα να είναι φίλοι μου. Συχνά τα όνειρα ήταν τόσο έντονα που δάγκωνα τη γλώσσα μου και το επόμενο πρωί έφτυνα το αίμα στο νεροχύτη του μπάνιου.

Και πολύ σύντομα άρχισα να αποτυγχάνω στα πάντα. Τεστ, τετράμηνα και μετά ολόκληρες τάξεις. Πρώτα με έδιωξαν από το πρόγραμμα για τους ταλαντούχους και τους προικισμένους του σχολείου μου, μετά έχασα κάθε αξιοπρέπεια. Καθόμουν στην τάξη και είτε μ’ έπαιρνε ο ύπνος είτε διάβαζα τα βιβλία του Stephen King. Τελικά σταμάτησα να πηγαίνω. Οι σχολικοί μου φίλοι απομακρύνθηκαν και οι υπόλοιποι δεν μπορούσαν να το χωνέψουν.

Την τελευταία χρονιά, ενώ όλοι έγιναν δεκτοί στα Πανεπιστήμια, εγώ πήρα έναν άλλο δρόμο: προσπάθησα να αυτοκτονήσω. Αυτό που συνέβη ήταν ότι στη μέση μιας βαθιάς κατάθλιψης ξαφνικά ξεμυαλίστηκα από μια χαριτωμένη κοπέλα απ’το σχολείο. Για λίγες εβδομάδες το σκοτάδι μου εξαφανίστηκε, και ήμουν απόλυτα πεπεισμένος ότι αν αυτή η κοπέλα έβγαινε μαζί μου, αν κοιμόταν μαζί μου θα θεραπευόμουν από όλα αυτά που με βασάνιζαν. Όχι άλλες κακές αναμνήσεις. Όταν τελικά βρήκα το θάρρος να της ζητήσω να βγούμε και εκείνη αρνήθηκε, αισθάνθηκα ότι ο κόσμος τελικά μου έκλεισε την πόρτα στη μούρη.

Την επόμενη μέρα κατάπια όλα τα φάρμακα που είχαν μείνει από την καρκινική θεραπεία του αδερφού μου, τρία μπουκάλια.

Δεν δούλεψε.

Ξέρεις γιατί δεν ξαναπροσπάθησα την επόμενη μέρα;

Γιατί έγινα δεκτός σε ένα και μοναδικό Πανεπιστήμιο. Ήμουν σίγουρος ότι δεν θα πήγαινα πουθενά, είχα ξεχάσει ότι δεν μου είχε έρθει ακόμα ειδοποίηση από μια σχολή. Αλλά καθώς διάβαζα εκείνο το γράμμα έμοιαζε λες καιη πόρτα του κόσμου είχε ανοίξει και πάλι, έστω και λίγο.

Δεν είπα σε κανέναν ότι προσπάθησα να αυτοκτονήσω. Να και κάτι ακόμα που έθαψα βαθιά.

Συχνά λέω στους ανθρώπους ότι το Πανεπιστήμιο με έσωσε. Το οποίο είναι εν μέρει αλήθεια. Το Rutgers, μόνο μία ώρα μακριά με το λεωφορείο, ήταν τόσο μακριά από την παλιά μου ζωή και τόσο γεμάτο με νέες δυνατότητες που για πρώτη φορά εδώ και καιρό ένιωσα κάτι να μοιάζει με ασφάλεια, με ελπίδα. Και, είτε ήταν αυτή η απόσταση είτε αυτή η ατέλειωτη απέχθεια για τον εαυτό μου είτε κάποια απελπισμένη μετά-αυτοκτονική ανάγκη να ζήσω, στο πρώτο έτος άλλαξα εντελώς. Μέχρι το δεύτερο έτος, αμφιβάλλω αν κάποιος από το Λύκειο θα με αναγνώριζε. Έγινα δρομέας, αρσιβαρίστας, ακτιβιστής, έκανα σχέσεις, ήμουν «δημοφιλής». Στο Rutgers έθαψα όχι μόνο τον βιασμό αλλά και το αγόρι που είχε βιαστεί -και στον ίδιο λάκκο έριξα την οικογένειά μου, τον πόνο μου, την κατάθλιψή μου, την απόπειρα αυτοκτονίας μου. Ό,τι ήμουν πριν το Rutgers το κλείδωσα πίσω από μια αδαμάντινη μάσκα κανονικότητας.

Και μόλις έβαλα αυτή τη μάσκα, σε διαβεβαιώνω, δεν υπήρχε καμία δύναμη στη Γη που να μπορούσε να μου την βγάλει.

