Χειμώνας του 1922.
Ένας οπαδός της Τότεναμ, μηχανικός στο επάγγελμα, φεύγει από το γήπεδο. Στα χέρια του κρατά ένα σπιρτόκουτο. Το ανοίγει, το σμιλεύει, προσθέτει μερικές πρόχειρες φιγούρες κι ένα μπαλάκι. Πρόκειται για το πρώτο ποδοσφαιράκι της ιστορίας, ένα χόμπι (ή μήπως σπορ;), το οποίο έμελλε τις επόμενες δεκαετίες να κατακτήσει τον κόσμο. Φυσικά και την Ελλάδα.
Τη διάδοση του αθλήματος αναλαμβάνει ένας θείος του κυρίου από το Λονδίνο, επίσης μηχανικός. Δημιουργεί το πρώτο τραπέζι με ξύλινες φιγούρες και το παρουσιάζει για πρώτη φορά στην Αμερική όπου και διαμένει. Στη χώρα μας τα πρώτα ποδοσφαιράκια τα συναντάμε ήδη από την δεκαετία του ‘50 και μέσα σε λίγα χρόνια είναι τέτοια η ζήτηση που δε νοείται καφενείο της πρωτεύουσας και της επαρχίας χωρίς ένα σε κάποια του γωνία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τρέλας που επικρατούσε, είναι η χαρακτηριστική σκηνή από την ταινία Της Κακομοίρας (1963), με τον Κώστα Χατζηχρήστο να δείχνει με αρκετή ένταση τις ικανότητές του στο άθλημα, ενώ γύρω του στέκονται αρκετοί θαμώνες του μαγαζιού που κοιτούν αποσβολωμένοι τη μάχη.
https://www.youtube.com/watch?v=jmAN9sWgroY
Τα χρόνια πέρασαν, τα ουφάδικα και τα ηλεκτρονικά άρχισαν να αντικαθιστούν τα διάσημα τραπέζια, το σπορ όμως άντεξε και σήμερα θεωρείται ένα από τα διασημότερα επιτραπέζια παιχνίδια στον κόσμο. Η κοινότητα που ασχολείται με το επιτραπέζιο ποδόσφαιρο μετρά αρκετές χιλιάδες πιστών, ενώ κάθε χρόνο πραγματοποιούνται δεκάδες διεθνή κι ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, μεταξύ των οποίων Παγκόσμιο Πρωτάθλημα και Champions League, ακριβώς όπως και στο κανονικό ποδόσφαιρο.
Ένας από τους παίκτες που συνεχίζει εδώ και χρόνια να αγωνίζεται και διακρίνεται στους επίσημους αγώνες του είναι Έλληνας, ο Δημήτρης Γόντικας, ο οποίος, μάλιστα, καταφέρει το 2015 να φτάσει μέχρι την 39η θέση της παγκόσμιας κατάταξης.
Ο Δημήτρης άφησε την Ελλάδα για τα μάτια της γυναίκας του και σήμερα ζει μόνιμα στη Βουλγαρία. Σ’ αυτή, όπως υποστηρίζει στην Popaganda, οφείλει το γεγονός ότι ασχολήθηκε εντατικά με το σπορ, καθώς εκείνη έψαξε και βρήκε πως στην Βουλγαρία υπάρχει επίσημη ομοσπονδία, κάτι που στην Ελλάδα ακόμη αγνοείται.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Περιστέρι. Μαζί με τους φίλους του έπαιρνε το μηχανάκι και γυρνούσαν από περιοχή σε περιοχή αναζητώντας καφενείο με ποδοσφαιράκι για να μπουν και να παίξουν με τις ώρες. Άλλωστε, τότε ήταν πολύ φθηνό, απ’ ό,τι θυμάται, μόλις 2 δεκάρες, «καμία σχέση με το σημερινό 50λεπτο». Στα 16 του άρχιζε να δουλεύει ως επιπλοποιος. Η τέχνη του τον βοήθησε να αγαπήσει πιο πολύ το σπορ – και να τον διευκολύνει οικονομικά – καθώς για να αγωνίζεται δωρεάν αναλάμβανε να ανακατασκευάζει τα τραπέζια με τους σπασμένους πάτους και φιγούρες.
