30 μέτρα διάμετρος, 13 πίδακες νερού και 90 υποβρύχιοι προβολείς. Αυτοί είναι οι αριθμοί του νέου έργου που θα δούμε στο κέντρο της πόλης, στην Πλατεία Ομονοίας, με βάση όσα ανέφεραν οι χορηγοί και κοινοποιήθηκαν από το δημοτικό συμβούλιο τον περσινό Οκτώβρη.
Περιμετρικά του σιντριβανιού έχει τοποθετηθεί γκαζόν, που παραπέμπει στην εικόνα της πλατείας κατά τις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70. Η παράδοση της πολυσυζητημένης πλατείας Ομονοίας η οποία θα είναι επικεντρωμένη σ’ ένα συντριβάνι αναμένεται μέσα στις επόμενες μέρες.
Η τεχνική εταιρεία Ηλέκτωρ, το Κοινωφελές Ιδρυμα Λασκαρίδη και η Fontana Fountains έχουν χρηματοδοτήσει και αναλάβει τη δημιουργία του. Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο δήμαρχος Αθηναίων, Κώστας Μπακογιάννης για το έργο που αποφασίστηκε από την προηγούμενη δημοτική αρχή «απευθυνθήκαμε σε τρεις δωρητές, τους οποίους θα ήθελα να ευχαριστήσω, και τους είπαμε “έχουμε αυτό το όνειρο, θέλετε να βάλετε την πλάτη;”. Έτσι από τον Οκτώβριο μέχρι το Φεβρουάριο έγινε το έργο σε χρόνο ρεκόρ που στοίχισε λίγο πιο κάτω από 1.000.000 ευρώ. Εάν εμείς ξεκινούσαμε αυτό το ίδιο έργο με τις διαδικασίες του Δήμου και του Δημοσίου θα το είχαμε έτοιμο σε τρία χρόνια και θα μας κόστιζε 2 με 2,5 εκατ. ευρώ».
Όλα πολύ καλά μέχρι τώρα. Τι θέλουμε και τα σκαλίζουμε περισσότερο;
Επειδή παρά τον δικαιολογημένο ενθουσιασμό στα κοινωνικά δίκτυα προκύπτουν ορισμένα ερωτήματα για τη χρήση του δημόσιου χώρου. Σημαντικό να εξοικονομεί ο Δήμος χρήματα και χρόνο αλλά αυτό που μόνο του τι σημαίνει; Τι ρόλο παίζει η ιδιωτική πρωτοβουλία στην ανακατασκευή σημείων τόσο εμβληματικών όσο η κεντρική πλατεία της πόλης; Είναι υγιές για μια πρωτεύουσα και για τους κατοίκους της να ενθουσιάζονται τόσο πολύ με το παρελθόν; Προς τα που κοιτά η Αθήνα, προς τα μπρος ή τα πίσω;
Απευθυνθήκαμε στο αρχιτεκτονικό γραφείο ΜοΥ studio στον καθηγητή Νίκο Μπελαβίλα και στον επίσης καθηγητή Γιώργο Τζιρτζιλάκη για να μας απαντήσουν στα παραπάνω ερωτήματα.
Το 1833, οι αρχιτέκτονες Σταμάτης Κλεάνθης και Έντουαρτ Σάουμπερτ ετοιμάζουν ένα σχέδιο με ορθογώνια πλατεία, όπου θα χτίζονταν τα ανάκτορα με θέα την Ακρόπολη. Το σχέδιο δεν προχώρησε και 11 χρόνια μετά ο Βαυαρός αρχιτέκτονας Λέο φον Κλέντσε αναλαμβάνει να το αναθεωρήσει δίνοντάς της κυκλικό σχήμα. Αλλά ούτε αυτό το σχέδιο προχώρησε.
Το 1846 ο χώρος διαμορφώνεται σε πλατεία, παίρνει το όνομα «πλατεία Ανακτόρων» και στη συνέχεια «πλατεία Όθωνος». Ήταν το βορειότερο άκρο της πόλης και το τέρμα του εξοχικού περιπάτου των Αθηναίων της εποχής.