Η μάσκα ήταν δυνατή.

Αλλά όπως θα σου πει κάθε Φροϋδικός, το τραύμα είναι πιο δυνατό από κάθε μάσκα: δεν μπορείς ούτε να το θάψεις ούτε να το σκοτώσεις. Είναι το φάντασμα που δεν θα σταματήσει, θα συνεχίσει να σε κυνηγάει. Οι εφιάλτες, οι παρεμβάσεις, το κρυφτό, οι αμφιβολίες, η αναστάτωση, το φταίξιμο, οι αυτοκτονικές σκέψεις δεν εξαφανίστηκαν απλά επειδή έθαψα τη γειτονιά μου, την οικογένειά μου, το πρόσωπό μου. Με ακολουθούσαν. Στο Πανεπιστήμιο, στο μεταπτυχιακό, στην επαγγελματική μου ζωή, στην προσωπική. (Γλίστρησαν και στη συγγραφή μου αλλά θα εκπλαγείς από το πόσο εύκολο είναι να ξαναγράψεις την αλήθεια).

Δεν είχε σημασία πόσο μακριά έτρεχα ή τι κατάφερνα ή με ποιον ήμουν – με ακολουθούσαν.

Θυμάσαι πως κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας στο Amherst μίλησα για οικειότητα; Νομίζω πως είπα ότι η οικειότητα είναι το μοναδικό μας σπίτι. Τρομερά ειρωνικό που μιλάω και γράφω για οικειότητα όλη μέρα: είναι κάτι το οποίο πάντα ονειρευόμουν αλλά ποτέ δεν είχα την τύχη να αποκτήσω. Εξάλλου, είναι δύσκολο να έχεις αγάπη όταν αρνείσαι κατηγορηματικά να δείξεις τον εαυτό σου, όταν κλειδώνεσαι πίσω από μια μάσκα.

Θυμάμαι όταν έκανα την πρώτη μου σχέση στο Πανεπιστήμιο. Νόμιζα πως αυτό ήταν, είχα σωθεί. Ό,τι ήμουν θα σβηνόταν επισήμως, όλα τα απαίσια όνειρά μου θα εξαφανίζονταν. Αλλά δεν λειτουργεί έτσι ο κόσμος. Εγώ και αυτή η κοπέλα ήμασταν κάτι σοβαρό ο ένας για τον άλλον, ξαπλωμένοι όλη την ώρα στα στενά φοιτητικά μας κρεβάτια -αλλά ξέρεις κάτι; Ποτέ δεν κάναμε σεξ. Ούτε μια φορά. Δεν μπορούσα. Κάθε φορά που πηγαίναμε να το κάνουμε, με διαπερνούσαν όλες οι άσχημες αναμνήσεις μου. Φυσικά, δεν της το είπα. Απλά της είπα ότι ήθελα να περιμένω. Δεν πίστεψε τις δικαιολογίες μου, με ρώτησε τι συνέβαινε, αλλά δεν της είπα τίποτα. Κράτησα τη Σιωπή μου. Μετά από ένα χρόνο χωρίσαμε.

Σκέφτηκα ότι ίσως με ένα άλλο κορίτσι θα ήταν πιο εύκολο, αλλά δεν ήταν. Προσπάθησα και ξαναπροσπάθησα και ξαναπροσπάθησα. Μου πήρε μέχρι το τρίτο έτος να χάσω την παρθενιά μου. Πρώτα την είδα σε ένα μάθημα δημιουργικής γραφής. Ήταν μια πρώην χίπισσα και πρώην σκληροπυρηνική γλύκα που έγραφε όμορφα και είχε ένα τατουάζ στο κεφάλι της και την πρώτη φορά που πήγαμε στο κρεβάτι δεν ρώτησε καν αν ήμουν παρθένος: απλά έβγαλε το φόρεμά της και το κάναμε. Παραλίγο να κάνω πάρτι.

Αλλά έπρεπε να ξέρω ότι δεν θα ήταν τόσο εύκολο. Εγώ και η J. βγαίναμε για δύο χρόνια, αλλά πάντα έπαιζα θέατρο, κρυβόμουν. Η μάσκα ήταν δυνατή.

Είμαι βέβαιος ότι καταλάβαινε πόσο διαταραγμένος ήμουν, αλλά υποθέτω ότι το απέδιδε στην κλασσική τρέλα του γκέτο. Με αγαπούσε πολύ. Με γνώρισε στην οικογένειά της και με αγάπησαν κι αυτοί. Ήταν η πρώτη πραγματικά υγιής οικογένεια την οποία είχα γνωρίσει. Το οποίο θα νόμιζε κανείς ότι ήταν κάτι καλό.

