Θυμάμαι πριν λίγα χρόνια, για την ακρίβεια τις παραμονές του Μουντιάλ του 2010, ετοιμάζαμε στα γραφεία ενός ανδρικού περιοδικού το ειδικό τεύχος για το Παγκόσμιο Κύπελλο. Ξέρετε τώρα ένα μεγάλο τραπέζι και μερικά μεγάλα αγόρια που κάνουν σαν μικρά παιδιά, βάζοντας πάνω του ποδοσφαιρικές αναμνήσεις. Σε κάποια στιγμή της σύσκεψης πέφτει η ιδέα να φτιάξουμε την «καλύτερη Μουντιαλική ενδεκάδα όλων των εποχών».

Ως αθεράπευτος «Ολλανδός» θεώρησα δεδομένη την παρουσία του Γιόχαν Κρόιφ. Κάποιος πετάχτηκε, προβάλλοντας το λογικό επιχείρημα της αξιοκρατίας. «Από πού κι ως πού Κρόιφ στην καλύτερη ενδεκάδα των Μουντιάλ; Έπαιξε μόνο σε ένα κι αυτό ούτε καν το κατέκτησε». Σωστός. Αλλά και ταυτόχρονα πολύ λάθος. Γιατί η θέση απονέμεται στον Κρόιφ αριστίνδην, τιμής ένεκεν. Ως το απόλυτο μοντέλο του Νέου Ποδοσφαιριστή. Ως η ενσάρκωση του ‘total footballer’, μπορούμε να τον θεωρήσουμε προσωποποίηση της μεγάλης εθνικής Ολλανδίας των 70s που εισήγαγε τον περίφημο όρο «ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο» υπό την καθοδήγηση του Ρίνους Μίχελς.

Ναι, ο Κρόιφ – ούτε η Ολλανδία – δεν κέρδισε κάτι. Παρά τις εξαιρετικές καμπάνιες τους στα Μουντιάλ του ’74 (με τον Γιόχαν παρόντα και μαέστρο) και ’78. Και στα δύο υπήρξαν οι καλύτεροι. Στο πρώτο παρουσιάζοντας κάτι τρομακτικά μοντέρνο, στο δεύτερο ως το αουτσάιντερ που ήρθε από τον εξωτερικό διάδρομο στην τελική ευθεία του τουρνουά. Αλλά ηττήθηκαν – όχι  συμπτωματικά – από τους γηπεδούχους. Δυτική Γερμανία και Αργεντινή, αντίστοιχα. Σε δραματικά ματς που άφησαν στην «Οράνιε» πίκρα και γέννησαν «εθνικούς ήρωες» για τους νικητές – Γκερντ Μιλερ και Μάριο Κέμπες.

Όμως μετά από αυτήν την πορτοκαλί αποκάλυψη και την καθολική αναγνώριση του Κρόιφ ως καλύτερου παίκτη στον κόσμο (τρεις φορές «Χρυσή Μπάλα» – 1971, 1973, 1974) άλλαξαν και τα κριτήρια με τα οποία το άθλημα παιζόταν και γινόταν αντιληπτό. Από εκείνη την Ολλανδία δεν επιβίωσε ούτε ένα ενσταντανέ πανηγυρισμών. Απλούστατα γιατί δεν υπήρξε. Αλλά κληροδοτήθηκαν έννοιες όπως άμυνα ζώνης, μικρές αποστάσεις μεταξύ των γραμμών, «όλοι αμύνονται – όλοι επιτίθενται», αλλαγές θέσεων, κατάργηση της στατικότητας κτλ. Είναι φοβερές, αν το καλοσκεφτείτε, οι αναλογίες με αυτό που έκαναν την ίδια στιγμή στη μουσική οι Kraftwerk στα κλινικά στούντιο του Ντίσελντορφ. Πολύ συχνά, αυτοί που πάνε τα πράγματα μπροστά δεν πανηγυρίζουν. Τους λείπει κάτι, ίσως αυτό που λέμε «ψυχή». Αφήνουν όμως μια καθοριστική παρακαταθήκη που στο εξής θεωρείται δεδομένη. Και μερικές φορές είναι σημαντικότερο να αλλάξεις τη συνταγή, από το να πετύχεις μια φορά το φαγητό.

cruyff illu

Έτσι, κι ο Κρόιφ δε μας άφησε κάποιο highlight καθοριστικού γκολ, αλλά ένα όραμα διαφορετικού παιχνιδιού. Όχι ως πρώτος μεταξύ ίσων, αλλά ως ο Προφήτης μια Νέας Συναρπαστικής Ποδοσφαιρικής Εποχής. Ήταν ο μακρυμάλλης, αντισυμβατικός, δύστροπος καλλιτέχνης που ξεχωρίζει από τους υπόλοιπος μεγάλους της ποδοσφαιρικής ιστορίας. Γιατί εκεί που οι άλλοι έπαιζαν (μεγάλη) μπάλα, εκείνος ερχόταν από το μέλλον. Δεν ήταν ένα προικισμένο «θαύμα της φύσης» σαν τον Πελέ, δεν είχε αυτή τη μοναδική διαστροφή του Ντιεγκίτο να μετατρέπει τα πάντα σε καταστάσεις «ένας εναντίον όλων» για να ταΐζει το εγώ του και να αποκτά πύρινο κίνητρο.

