Σήμερα Τετάρτη, Μπενφίκα και Σεβίλλη παίζουν στον τελικό του Europa League. Ο γνωστός και ως 2ος «τη τάξη» ευρωπαϊκός θεσμός, αποτέλεσμα συγχώνευσης των προγονικών Κυπελλούχων και Uefa, μπορεί διαχρονικά να υστερεί σε λούσο, έχει δώσει πάντως κατά καιρούς την ευκαιρία και σε μικρότερα ποδοσφαιρικά μεγέθη να γράψουν ιστορία, ζώντας ονειρεμένες μέρες. Κάπως έτσι περιγράφηκε στο Uefa της σεζόν 1977-78 η πορεία της Μπαστιά, το τέλος της οποίας ανέλαβε να αποδώσει με τη μοναδική κινηματογραφική του ματιά ο Ζακ Τατί.
Οι φίλοι των ταινιών του Τατί ασφαλώς θα θυμούνται τον ποδηλατικό οίστρο του ταχυδρόμου Φρανσουά στη Μέρα Γιορτής (1949), ή τον αντίστοιχο τενιστικό του Μεσιέ Ιλό στις Διακοπές του… (1953). Και παλιότερα πάντως, στις πρώτες του, προπολεμικές εμφανίσεις στο πανί, τότε μόνο ως ηθοποιός σε μικρού μήκους άλλων σκηνοθετών, ο ψηλέας (1.91 μ.) Τατί είχε παίξει τον τενίστα Οσκάρ (1932, «Οσκάρ, ο Πρωταθλητής του Τένις», του Ζακ Φορεστέρ) και τον Ροζέρ, έναν μποξέρ (1936, «Πρόσεχε το Αριστερό σου», του Ρενέ Κλεμάν).
Προτού ριχτεί στον κινηματογράφο, ο Τατί ήταν ένας μούλτι-σπόρτσμαν της εποχής, όπως συνηθιζόταν άλλωστε τότε, αφού επιδιδόταν σε τουλάχιστον 3 διαφορετικά αθλήματα (ράγκμπι, τένις, πυγμαχία). Λέγεται μάλιστα ότι ο αθλητικός του περίγυρος ήταν αυτός που τον παρότρυνε να φτιάξει ένα θεατρικό ακτ γύρω από τις κινήσεις διαφόρων συναθλητών του, που συνήθιζε να μιμείται, και κάπως έτσι ξεκίνησε τις πρώτες του εμφανίσεις σε βαριετέ του Παρισιού της δεκαετίας του ‘30. Περίπου μισό αιώνα μετά, την άνοιξη του 1978, σχεδόν απόμαχος κινηματογραφιστής πια, με σχετικά μικρής έκτασης (8 ταινίες) αλλά καταπληκτικό σύνολο έργου, ο 71χρονος τότε Τατί δέχτηκε την πρόταση του προσωπικού του φίλου Ζιλμπέρ Τριγκανό να κινηματογραφήσει αυτό που φαινόταν ως το πιο χαρούμενο γεγονός στην ιστορία της Μπαστιά, της «συμπρωτεύουσας» της Κορσικής: ήταν ο πρώτος τελικός του Κυπέλλου Uefa 1977-78, ανάμεσα στην (Σπορτίνγκ Κλαμπ ντε) Μπαστιά και την PSV Αϊντχόφεν, από την Ολλανδία.