Λάθος. Όσο περισσότερο ήμασταν μαζί, τόσο περισσότερο η οικογένειά της με αγαπούσε, και τόσο πιο αφόρητα ήταν όλα. Όταν έφτασα να μην αντέχω την οικειότητα έφυγα όσο πιο μακριά γινόταν. Είχα μεγάλες περιόδους κατάθλιψης, έπινα περισσότερα από όσο είχα πιεί ποτέ, ειδικά στις διακοπές, όταν ήταν όλοι πιο ευτυχισμένοι. Μια μέρα, χωρίς λόγο, έπιασα τον εαυτό μου να λέει: Πρέπει να χωρίσουμε. Δεν υπήρχε αφορμή. Είχα απλά φτάσει στα όριά μου. Θυμάμαι να κλαίω το προηγούμενο βράδυ (εκείνες τις μέρες δεν έκλαιγα ποτέ). Δεν ήθελα να χωρίσω μαζί της. Δεν το ήθελα. Αλλά δεν άντεχα να με αγαπάνε. Να με βλέπουν.

Γιατί; ρώτησε. Γιατί;

Και δεν είχα πραγματικά καμία απάντηση.

Μετά ήρθε η C., η οποία έκανε κοινωνική εργασία στη Δομινικανή Δημοκρατία. Και μετά η B⁠. από την Εκκλησία Αντβεντιστών της Εβδόμης Ημέρας από το St. Thomas. Καμία σχέση δεν λειτούργησε. Αλλά συνέχισα.

Και έτσι πήγε για κάποιο διάστημα, από το Πανεπιστήμιο μέχρι το μεταπτυχιακό μου, μέχρι το Brooklyn. Συναντούσα απειλητικά έξυπνες γυναίκες, έβγαινα μαζί τους με την ελπίδα ότι θα μπορούσαν να με θεραπεύσουν, και τότε ο φόβος ξύπναγε πάλι μέσα μου, ο φόβος της ανακάλυψης και η μάσκα ήταν σαν να ράγιζε και η τάση να ξεφύγω, να κρυφτώ, μεγάλωνε μέχρι που τελικά θα έφτανα στο άλλο άκρο – είτε θα έκανα την κοπέλα να φύγει είτε θα έφευγα εγώ. Άρχισα να κοιμάμαι με όποια έβρισκα. Το «ναρκωτικό» μιας κανονικής σχέσης δεν ήταν αρκετό. Χρειαζόμουν πιο δυνατές δόσεις για να εμποδίσω την εσωτερική πληγή μου από το να μεγαλώσει και να με καταστρέψει. Ο Νέγρος που δεν μπορούσε να κοιμηθεί με καμία έγινε ο Νέγρος που κοιμόταν με όλες.

Κρυβόμουν, έπινα, πήγαινα στο γυμναστήριο. Κοιμόμουν με διάφορες γυναίκες. Έφτιαχνα πρότυπα σπίτια και, μόλις ήταν έτοιμα, τα εγκατέλειπα. Κλασσική ψυχολογία τραύματος: προσέγγιση, υποχώρηση, προσέγγιση, υποχώρηση. Πληγώνοντας ανθρώπους στην πορεία. Η κατάθλιψή μου με κυρίευε για μήνες, και σε αυτό το σκοτάδι η αυτοκτονική μου παρόρμηση ερχόταν ξανά, χλωμή και θανατηφόρα. Είχα φίλους με όπλα, τους ζήτησα να μην τα φέρουν ποτέ σπίτι μου για κανένα λόγο. Μερικές φορές με άκουγαν, μερικές όχι.

Με κάποιο τρόπο ακόμα έγραφα – για έναν νεαρό Δομινικανό, ο οποίος, σε αντίθεση με μένα, ήταν λίγο κακοποιημένος. Κάποιος που δεν μπορούσε να μείνει σε καμία σχέση, επειδή ήταν πάρα πολύ γυναικάς. Δημιουργώντας την τέλεια ιστορία κάλυψης μου, στην πραγματικότητα. Και καθώς εμείς οι Αφρο-Λατίνοι θεωρούμαστε από την κοινωνία ως σεξουαλικοί κίνδυνοι, πολλοί λίγοι πρόσεξαν τι κρυβόταν πίσω από αυτά που έγραφα -ότι οι Αφρο-Λατίνοι ήταν συχνά σεξουαλικά σε κίνδυνο.