Ως πλατεία Ομονοίας είναι γνωστή από το 1862, όταν με την εκθρόνιση του Όθωνα οι δύο αντιμαχόμενες πολιτικές παρατάξεις, οι Πεδινοί και οι Ορεινοί συμφιλιώθηκαν τελικά στην πλατεία με την μεσολάβηση των πρεσβευτών των μεγάλων δυνάμεων.
Τη δεκαετία του ’50, η μορφή της πλατείας άλλαξε σημαντικά, όταν ξηλώθηκαν οι γραμμές του τραμ. Μετατράπηκε από χώρο περιπάτου ψυχαγωγίας σε συγκοινωνιακό κόμβο. Περιορίστηκε η έκτασή της, τα ανθοπωλεία που άνθισαν τη δεκαετία του ‘30 απομακρύνθηκαν, όπως τα παγκάκια και τα περίπτερα, ενώ κατασκευάστηκε το γνωστό συντριβάνι. Την ίδια εποχή, από το συντριβάνι μέχρι τον δρόμο, ο χώρος στρώθηκε με βότσαλο, προσκαλώντας του Αθηναίους, οι οποίοι χαρακτήριζαν σκωπτικά την πλατεία ως «δίσκο μνημοσύνου».
Αυτή τη δεκαετία καθώς και την επόμενη, του 1960, η πλατεία Ομονοίας ακολούθησε την τύχη της πόλης: κατεδάφιση δηλαδή παλαιών κτιρίων και ανέγερση πολυόροφων κατασκευών. Η περιοχή της πλατείας λειτουργούσε ως χώρος διαπόμπευσης αφού οι νεαροί «τεντιμπόηδες» με τον νόμο 4000 κουρεύονταν δημοσίως στο τέλος της οδού Πανεπιστημίου, ενώ οι διερχόμενοι τους περιγελούσαν.*
Κάνοντας ένα μεγάλο χρονικό άλμα και αρκετές σχεδιαστικές αλλαγές μετά φτάνουμε στο 2004, όταν με αφορμή τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας υλοποιείται η τελευταία ανάπλαση της Πλατείας Ομόνοιας.
Κατά τον Νίκο Μπελαβίλα, αρχιτέκτονα και καθηγητή του ΕΜΠ ήταν η πρώτη φορά που η σύγχρονη Ομόνοια έγινε πραγματικά πλατεία. «Μετά τον πόλεμο και μέχρι το 2004, η Ομόνοια δεν ήταν προσβάσιμη. Ο κόσμος της περιοχής ζούσε μέχρι εκείνο το έτος στο γύρω δαχτυλίδι της, στα ισόγεια και στα πεζοδρόμια των μεγάλων καταστημάτων, των ξενοδοχείων και των καφέ. Το κέντρο της πλατείας ήταν απροσπέλαστο».
Με πρόγραμμα που εφαρμόστηκε από το 2001 από το Υπουργείο Περιβάλλοντος Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (ΥΠΕΧΩΔΕ), την Αττικό Μετρό, την Εταιρεία Ενοποίησης Αρχαιολογικών Χώρων (ΕΑΧΑ) και τον Οργανισμό Αστικών Συγκοινωνιών Αθήνας (ΟΑΣΑ), η Πλατεία Ομονοίας απέκτησε παραλληλόγραμμο σχήμα.
Αν και η πλατεία προκάλεσε αρνητικά σχόλια, η αλλαγή του σχήματός της αύξησε σημαντικά την επιφάνειά της με στόχο την απόδοση μεγαλύτερου χώρου κυκλοφορίας στους πεζούς. Στη νέα πλατεία τοποθετήθηκε το γλυπτό «Πεντάκυκλο» του Γιώργου Ζογγολόπουλου, με το οποίο ο διεθνούς φήμης Έλληνας γλύπτης έλαβε μέρος στη Μπιενάλε Βενετίας το 2001 και οι κύκλοι του είναι προορισµένοι να κινούνται µε την βοήθεια του νερού. Ωστόσο η υδροκίνηση της κατασκευής δεν τέθηκε σε λειτουργία, παρά µόνο για την περίοδο 2008-2009.