Στην Βουλγαρία, ωστόσο, έμαθε πώς πραγματικά παίζεται το ποδοσφαιράκι. «Η διαφορά είναι ότι σ’ όλο τον υπόλοιπο κόσμο υπάρχουν συγκεκριμένοι κανόνες για τον τρόπο παιχνιδιού. Κάτι που έμαθα εκεί, για παράδειγμα, εκεί είναι ότι δεν πρέπει να κουνάς το τραπέζι όσο παίζεις. Στην Ελλάδα συνηθίζεται να κοπανιούνται 4 παίκτες και το τραπέζι να “χορεύει”, κάτι το οποίο είναι εντελώς ερασιτεχνικό», σημειώνει ο ίδιος.
Δεν είναι, όμως, ο μοναδικός κανόνας τον οποίο έμελλε να διδαχθεί για πρώτη φορά στη γειτονική χώρα. «Μου πήρε έξι μήνες να ξεφύγω από την ελληνική νοοτροπία. Έπρεπε να μάθω να κάνω συγκεκριμένες κινήσεις. Δεν μπορείς, λόγου χάρη, να ξεκινήσεις τον αγώνα χωρίς ο αντίπαλος να σου απαντήσει πως είναι έτοιμος. Όπως ήξερα από την Ελλάδα, άρχιζα χωρίς να περιμένω. Αμέσως έκανα φάουλ κι έχανα το μπαλάκι».
Σήμερα κοντεύει τα 50 και είναι έτοιμος να μπει σε νέα ηλικιακή κατηγορία, στη Senior, στην οποία, όπως του λένε συνέχεια οι νεότεροι συμπαίκτες, θα αποτελεί το φαβορί για την κατάκτηση ακόμη και του παγκοσμίου κυπέλλου.σΤΟ
Αγαπά πολύ το σπορ και καθημερινά ξοδεύει πολλές ώρες πάνω από τα τραπέζια. Θυμάται χαρακτηριστικά μια βραδιά στη Βουλγαρία. Έπαιζε με τόση ένταση και τέτοιο πάθος που όταν τελείωσαν όλα και κοίταξε το ρολόι του, η ώρα έδειχνε 4 τα ξημερώματα. Ούτε μέχρι σήμερα δεν θυμάται πως πέρασε τόσο γρήγορα ο χρόνος εκείνη τη νύχτα. «Υπάρχουν ματς τα οποία μπορεί να μην κρατήσουν ούτε δέκα λεπτά, ενώ μερικά να φτάσουν ακόμη και το μισάωρο». Οι αγώνες μπορεί να είναι μήνα παρά μήνα και οι κίνδυνοι από την καταπόνηση είναι μεγάλοι, ακόμα κι αν φαίνεται περίεργο. Ρήξη χιαστών και τραυματισμοί στον ώμο ή στον καρπό, είναι οι πιο σημαντικοί (και συνήθεις) τραυματισμοί που μπορεί να πάθει κανείς.
Στο εξωτερικό έμαθα ότι δεν πρέπει να κουνάς το τραπέζι όσο παίζεις. Στην Ελλάδα συνηθίζεται να κοπανιούνται 4 παίκτες και το τραπέζι να “χορεύει”, κάτι το οποίο είναι εντελώς ερασιτεχνικό
Θεωρεί τον εαυτό του φύσει επιθετικό παίκτη, ωστόσο, δεν τον χαλάει και το διπλό με συμπαίκτη, ειδικά όταν είναι κουρασμένος. Τον ρωτάω αν θυμάται κάποιο ματς συγκεκριμένα, το οποίο τον έχει στιγματίσει. Απαντά αμέσως. «Σ’ αρκετά τουρνουά προκειμένου να είναι ανταγωνιστικά, στα διπλά κληρώνεται να παίξει στην ίδια ομάδα ένας επαγγελματίας του αθλήματος με κάποιον πρωτάρη. Αυτό διευκολύνει κυρίως εκείνους που δεν έχουν συμπαίκτες. Εγώ, για παράδειγμα, έκανα 5 χρόνια για να βρω έναν μόνιμο. Δεν ήταν εύκολο γιατί, όταν ήρθα, είχαν ήδη όλοι τις παρέες τους. Σκέψου, πολλές φορές, έτρεχα πέντε λεπτά πριν την έναρξη του αγώνα να βρω συμπαίκτη.