Λίγο πριν τελειώσω το μεταπτυχιακό μου και μετακομίσω στο Brooklyn, δημοσίευσα την πρώτη μου ιστορία, για ένα δομινικανό αγόρι που πηγαίνει να δει ένα άλλο αγόρι, το πρόσωπο του οποίου έχει φαγωθεί, και στον δρόμο δέχεται σεξουαλική επίθεση. (Σοβαρά.) Και στη συνέχεια σε ένα από αυτά τα τρελά γυρίσματα της τύχης πέτυχα το λογοτεχνικό λαχείο. Από εκείνη την ιστορία απέκτησα έναν ατζέντη, μία συμφωνία για βιβλίο, εμφανίστηκα στο The New Yorker, δημοσίευσα το πρώτο μου βιβλίο, το “Drown”, το οποίο δεν έκανε πωλήσεις αλλά μου έδωσε περισσότερη δημοσιότητα από ό, τι θα έπρεπε να έχει ποτέ ένας νέος συγγραφέας. Οποιοσδήποτε άλλος θα είχε καβαλήσει αυτό το κύμα καλής τύχης κατευθείαν προς το ηλιοβασίλεμα, αλλά δεν εκτυλίχθηκε έτσι η ιστορία. Ήθελα σαφώς να είμαι γνωστός, σε κάποιο επίπεδο, πέθαινα και μόνο στη σκέψη ενός αληθινού προσώπου, αλλά όταν τελικά έφτασε αυτή η στιγμή δεν μπορούσα να το κάνω. Στερέωσα σκληρά τη μάσκα. Μετά το “Drown”, θα μπορούσα να μείνω στη Νέα Υόρκη., αλλά αντί γι αυτό πήγα στη Syracuse, όπου το χιόνι δεν σταματάει ποτέ και η απομόνωση ήταν σίγουρη. Σταμάτησα να γράφω εντελώς.

Ολόκληρες συγγραφικές καριέρες χωρούσαν στα χρόνια που δεν έγραφα. Εν τω μεταξύ γνώρισα την S. Εάν το κίνημα «Black Is Beautiful» είχε έναν εκπρόσωπο, θα ήταν αυτή. Η S. θα είχε πετάξει χιλιάδες χρόνια οικογενειακής ζωής προκειμένου να δουλέψει η σχέση μεταξύ μας. Δεν είχε σημασία. Δεν μπορούσαμε να κάνουμε σεξ. Οι αναμνήσεις με χτυπούσαν πάντα εκεί που πονούσε χειρότερα. Ποτέ δεν ήξερα με ποια θα μπορούσα να κάνω σεξ και με ποια όχι, μέχρι να προσπαθήσω. Η S. βρήκε κάποιον άλλο, κατέληξε να τον παντρευτεί. Προχώρησα με άλλες γυναίκες. Τα χρόνια πέρασαν. Ποτέ δεν έβγαλα τη μάσκα. Ποτέ δεν πήρα βοήθεια.

Και για ένα διάστημα το κέντρο κρατούσε. Για ένα διάστημα.

Κανείς δεν μπορεί να κρυφτεί για πάντα. Κάποια στιγμή, αυτό που συγκάλυπτε την αλήθεια δεν λειτουργεί πια. Εξαντλείς τις διαφυγές, τις εξόδους, τα κόλπα, την τύχη. Τελικά το παρελθόν σε βρίσκει.

Αυτό που συνέβη ήταν ότι γνώρισα κάποια: την Y. Στο μυθιστόρημα που δημοσίευσα έντεκα χρόνια μετά το «Drown», έδωσα στον πρωταγωνιστή μου, τον Yunior, μια υπέρτατη αγάπη που ονομάζεται Lola, επειδή στην πραγματική ζωή είχα μια υπέρτατη αγάπη που ονομαζόταν Y. Ήταν η γυναίκα των ονείρων μου. Ένα κορίτσι του δημόσιου σχολείου μεγαλωμένη στο Washington Heights που ξεπατωνόταν στη δουλειά, που ποτέ δεν εγκατέλειπε τη μάχη.