«Η ΕΑΧΑ έκανε την κίνηση να ενώσει το οικοδομικό τετράγωνο της Αγίου Κωνσταντίνου με το οικοδομικό τετράγωνο της Πανεπιστημίου και της Σταδίου, επιχειρώντας να αναβαθμίσει το πιο “φτωχό” κομμάτι που βρίσκεται προς τα δυτικά και να το ισορροπήσει την εικόνα της περιοχής. Τότε για πρώτη φορά, ο λαϊκός κόσμος που επί δύο αιώνες ζει στην Ομόνοια βρέθηκε στο κέντρο της πλατείας, έγινε ορατός και η δεύτερη μεγάλη πλατεία της Αθήνας αποκαλύπτεται ως τόπο που κάθονται οι μετανάστες οι οποίοι διατηρούν μαγαζιά εκεί, πρόσφυγες που περιφέρονται στην περιοχή και πλέον είχαν έναν τόπο να υπάρξουν. Βγήκε σε κοινή θέα η ζωή από τα στενά της Μενάνδρου και της Δώρου. Έπειτα ήρθε η κρίση που απαξίωσε το κτιριακό δυναμικό, είχαμε κατάρρευση των χρήσεων, κάτι που δημιούργησε μια εκρηκτική κατάσταση».
Ο Νίκος Μπελαβίλας θυμάται παιδιά Ρομά το πρωί και οπαδούς ποδοσφαιρικών ομάδων το βράδυ κάποιας νίκης να κάνουν μπάνιο στο συντριβάνι στα 70s, όταν η πλατεία δεν αποτελούσε στάση για κανέναν, όπως πιστεύει ότι θα είναι από εδώ και στο εξής. «Η νέα πλατεία είναι μια συντηρητική επιλογή που δεν απαντά σε ουσιαστικά ζητήματα. Το συντριβάνι είναι πολύ μεγάλο σε σχέση με το μέγεθος της πλατείας και την καταργεί. Έχει φτιαχτεί για να το βλέπουμε από μακριά αφού δεν είναι μια κατασκευή στην οποία μπορούμε να σταθούμε δίπλα της. Πάλι θα υπάρχει αμηχανία. Νομίζω ότι επιχειρήθηκε να επανέλθει το “κενό”. Η Ομόνοια θα μετατραπεί σε ένα πέρασμα ανθρώπων και δεν θα εξυπηρετεί για ακόμα μία φορά τον σκοπό της.»
«Και ξαφνικά, μετά από ένα χρόνο μυστηρίου, η πλατεία Ομονοίας, που ως τώρα ήταν ερμητικά κλειστή με λαμαρίνες, χωρίς καμία ενημέρωση ή επιγραφή που να ενημερώνει για τις εργασίες που συνέβαιναν εντός, ετοιμάζεται να παραδοθεί εκ νέου στο κοινό της».
H Kατερίνα Χρυσανθοπούλου και η Έλενα Ζαμπέλη αποτελούν το αρχιτεκτονικό γραφείο των ΜοΥ studio και πριν μερικά χρόνια κλήθηκαν να σχεδιάσουν μια πλατεία που μπορεί να μην είχε την πρόκληση του αστικού δυναμικού τοπίου αλλά ήταν γεμάτη χώμα, λάσπη, ξερά χόρτα, μπάζα, μεγάλος όγκος ομβρίων υδάτων που κατέβαινε από το Κάστρο της Μονεμβάσιας.
«Μαζί με τη γραφειοκρατία και τις καθυστερήσεις, παρακάμφθηκε τόσο ο δημόσιος διάλογος, όσο και οποιοσδήποτε έλεγχος από Συμβούλια και Επιτροπές» – ΜοΥ studio.