Βιομήχανος που δήλωνε κομμουνιστής, ο Τριγκανό ήταν πρόεδρος και βασικός χρηματοδότης της ομάδας της Μπαστιά τις μέρες που όλο το νησί φαινόταν να ζει σ’ ένα διαρκές μεθύσι, που είχε ξεκινήσει από το φθινόπωρο του ‘77, με τους διαδοχικούς αποκλεισμούς ισχυρών ομάδων όπως οι Σπόρτινγκ Λισαβόνας, Νιουκάστλ και Τορίνο. Η Σπορτίνγκ Κλαμπ ντε Μπαστιά, η ομάδα της πόλης των 40.000 περίπου κατοίκων, είχε ιδρυθεί από το 1905, πέρασαν όμως πάνω από 60 χρόνια για ν’ αρχίσει να μπαίνει σιγά-σιγά στο μάτι των μεγάλων «μητροπολιτικών» συλλόγων, πετυχαίνοντας ταυτόχρονα και τις πρώτες τις ευρωπαϊκές εξόδους . Στο παμπάλαιο γηπεδάκι (12.000 θέσεων) Αρμάν Σεζαρί («Φουριανί» για τους περισσότερους, στο όνομα του περίχωρου που το φιλοξενεί) της Μπαστιά, τα ντεσιμπέλ ήταν πάντοτε ενισχυμένα από τις φωνές, τις κόρνες, τα βεγγαλικά, ενίοτε και τις μπαλωθιές. Στις απαρχαιωμένες εγκαταστάσεις και τις ξεχειλισμένες κερκίδες του Φουριανί, των οποίων οι πρώτες σειρές ήταν στα 1-2 μέτρα από το -απελπιστικά στενό- τερέν, η δεύτερη ευρωπαϊκή καμπάνια στην ιστορία της ομάδας αποδείχτηκε ξεχωριστή: εκεί προσκύνησαν η μία μετά την άλλη 5 ομάδες, με τη Μπαστιά να διαθέτει έναν διαφορετικό πρωταγωνιστή-ήρωα σε κάθε πρόκριση: με τη Σπόρτιγκ ήταν ο αναπληρωματικός επιθετικός Ιβ Μαριό, με τη Νιουκάστλ ήταν ο μεγάλος διεθνής Ολλανδός φορ Τζόνι Ρεπ, με την Τορίνο ο Μαροκινός μεσοεπιθετικός Μέρι Κριμό, στον προημιτελικό με την Ιένα ο 2ος φορ, Φρανσουά Φελίξ, ενώ στις φούριες του ημιτελικού κόντρα στην Γκρασχόπερς ήταν η σειρά του εγκεφαλικού χαφ Κλοντ Παπί να τινάξει τα δίχτυα, γράφοντας το 1-0 που έδινε το οριακό προβάδισμα (ανατροπή της ήττας με 2-3 στη Ζυρίχη) για την τελευταία στάση.
Έχοντας στο πλευρό του -σε ρόλο βοηθού σκηνοθέτη και μοντέρ- την κόρη του, Σοφί Τατισέφ, ο Τατί πήρε εικόνες από όλο το εικοσιτετράωρο πριν, στη διάρκεια και μετά τον τελικό, από το πρωί της 26ης έως εκείνο της 27ης Απριλίου του 1978, οι οποίες μονταρίστηκαν τελικά σε 26 περίπου λεπτά, κάτω από τον τίτλο “Forza Bastia 78-L’ Île en Fête” («Το Νησί Γιορτάζει»). Ουσιαστικά ήταν το αντίο του Τατί στον κινηματογράφο, που θύμισε το ξεκίνημά του όχι μόνο ως ηθοποιού αλλά και ως σκηνοθέτη, με άλλη μια Μέρα Γιορτής, όχι μυθοπλαστικής αυτή τη φορά. Έστω μικρής διάρκειας, η ταινία είναι γεμάτη από υλικά à la Tatiesque: ένας συνδυασμός από ήχους και ησυχίες μέσα σε μια αίσθηση τυχαιότητας, με χαμογελαστές, υπερ-αισιόδοξες φάτσες να στολίζουν τα μπαλκόνια τους στο άσπρο-μπλε της ομάδας, να γράφουν συνθήματα στους τοίχους, να κορνάρουν, να φωνάζουν από ντουντούκες, να πηγαίνουν στο γήπεδο. Το βράδυ ξέσπασε μια γερή μπόρα, που έβαλε ερωτηματικά στη διεξαγωγή του ματς. Τελικά οι ομάδες έπαιξαν, φέρνοντας ένα κάπως ειρωνικό 0-0. Η ταινία τελειώνει με την τυπική μελαγχολία της επομένης ενός μεγάλου πάρτι: σκουπίδια παντού και μια ασήκωτη γαλήνη. Κάπου εκεί τελείωσαν και τα χρυσά χρόνια της ομάδας της Μπαστιά, η οποία στον επαναληπτικό της Ολλανδίας ηττήθηκε, εξουθενωμένη και σχεδόν με κάτω τα χέρια (0-3). Το Φουριανί αργότερα (1992) συνδέθηκε με τη μεγαλύτερη τραγωδία στην ιστορία του γαλλικού ποδοσφαίρου. Το φιλμ δεν προβλήθηκε ποτέ μέχρι το 2002, και αφού η Τατισέφ το είχε επεξεργαστεί εκ νέου, λίγο πριν το θάνατό της.
Η ταινία δεν βρίσκεται αυτή τη στιγμή κάπου διαδικτυακά, ωστόσο κάποιες εικόνες μπορείτε να δείτε στο παρακάτω βίντεο (που έχει πάντως πάνω του ένα άσχετο σάουντρακ):