Ταιριάξαμε απίστευτα. Λες και ακόμα και οι πρόγονοί μας στήριζαν αυτή τη σχέση. Ήμουν το δομινικανό σπασικλάκι που πάντα ονειρευόταν. Εκείνη το είπε αυτό. Δεν είχε ιδέα. Αγάπησα την οικογένειά της κι εκείνη στη δική μου. Και η μητέρα της – Θεέ μου, πώς με αγαπούσε αυτή η κυρία. Ήμουν ο γιος που δεν είχε ποτέ. Και προτού να προλάβεις να πεις “Τρέχα” είχα δημιουργήσει ακόμα μία από τις ρομαντικές ιστορίες μου, αλλά αυτή ήταν πιο περίπλοκη και πιο τρελή από ό, τι είχα ποτέ σκεφτεί. Αγοράσαμε ένα διαμέρισμα μαζί στο Harlem. Αρραβωνιαστήκαμε στο Tokyo. Συζητήσαμε να κάνουμε παιδιά. Ακόμη και η συγγραφή άρχισε να επανέρχεται. Μαύροι που δεν είχαμε συναντήσει ποτέ πριν ήταν περήφανοι για τη σχέση μας και μας το έλεγαν. Δύο «επιτυχημένοι» Δομινικανοί της γειτονιάς που αγαπούσαν ο ένας τον άλλον; Τόσο σπάνιοι και πολύτιμοι σαν μυθικά πλάσματα.

Φυσικά, υπήρχαν δυσκολίες. Περνούσα τουλάχιστον έξι μήνες του χρόνου με κατάθλιψη ή / και μαστουρωμένος ή μεθυσμένος. Μπορούσαμε να κάνουμε σεξ, αλλά όχι συχνά.

Με σεξ ή χωρίς, την «αγάπησα» περισσότερο από ότι είχα αγαπήσει ποτέ κανέναν. Της είπα μάλιστα, σε μια απροσδόκητη στιγμή, ότι κάτι είχε συμβεί στο παρελθόν μου.

Κάτι κακό.

Και επειδή την «αγάπησα» περισσότερο από όσο είχα αγαπήσει ποτέ κανέναν και επειδή της αποκάλυψα αυτό το κάτι για το παρελθόν μου, την κεράτωσα όσο δεν είχα κερατώσει ποτέ καμία άλλη.

Την κεράτωσα λες κι ήμουν ο χειρότερος λεχρίτης.

Ήξερα πολλούς άντρες που ζούσαν διπλή ζωή. Ακόμα και ο πατέρας μου είχε ζήσει διπλή ζωή, προς λύπη της οικογένειάς μου. Κι εγώ εδώ εκπλήρωνα το πατρικό μου πεπρωμένο. Είχα διπλή ζωή σαν να ήμουν χαρακτήρας σε κόμικ.

Η Y. είδε ότι μπορούσα να δείξω από τον αληθονό μου εαυτό. Ζούσε με την κατάθλιψή μου και την οργή μου που δεν έγραφα και με τις σπάνιες στιγμές ευγένειας και διαύγειας. Οι άλλες γυναίκες έβλεπαν κυρίως τη μάσκα μου, πριν εξαφανιστώ.

Η μάσκα ήταν δυνατή.

Αλλά καμία μάσκα δεν είναι τόσο δυνατή. Κανενός η ακεραιότητα τόσο τέλεια. Κανενός η αγάπη τόσο χαζή. Μια μέρα της Y. δεν της άρεσε η απάντηση που της έδωσα για το πού ήμουν. Είμαι βέβαιος ότι είχε αμφιβολίες για κάποιο διάστημα – ειδικά αφότου μια γυναίκα εμφανίστηκε σε μια ανάγνωση έργου μου και ξέσπασε σε κλάματα όταν της είπα γεια. Η Y⁠. αποφάσισε να κρυφοκοιτάξει τα email μου, και δεδομένου ότι δεν ασχολούμουν με κωδικούς πρόσβασης ή με τη διαγραφή παλιών emails δεν της πήρε πάνω από πέντε λεπτά για να βρει αυτό που έψαχνε.

Ένας χωρισμός μπορεί να σου καταστρέψει όλο σου τον κόσμο. Για εκείνη αυτό συνέβη. Κατέστρεψε τον κόσμο της και τον δικό μου.

Μία άλλη γυναίκα θα με σκότωνε, αλλά η Y. απλά εκτύπωσε όλα τα email μου με τις άλλες γυναίκες, όλες τις ηλίθιες προσπάθειές μου για αποπλάνηση, όλες τις φωτογραφίες, είχε τις αποδείξεις της προδοσίας μου και όταν επέστρεψα από ένα από τα ταξίδια μου, μου τις έδωσε.

Όταν συνειδητοποίησα τι μου έδωσε, τα πάντα σκοτείνιασαν.

Αυτό συμβαίνει όταν τελειώνει ο κόσμος.