Πίσω στην πόλη όπου ζουν και εργάζονται, η επαναφορά του συντριβανιού στην Πλατεία Ομονοίας που παραπέμπει στις φωτογραφίες της πλατείας από τη δεκαετία του ‘60 τις ικανοποιεί. «Απ’ ότι φαίνεται, η αναμονή άξιζε τον κόπο, γιατί ο Δήμος μας επιφύλασσε μία μεγάλη έκπληξη: Την επιστροφή του σιντριβανιού που όλοι έχουμε συνδέσει με τις παλιές ελληνικές ταινίες του, τις καρτ ποστάλ της παλιάς Αθήνας, τους λούστρους, τους κουλουρτζήδες, το τραμ και τα ρετρό αυτοκίνητα. Μάλιστα, επειδή ζούμε στο 2020 πια, το σιντριβάνι τη νύχτα γίνεται πολύχρωμο, κι επειδή η οικολογία είναι στο επίκεντρο του σύγχρονου σχεδιασμού, περιστοιχίζεται από μία μεγάλη έκταση γκαζόν. Ο νέος δήμαρχος μας καλεί να “ξαναγαπήσουμε την πλατεία Ομονοίας” και μία γρήγορη ματιά στα social media δείχνει ότι μάλλον θα το κάνουμε, γιατί τα πρώτα σχόλια είναι αρκετά θετικά».
Η επικοινωνιακή στρατηγική είναι κατά τις ίδιες εξαιρετική όμως αποπροσανατολίζει από τα πραγματικά καίρια ερωτήματα που θέτει η ανάπλαση της Πλατείας. «Το πρώτο και κυριότερο είναι ότι η νέα Ομόνοια αποτελεί, επί της ουσίας, ένα αυθαίρετο στην καρδιά της πόλης. Για δημόσια έργα τέτοιας σημασίας ο δήμος οφείλει να προκηρύξει αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, όπως συνέβη το 1998. Αντ’ αυτού, βγήκε μια απλή άδεια αλλαγής δαπεδόστρωσης. Έτσι, μαζί με τη γραφειοκρατία και τις καθυστερήσεις, παρακάμφθηκε τόσο ο δημόσιος διάλογος, όσο και οποιοσδήποτε έλεγχος από Συμβούλια και Επιτροπές.»
Και συνεχίζουν: «Δεύτερον, η Πλατεία Ομόνοιας αποτελεί σύμπραξη ιδιωτικού και δημόσιου φορέα, που σημαίνει ότι τόσο η μελέτη όσο και η κατασκευή είναι δωρεά, και μάλιστα των ιδιοκτητών ξενοδοχείων γύρω από την πλατεία. Και παρότι η κάλυψη κενών του δημοσίου ταμείου από ιδιωτικές χορηγίες είναι στην ιδέα της θεμιτή και θετική, οι όροι με τους οποίους γίνεται και ποιανού συμφέροντα εντέλει καταλήγει να υπηρετεί οφείλουν να εξεταστούν πολύ προσεκτικά».
Μπορεί το άθροισμα ενός κυκλοφοριακού κόμβου, ενός σιντριβανιού, ενός απροσπέλαστου πρασίνου κι ενός γλυπτού να δημιουργήσει έναν πραγματικό χώρο συνάθροισης, συνάντησης κι ανταλλαγής ή μήπως σχεδιάστηκαν ως ένα ευχάριστο φόντο για τους θαμώνες των καφενείων και τα μπαλκόνια των ξενοδοχείων, αναρωτιούνται οι ΜοΥ studio.
«Μήπως τέτοιες επιλογές επιδιώκουν να αποτρέψουν τους ανεπιθύμητους επισκέπτες για να μείνει η εικόνα αυτή άσπιλη, καθαρή και νοικοκυρεμένη; Αν και ήσσονος σημασίας σε σχέση με τα προηγούμενα, το τρίτο μας ερώτημα είναι για ποιους φτιάχτηκε αυτή η νέα πλατεία που καλούμαστε να αγαπήσουμε, όπως εν γένει και οι δημόσιοι χώροι που παράγονται -για την ακρίβεια προκύπτουν- στην Ελλάδα. Εν κατακλείδι, για να ξεκινήσει οποιαδήποτε συζήτηση για την Πλατεία Ομονοίας, πρέπει να έχει πρώτα εξασφαλιστεί ότι θα υπάρχει ακόμα εκεί μια πλατεία, πράγμα που οι πρώτες εικόνες και βίντεο δείχνουν μάλλον απίθανο».