https://youtu.be/kIAVTd3jVe8

Ο Κρόιφ διέστειλλε τα όρια του παιχνιδιού. Έπαιξε το πέναλτι με πάσα πολύ πριν ο Μέσι γίνει viral, καθιέρωσε κόβοντας την ανάσα την περίφημη Cruyff Turn –προσποίηση 180 μοιρών που χάζευε τους αμυντικούς, εξέπληξε με την πρωτοφανή για τότε διαγώνια κίνησή του παρότι θεωρητικά έπαιζε «δεκάρι» (ή μήπως ήταν το πρώτο «ψευτοεννιάρι» όλων των εποχών, επίσης πολύ πριν οι νέοι προπονητές πειραματιστούν να παίξουν χωρίς σέντερ φορ). Και το σημαντικότερο: δεν σταμάτησε να υπηρετεί το όραμά του, μόλις εγκατέλειψε την μπάλα κολλώντας τα χρυσά ένσημα στις ΗΠΑ κι επιστρέφοντας για τις τελευταίες παραστάσεις του στην Ολλανδία των αρχών των 80s. Ως αυθεντικός ποδοσφαιράνθρωπος (άλλη μεγάλη διαφορά του σε σχέση με τους άλλους 2, Πελέ και Μαραντόνα) διέδωσε το όραμά του και ως προπονητής, τεχνικός σύμβουλος ή κριτής αφ’ υψηλού. Το σπέρμα του υπήρξε στη μεγάλη νίκη της Ολλανδίας στο EURO ’88, ξαναέκανε την Μπαρτσελόνα ελκυστική στα late 80s (μετά από μια δεκαετία που οι μπλαουγκράνα είχαν διολισθήσει στην ποδοσφαιρική thug life) κι έβαλε τις βάσεις για το αριστούργημά του: την ποδοσφαιρική Ακαδημία La Masia που γέννησε την διαστημική Μπάρτσα της τελευταίας δεκαετίας, την καλύτερη ομάδα όλων των εποχών.

cruyff 14

Όπως κάθε μεγάλος ήταν αλαζόνας. Δεν μπορούσε να καταδεχθεί να μείνει πίσω από την μπάλα και να «κλέψει» τα ματς – αφού κυλούσε στο χορτάρι η «στρογγυλή θεά» έπρεπε να βρίσκεται στην κατοχή της δικής του πλευράς. Όπως κάθε μεγάλος ήταν ξεροκέφαλος και ναρκισσιστής. Εκεί που οι άλλοι διάλεγαν νούμερα μέχρι το 11, εκείνος πήρε το 14 (πολύ πριν τη σημερινή ελεύθερη επιλογή). Για να ξεχωρίζει; Μπορεί. Αλλά και σίγουρα λίγο για να αναγκάσει το σύστημα να το αποδεχθεί. Όπως κάθε μεγάλος ήταν φύσει αντικομφορμιστής. Δέθηκε με τους Καταλανούς κι έβγαλε το γιο του Γιόρδι, το απαγορευμένο τοπικό όνομα, για να μπει και λίγο στο μάτι των τελευταίων ημερών της δικτατορίας του Φράνκο και να γίνει σε μια νύχτα εκείνος «πολιούχος της Βαρκελώνης». Ή το άλλο με τη θρησκεία; «Δεν είμαι θρήσκος. Στην Ισπανία και οι 22 παίκτες κάνουν τον σταυρό τους, πριν ξεκινήσει το ματς. Αν αυτό δούλευε, όλα τα ματς θα έρχονταν ισοπαλία». Όπως κάθε μεγάλος, ήταν ρεβανσιστής. Όταν ο Άγιαξ τον αποδέσμευσε σε ηλικία 36 ετών, δε δίστασε να πάει στην άσπονδη αντίπαλο του Φέγενορντ στο Ρότερνταμ και να την οδηγήσει στον τίτλο του 1984, πίνοντας ηδονικά το γλυκό κρασί της εκδίκησης. Ένα χρόνο μετά επέστρεψε στον αγαπημένο του «Αίαντα» ως προπονητής, σαν να μη συμβαίνει τίποτα, είχε πετύχει αυτό που ήθελε.

Όπως κάθε μεγάλος, παρότι φουτουριστής, ήταν icon της εποχής του. Απήχησε τα 70s με το μποέμικο λουκ του και την sui generis προσέγγισή του που συνοψίζεται απόλυτα στην παρακάτω φωτογραφία…

cruyff cards

Ο Γιόχαν Κρόιφ έφυγε πριν προλάβει να κλείσει τα 69 την περασμένη Πέμπτη. Συγκινώντας μοιραία έναν μεγαλύτερο αριθμό ανθρώπων, πέραν του στενού κύκλου των ποδοσφαιρόφιλων, που τον θρήνησαν ως καλλιτέχνη. Αυτή η καταραμένη παρένθεση (1947-2016) φέτος μας κυνηγά, αλλά και μας μαθαίνει να (εκ)τιμούμε…