Λίγους μήνες αργότερα, κέρδισα το βραβείο Pulitzer για ένα μυθιστόρημα όπου ένας δομινικανός άνδρας χάνει τη δομινικανή γυναίκα των ονείρων του επειδή δεν μπορεί να σταματήσει να την κερατώνει. Όταν ανακάλυψα ότι κέρδισα το βραβείο, η πρώτη μου σκέψη δεν ήταν “Τα κατάφερα” αλλά “Ίσως τώρα μείνει μαζί μου”.

Δεν το έκανε. Λίγους μήνες αργότερα η Y. μάζεψε τα κομμάτια της και με έδιωξε εντελώς από τη ζωή της. Κράτησε το διαμέρισμα, το δαχτυλίδι, την οικογένειά της, τους φίλους μας. Εγώ κράτησα τη Βοστώνη. Ποτέ δεν είδαμε ξανά ο ένας τον άλλο.

Όταν ήμουν παιδί, άκουσα ότι οι δεινόσαυροι ήταν τόσο μεγάλοι που ακόμα κι αν δέχονταν ένα θανάσιμο χτύπημα, θα χρειαζόταν λίγος χρόνος να το καταλάβει το νευρικό τους σύστημα. Αυτό συνέβη και σε μένα. Αφού έχασα την Y. μετακόμισα στο Cambridge, και για τον επόμενο χρόνο προσπάθησα να το ξεπεράσω. Για λίγο καιρό πίστεψα ότι θα ήμουν μια χαρά. Η μάσκα είχε γίνει κομματάκια, αλλά προσπαθούσα να φορέσω τα κομμάτια σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Θα ήταν κωμικό εάν δεν ήταν τόσο τραγικό. Προσπάθησα να χρησιμοποιήσω το σεξ για να γεμίσω το κενό στην καρδιά μου, αλλά δεν λειτούργησε. Δεν με σταμάτησε από το να προσπαθώ.

Έχασα εβδομάδες, μήνες, χρόνια (δύο). Και τότε μια μέρα ξύπνησα και κυριολεκτικά δεν μπορούσα να κουνηθώ από το κρεβάτι. Ένας ωκεανός θλίψης με κατέκλυσε, μια σκοτεινή θάλασσα γεμάτη πόνο. Σε μια μεθυσμένη φάση προσπάθησα να πηδήξω από την ταράτσα ενός φίλου μου στη Δομινικανή Δημοκρατία. Με άρπαξε πριν τα καταφέρω και δεν με άφησε μέχρι να σταματήσω να τρέμω.

Στον κόσμο της θεραπείας, λένε ότι συχνά πρέπει να πιάσεις πάτο πριν ζητήσεις τελικά βοήθεια. Δεν λειτουργεί πάντα έτσι, αλλά έτσι ήταν για μένα. Έπρεπε να χάσω σχεδόν τα πάντα και μετά ακόμα περισσότερα. Πριν τελικά ζητήσω βοήθεια.

Ήμουν τυχερός. Είχα φίλους γύρω μου έτοιμους να με βοηθήσουν. Είχα καλή πανεπιστημιακή ασφάλιση. Γνώρισα μία σπουδαία θεραπεύτρια. Είχε ασχοληθεί με ανθρώπους σαν κι εμένα και αφοσιώθηκε στην επούλωσή μου. Χρειάστηκαν χρόνια, σκληρά και κουραστικά χρόνια, αλλά άρχισε να διορθώνει ότι είχε απομείνει από μένα. Δεν νομίζω ότι είχε συναντήσει ποτέ κάποιον πιο αδιόρθωτο. Το πολέμησα καθόλη τη διάρκεια. Αλλά συνέχισα να πηγαίνω και εκείνη ποτέ δεν τα παράτησε. Μετά από μακρύ αγώνα και πολλές αποτυχίες, κατάφερε να με κάνει να βγάλω σιγά σιγά τη μάσκα. Όχι για πάντα, αλλά αρκετά για να αναπνεύσω, να ζήσω. Και όταν ήμουν τελικά έτοιμος να επιστρέψω σε εκείνο το σημείο όπου είχα καταστραφεί, στάθηκε δίπλα μου, κράτησε το χέρι μου και δεν με άφησε ποτέ.

Πάντα υπέθετα ότι αν επέστρεφα εκεί, σε εκείνο το νησί που ναυάγησα, δεν θα ξέφευγα ποτέ. Θα βυθιζόμουν και θα καταστρεφόμουν. Και όμως, η μεγαλύτερη ειρωνεία από όλες, αυτό που με περίμενε σε αυτό το νησί δεν ήταν η καταστροφή μου, αλλά σχεδόν το αντίθετο: η σωτηρία μου.