Οι τίτλοι που συνοδεύουν την επερχόμενη εικόνα της πλατείας εμπεριέχουν τη νοσταλγία, διαβάζουμε για την «Ομόνοια όπως παλιά» (όπως λέγεται δηλαδή και η πρωτοβουλία του Εμπορικού Συλλόγου της Αθήνας), για το πότε ήταν «στολίδι» ενώ φωτογραφίες της πλατείας από τις δεκαετίες του ‘60 και του ‘70 έχουν αυτές τις μέρες την τιμητική τους.
Φαίνεται πως έχουμε μια τάση να αναπολούμε εποχές της Αθήνας περασμένες. Όμως, τα έργα σε μια πόλη πρέπει να μας γυρίζουν στο παρελθόν ή να μας δείχνουν το μέλλον; Αυτή την ερώτηση θέσαμε στον Γιώργο Τζιρτζιλάκη αρχιτέκτονα και καθηγητή στο Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.
«Δεν κοιτάμε μπροστά, κάνουμε μια πλατεία που θυμίζει πως ήμασταν κάποτε, αυτό κι αν είναι κραυγαλέο παράδειγμα για το ότι έχουμε κρίση εννοιών και παραδειγμάτων προκειμένου να υπάρξει ένα όραμα για το πως φανταζόμαστε την πόλη» – Γιώργος Τζιρτζιλάκης
«Αυτή τη στιγμή, το μόνο στοιχείο για τη νομιμοποίηση της νέας πλατείας είναι ότι η Ομόνοια “θα γίνει όπως ήταν”. Αυτή η υπερτροφία της νοσταλγίας είναι ένα ψευδοϊστορικό παιχνίδι, μια παραχάραξη και πολιορκητικός κριός για κάποιους, η Ομόνοια αλλάζει αλλά είναι πάντα ίδια στην ουσία της. Δεν κοιτάμε μπροστά, κάνουμε μια πλατεία που θυμίζει πως ήμασταν κάποτε, αυτό κι αν είναι κραυγαλέο παράδειγμα για το ότι έχουμε κρίση εννοιών και παραδειγμάτων προκειμένου να υπάρξει ένα όραμα για το πως φανταζόμαστε την πόλη. Υπάρχουν ανικανοποίητες παραστάσεις στο συλλογικό φαντασιακό, άρα, καταλήγουμε στο να συνεννοηθούμε με κάτι που θα θυμίζει αυτό που κάποτε ήμασταν, μιλάμε για ένα φάντασμα».
«Η νέα πλατεία είναι μια συντηρητική επιλογή που δεν απαντά σε ουσιαστικά ζητήματα. Το συντριβάνι είναι πολύ μεγάλο σε σχέση με το μέγεθος της πλατείας και την καταργεί. Έχει φτιαχτεί για να το βλέπουμε από μακριά αφού δεν είναι μια κατασκευή στην οποία μπορούμε να σταθούμε δίπλα της» -Νίκος Μπελαβίλας
Το 2020, μαζί με την τοποθέτηση του σιντριβανιού, το υπουργείο Τουρισμού μετακομίζει στην περιοχή της Ομόνοιας και συγκεκριμένα στην οδό Σωκράτους 65, ενώ τουλάχιστον έξι νέα ξενοδοχεία, κυρίως τεσσάρων αστέρων, αναμένεται να λειτουργήσουν πέριξ της πλατείας Ομονοίας κατά τη διάρκεια των επόμενων μηνών, με τον ισραηλινό ξενοδοχειακό όμιλο Brown Hotels να έχει τη μεγαλύτερη παρουσία στην περιοχή.
«Η Ομόνοια είναι μια λίμνη στην οποία εκβάλουν διάφοροι ποταμοί. Είναι οι ποταμοί οι αλληγορικοί και είναι οι ποταμοί οι καθαρώς νοητοί. Οι αλληγορικοί ποταμοί, εκ των οποίων ο μεγαλύτερος είναι εκείνος που λέγεται του “Πανεπιστημίου”, ξεβράζουν στην Ομόνοια τροχοφόρα και ανθρώπους, ενώ οι νοητοί ποταμοί, που δεν υπάρχουν παρά μόνο μες στις καρδιές ορισμένων, και που ο μεγαλύτερός τους θα μπορούσε ίσως να ονομαστεί ποταμός της “Καβάλας” κατεβάζουν με το λιγοστό μα ορμητικό νεράκι τους στην Ομόνοια κάθε μέρα και κάποιο τσακισμένο κορμί – τσακισμένο από τη φριχτή καταπίεση και τα βασανιστήρια των συγγενών και του περιβάλλοντος».