Σ’ ένα τουρνουά κληρώθηκα να παίξω μ’ έναν νεαρό. Επειδή εγώ δεν γνώριζα καλά ούτε βουλγάρικα, ούτε αγγλικά συνεννοούμασταν πιο πολύ με νοήματα. Ήταν τρομερός παίκτης. Μπορεί να έκανε λάθη αλλά έπαιζε πολύ δυναμικά, με πάθος και ένταση. Νικήσαμε αρκετά ματς και φτάσαμε μέχρι την 5η θέση, αφήνοντας πίσω μας άλλα 20 ζευγάρια. Όταν τελειώσαμε και πανηγυρίσαμε εκείνος πήγε κοντά στους φίλους του που χοροπηδούσαν από την χαρά τους. Τότε ήρθε κοντά η γυναίκα μου και μου είπε πως ήταν κωφός. Εγώ δεν το είχα καταλάβει τόση ώρα. Δεν χρειαζόμασταν κάτι παραπάνω από τα νοήματα και την αγάπη μας για το παιχνίδι για να πάμε καλά».
Στους αγώνες του, ειδικά όταν πρόκειται για διεθνείς, φορά την ελληνική φανέλα, ακόμη και ας μην εκπροσωπεί επίσημα τη χώρα μας, μιας και η Ελλάδα δεν έχει δημιουργήσει μέχρι στιγμής ομοσπονδία για το επιτραπέζιο ποδόσφαιρο. Αυτό είναι και το μεγάλο παράπονό του. «Σ’ ένα τουρνουά είχα συναντήσει τον πρόεδρο της παγκόσμιας ομοσπονδίας και έδειχνε ενδιαφέρον για μας. Στην Ελλάδα, όμως, νομίζουμε πως τα ξέρουμε όλα, ότι είμαστε καλύτεροι από όλους. Υπάρχει πολύς κόσμος που αγαπά το σπορ, αρκετό ταλέντο, αλλά κανείς δεν έχει ακολουθήσει τα επαγγελματικά πρότυπα ακόμη και στην κατασκευή των τραπεζιών.
Γίνονται κάποια τουρνουά τα οποία, όμως, δεν είναι επίσημα. Παίζουν χωρίς κανόνες. “Σηκώνουν” τα τραπέζια στον αέρα και στο τέλος τσακώνονται μεταξύ τους. Δεν γίνεται έτσι. Στα κανονικά παιχνίδια έχεις τη δυνατότητα να ζητήσεις ακόμη και διαιτητή, ο οποίος έχει περάσει από ειδική σχολή», εξηγεί τη διαφορά στη νοοτροπία.
Μεγάλος του στόχος είναι να οργανώσει τουρνουά στην Θεσσαλονίκη για να ενημερώσει κυρίως τα νέα παιδιά πως όντως μπορεί να πάιξει κανείς επίσημα ποδοσφαιράκι με κανόνες και διοργανώσεις. Την ίδια ώρα το άθλημα στα Βαλκάνια γνωρίζει τις δόξες του, καθώς ήδη αρκετές χώρες όπως η Βουλγαρία, η Σερβία, η Σλοβακία και η Ρουμανία προσπαθούν να «χτυπήσουν» τις παραδοσιακά ισχυρές του σπορ, Γαλλία, Γερμανία και ΗΠΑ.
Λόγος αρχίζει να γίνεται ακόμη και για να συμπεριληφθεί το άθλημα στο καλεντάρι των Ολυμπιακών Αγώνων, ωστόσο, ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς μέχρι μια τέτοια αναγνώριση. «Κανείς δεν ξέρει, όμως. Μπορεί σε μερικά χρόνια να προκριθεί. Πόσο κρίμα θα ‘ναι η Ελλάδα να απέχει;».