Σε αυτό το διάστημα έγραψα πολύ λίγο. Κυρίως υπογράμμιζα αποσπάσματα στα αγαπημένα μου βιβλία. Υπήρξε μια αράδα που κύκλωσα τουλάχιστον δέκα φορές: “Τότε το σκοτάδι με πήρε, και ξεμάκρυνα από τη σκέψη και το χρόνο, και περιπλανιόμουν μακριά σε δρόμους που δεν θα μαρτυρήσω ποτέ”.

Και υπήρχε και αυτό το κομμάτι από το δικό μου μυθιστόρημα:

Πριν πεθάνει κάθε ελπίδα, είχα αυτό το ηλίθιο όνειρο ότι όλα τα άσχημα μπορούσαν να διορθωθούν, ότι θα βρισκόμασταν στο κρεβάτι μαζί όπως παλιά, με τον ανεμιστήρα, τον καπνό από το χασίς να φεύγει από πάνω μας και θα προσπαθούσα επιτέλους να πω λόγια που ίσως μας έσωζαν.

—.

Αλλά πριν μπορέσω να σχηματίσω τις λέξεις ξυπνάω. Το πρόσωπό μου είναι βρεγμένο, και έτσι καταλαβαίνω ότι δεν πρόκειται ποτέ να γίνει πραγματικότητα.

Ποτέ των ποτών.

Έχει περάσει σχεδόν μια δεκαετία. Δεν είμαι αυτός που ήμουν κάποτε. Δεν είμαι ούτε εκείνος που δεν μπορεί να αγγίξει ένα κορίτσι ούτε ο μαλάκας που κοιμάται με όποια βρει. Πάω για θεραπεία δύο φορές την εβδομάδα. Δεν πίνω (εκτός από όταν είμαι στην Ιαπωνία, όπου επιτρέπω στον εαυτό μου μία μπύρα). Δεν βλάπτω τους ανθρώπους με τα ψέματά μου ή τις επιλογές μου και όπου μπορώ προσπαθώ να επανορθώσω. Αναλαμβάνω τις ευθύνες μου. Έχω μάθει ότι η «επισκευή» δεν σταματάει ποτέ.

Έχω ακόμα και μία σχέση, και εκείνη ξέρει τα πάντα για το παρελθόν μου. Της είπα για το τι μου συνέβη.

Της το έχω πει, και το έχω πει και στους φίλους μου. Το είπα σε όλους, δεν με νοιάζουν πια οι συνέπειες.

Κάτι που δεν θεωρούσα ποτέ πιθανό.

Πολλά έχουν αλλάξει. Αλλά μερικά όχι. Υπάρχουν ακόμη στιγμές που η κατάθλιψη ξαναχτυπά και οι μήνες εξαφανίζονται και οι αυτοκτονικές σκέψεις μου επιστρέφουν. Η συγγραφή μου δεν έχει επανέλθει, όχι πραγματικά. Αλλά υπάρχουν καλά κομμάτια, που αρχίζουν και ξεπερνούν τα κακά. Κάθε χρόνο, νιώθω λιγότερο σαν τους νεκρούς, ανήκω πια περισσότερο στους ζωντανούς. Έχω ακόμα φρικτά όνειρα κάθε τόσο, και είναι ακόμα απαίσια, αλλά τουλάχιστον έχω τα μέσα να τα αντιμετωπίσω.

Ωστόσο-

Ωστόσο παρά την όλη μου επούλωση, εξακολουθώ να αισθάνομαι ότι κάτι σημαντικό, κάτι ζωτικό, μου έχει ξεφύγει. Η τάση μου να κρύβομαι, να μένω μακριά από τους συναδέλφους μου, από τους μαθητές μου, από τον κύκλο της ζωής, είναι αφύσικα ισχυρή. Κατά τη διάρκεια των δημόσιων ομιλιών μου σε πανεπιστήμια και συνέδρια, έχω σχολιάσει μερικές φορές την διαγενεακή βλάβη που έχει προκαλέσει η συστημική σεξουαλική βία στις αφρικανικές κοινότητες της διασποράς, στην δική μου κοινότητα. Αλλά έχω ποτέ αποκαλύψει ότι ήμουν θύμα σεξουαλικής βίας; Έχω πει φευγαλέα πράγματα εδώ και εκεί, αλλά όχι πραγματικές δηλώσεις.