Πρόκειται για ένα απόσπασμα από το βιβλίο «Ομόνοια 1980», μια τολμηρή περιγραφή και ανατομία της κοινωνίας των προσώπων που σύχναζαν, ένα άλμπουμ με φωτογραφίες του Ανδρέα Μπέλια από τη σημερινή Ομόνοια, μαζί με ένα εκτενές κείμενο-ντοκουμέντο του Γιώργου Ιωάννου.
Μαζί με το παραπάνω απόσπασμα, ο Γιώργος Τζιρτζιλάκης μας υπενθυμίζει την ετυμολογία της λέξης πλατεία, ως θηλυκό του «πλατύς».
«Η πλατεία λειτουργούσε πάντοτε σαν ένα γλυπτό, υλικό και άυλο ενώ την ομόνοια την καθιστούσαν τα μαγαζιά που ήταν γύρω της, το Νέον, τα μικρά καφέ, τα σουβλατζίδικα, τα δισκάδικα. Ο κόσμος της Ομόνοιας δεν πήγαινε μέχρι εκεί για την αρχιτεκτονική και το συντριβάνι της, υπήρξε η πύλη των επαρχιωτών στην Αθήνα και ο τόπος ραντεβού τους, έπειτα έγινε ο τόπος συνάντησης των μεταναστών, ήταν και είναι το μέρος για ανθρώπους που η πόλη τους αισθάνεται ως περιθωριακούς, ένας χώρος συναισθηματικός και έντονος», περιγράφει ο αρχιτέκτονας.
Κι όπως επίσης είχε γράψει ο Γιώργος Ιωάννου το 1988 «μαθήτεψε αν σου βαστάει στην πλατεία. Είναι η πλατεία όλων των χωριών κια όλων των πόλεων της χώρας. Όταν συχνάζεις εδώ, συχνάζεις παντού».
Σήμερα, μπορεί κάποιοι να την επισκεφθούν λόγω της μιντιακής απήχησης που έχει λάβει το έργο, αλλά κατά τον Γιώργο Τζιρτζιλάκη δεν γνωρίζουμε ποια θα είναι η επόμενη συμβολική συσσώρευση στην πλατεία.
«Θα αλλάξει η κοινωνική διαστρωμάτωση της Ομόνοιας; Η ιδιωτική πρωτοβουλία μπορεί να αποφασίσει ποιος θα πάει κάπου; Νομίζω ότι αυτές είναι λειτουργίες των πόλεων που δεν αλλάζουν εύκολα, μια μεγάλη ισοπεδωτική αλλαγή ήταν αυτή του Μπομπούρ στο Παρίσι αλλά αυτό απαιτεί πολύ μεγάλα και εκτεταμένα έργα για να γίνουν αυτό που λέμε τα τελευταία χρόνια ‘’εξευγενισμοί’’. Ζούμε σε μια πόλη όπου ο δημόσιος χώρος συρρικνώνεται συνεχώς με πρόχειρα στέγαστρα καφενείων και εστιατορίων ενώ δεν έχουμε πλατείες με την έννοια του “πλατύς”. Πάντοτε σκεφτόμαστε να διορθώσουμε έναν δημόσιο χώρο -άλλωστε υπάρχει και το θέμα του τουριστικού όμως ανθίσταται από μόνος του και αναπτύσσει τη δική του προσωπικότητα, ο ίδιος ασκεί μια πίεση και επιβολή που η αλλαγή και η τοποθέτηση ενός συντριβανιού δεν μπορεί να την αλλάξει».
*Από το βιβλίο του Θανάση Γιοχάλα και της Τόνιας Καφετζάκη «Αθήνα: Ιχνηλατώντας την πόλη με οδηγό την ιστορία και τη λογοτεχνία».