Τις τελευταίες εβδομάδες, αυτή η ενοχλητική αίσθηση της καταστροφής μόνο μεγαλώνει, μαζί με τον παλιό φόβο – το φόβο ότι κάποιος μπορεί να καταλάβει ότι με είχαν βιάσει ως παιδί. Δεν είναι σύμπτωση ότι πρόσφατα ξεκίνησα μία περιοδεία για ένα παιδικό βιβλίο που δημοσίευσα και ξαφνικά περιτριγυρίζομαι συνεχώς από παιδιά και πρέπει να συζητήσω την παιδική μου ηλικία περισσότερο από ποτέ. Βρέθηκα να λέω ψέματα, να μιλάω για ένα παιδί που δεν υπήρξε ποτέ. Το οποίο ποτέ δεν έλεγχε την κλειδαριά του δωματίου του τέσσερις φορές κάθε βράδυ, ποτέ δεν δάγκωνε τη γλώσσα του. Οι ιστορίες κάλυψης επιστρέφουν. Υπάρχουν πρωινά που το πρόσωπό μου το νιώθω άκαμπτο.  

Κάποια στιγμή σε μια από τις εκδηλώσεις μου στο Brattle Theatre, στην σειρά για τις υπογραφές, μια νέα γυναίκα έφτασε μπροστά μου και άρχισε να με ευχαριστεί για το μυθιστόρημά μου, για έναν από τους πρωταγωνιστές, την Beli. Η Beli η δομινικανή μητέρα που αγαπούσε με σκληρότητα επειδή βίωνε την σεξουαλική κακοποίηση όλη της τη ζωή.

Είχα μια ζωή που έμοιαζε πολύ με της Beli, είπε η νεαρή γυναίκα και έπειτα, χωρίς προειδοποίηση, άρχισε να κλαίει. Ήθελε να μου πει περισσότερα, αλλά προτού τα καταφέρει δεν άντεξε κι έφυγε. Θα μπορούσα να την σταματήσω. Θα μπορούσα να φωνάξω πίσω της «Κι εγώ!» Θα μπορούσα να έχω πει: Κι εμένα με βίασαν.

Αλλά δεν είχα το θάρρος. Γύρισα προς το επόμενο άτομο στη σειρά και χαμογέλασα.

Και ξέρεις κάτι; Ένιωσα καλά πίσω από τη μάσκα. Ένιωσα σαν στο σπίτι μου.

Σε σκέφτομαι συχνά, Χ. Σκέφτομαι τη γυναίκα από το Brattle. Σκέφτομαι τη σιωπή, σκέφτομαι τη ντροπή, σκέφτομαι τη μοναξιά. Σκέφτομαι το κακό που προκάλεσα. Σκέφτομαι τα χρόνια και τη ζωή που έχασα με το να κρύβομαι, που έχασα εξ’ αιτίας του φόβου και του πόνου. Η μάσκα πήρε περισσότερα από τον εαυτό μου απ΄ότι εγώ ο ίδιος.  Αλλά κυρίως σκέφτομαι πως ένιωσα όταν μίλησα – στην θεραπεύτριά μου, πριν από όλα αυτά τα χρόνια, στην σύντροφό μου, στους φίλους μου. Και πως αισθάνομαι τώρα που μιλάω εδώ, όπου όλος ο κόσμος -και ίσως εσύ- μπορεί να ακούσει.

Η Toni Morrison έγραψε: “Οτιδήποτε νεκρό επιστρέφει στη ζωή πονάει”. Στα ισπανικά λέμε ότι όταν γεννιέται ένα παιδί του δίνεται το φως. Έτσι είναι το να μιλάς, Χ. Σαν να μου δίνεται μια δεύτερη ευκαιρία στο φως.

Χθες το βράδυ είδα ακόμα ένα όνειρο. Δεν ήταν κακό. Ήμουν μικρός. Αγοράκι. Κανείς ακόμα δεν με είχε πληγώσει. Ένα αεροπλάνο πετούσε φυλλάδια αναγγέλλοντας έναν επερχόμενο αγώνα και όλα τα παιδιά στη Villa Juana τρέχαμε με μεγάλο ενθουσιασμό, μαζεύοντας τα φυλλάδια.

Μόνο αμυδρά θυμάμαι πια αυτό το αγόρι, αλλά για μια σύντομη στιγμή είμαι πάλι αυτός και αυτός είναι εγώ.

Πηγή: The New Yorker

POP TODAY
popaganda
© ΦΩΤΑΓΩΓΟΣ ΕΠΕ 2024 / All rights reserved
Διαβάζοντας την POPAGANDA αποδέχεστε την χρήση cookies.