Την 1η Φεβρουαρίου του 2020, οι New York Times φιλοξενούσαν την είδηση του θανάτου ενός πρώην επιστημονικού συμβούλου του Λευκού Οίκου, του Φρανκ Πρες, ο οποίος είχε πεθάνει στα 95 του χρόνια.

Ο Πρες, έγραφε η νεκρολογία, ήταν γεωφυσικός και καθηγητής στο Σεισμολογικό Εργαστήριο του Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Καλιφόρνια, έπειτα στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης, και σύμβουλος ομοσπονδιακών υπηρεσιών όπως του Ναυτικού και της NASA, μέχρι που το 1977 ο Αμερικανός πρόεδρος Τζίμι Κάρτερ τον διόρισε σύμβουλό του, επικεφαλής του Γραφείου για την Πολιτική στην Επιστήμη και την Τεχνολογία. «Σε αυτό τον ρόλο ήταν ο επικεφαλής επιστημονικός σύμβουλος του προέδρου, με το καθήκον να διασφαλίζει ότι οι ΗΠΑ παρέμεναν πρωτοπόρες στην επιστημονική έρευνα καθώς και να επιδιώκει διεθνείς συμμαχίες και συμφωνίες. Είχε εργαστεί προηγουμένως σε μια συνθήκη απαγόρευσης των πυρηνικών με τη Σοβιετική Ένωση», συνόψιζαν οι New York Times.  

Στη νεκρολογία, όμως, δεν αναφερόταν μία κομβική λεπτομέρεια.

Κάρτερ

Τέσσερις δεκαετίες πίσω, στις 7 Ιουλίου 1977, όταν η κλιματική αλλαγή δεν υπήρχε καν ως όρος, ο Πρες είχε συντάξει ένα ενημερωτικό σημείωμα για τον πρόεδρο Κάρτερ με τίτλο: «Εκπομπές πετρελαϊκού C02 και η Πιθανότητα μιας Καταστροφικής Κλιματικής Αλλαγής».

Η αναφορά αυτή ήταν μια ανατριχιαστικά ακριβής πρόβλεψη για τον σημερινό εφιάλτη της κλιματικής αλλαγής. Και ο πρόεδρος την είχε διαβάσει.

Στο σημείωμά του, ο Πρες ξεκινούσε περιγράφοντας τι σημαίνει κλιματική κρίση, με τα τότε γνωστά στοιχεία:

«Η καύση υδρογονανθράκων έχει αυξηθεί εκθετικά τα τελευταία 100 χρόνια. Ως αποτέλεσμα, η ατμοσφαιρική συγκέντρωση CO2 είναι τώρα 12% πάνω από το επίπεδο στο οποίο βρισκόταν πριν τη βιομηχανική επανάσταση και μπορεί να αυξηθεί 1,5 με 2,0 φορές από αυτό το επίπεδο μέσα σε 60 χρόνια. Εξαιτίας του “φαινομένου του θερμοκηπίου” του ατμοσφαιρικού CO2, η αυξημένη συγκέντρωση θα προκαλέσει μια θέρμανση του κλίματος παγκοσμίως μεταξύ 0,5 και 5 βαθμών Κελσίου».

Ο επιστήμονας είχε πέσει μέσα. Σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες, το 2021 η παγκόσμια μέση θερμοκρασία ήταν 1,1 βαθμό Κελσίου αυξημένη συγκριτικά με την προβιομηχανική περίοδο, ενώ οι πιθανότητες να ξεπεράσει παροδικά το όριο του 1,5 βαθμού που τέθηκε με τη Συμφωνία του Παρισιού αυξάνεται σταθερά από το 2015 κι έπειτα.

Τι επιπτώσεις θα είχε, κατά τον Πρες, μια τέτοια αλλαγή;

«Η πιθανή συνέπεια στο περιβάλλον μιας τόσο ραγδαίας κλιματικής διακύμανσης θα ήταν καταστροφική και απαιτεί μια εκτίμηση των συνεπειών με βαθμό σπουδαιότητας και δυσκολίας άνευ προηγουμένου. Μια ταχεία κλιματική αλλαγή μπορεί να καταλήξει σε καταστροφή των γεωργικών καλλιεργειών σε μεγάλη κλίμακα, σε μια περίοδο που ένας αυξημένος πληθυσμός της γης σπρώχνει τη γεωργία στα όρια της παραγωγικότητάς της. Ο επείγον χαρακτήρας του προβλήματος προκύπτει από το ότι δεν έχουμε τη δυνατότητα να στραφούμε γρήγορα σε πηγές εκτός των υδρογονανθράκων όταν οι συνέπειες του κλίματος θα γίνουν εμφανείς, όχι πολύ αργότερα από το 2000».

Είναι γεγονός ότι σήμερα βιώνουμε τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, για παράδειγμα με παρατεταμένες περιόδους καύσωνα και ξηρασίας, πλημμύρες και πιο έντονα καιρικά φαινόμενα.

«Η κατάσταση θα μπορούσε να ξεφύγει από τον έλεγχο προτού εναλλακτικές πηγές ενέργειας και άλλες θεραπευτικές ενέργειες αρχίσουν να έχουν αποτέλεσμα. Ο φυσικός διασκορπισμός του CO2 δεν θα συμβεί παρά μία χιλιετία εφόσον η καύση υδρογονανθράκων μειωθεί αισθητά».

Και σε αυτό σήμερα οι επιστήμονες συμφωνούν. Το ίδιο προβλέπει σήμερα η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή, αναφερόμενη μάλιστα σε «εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια».

Προφανώς, όμως, όπως οι πρωτοπόροι κάθε εποχής, ο Πρες δεν εισακούστηκε αμέσως. Θα περνούσε μια δεκαετία όταν, στα τέλη του 1980, οι επιστήμονες θα άρχιζαν πλέον να συγκλίνουν σε ορισμένα στοιχεία για την κλιματική αλλαγή, κι αυτό γιατί τότε άρχισαν να γίνονται πιο εμφανείς οι συνέπειες: η επιρροή της ανθρωπογενούς θέρμανσης του πλανήτη ξεκίνησε να είναι πιο αυξημένη από τη μεταβλητότητα του φυσικού κλίματος. Το 1991, σχεδόν τα δύο τρίτα των επιστημόνων με αντικείμενο τη γη και την ατμόσφαιρα δήλωναν σε έρευνα ότι αποδέχονταν την ιδέα της ανθρωπογενούς υπερθέρμανσης του πλανήτη. Το 1995, ακόμα και η συντηρητική Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή συμπέραινε ότι «τα στοιχεία συγκλίνουν στο ότι υπάρχει ορατή ανθρώπινη επιρροή στο παγκόσμιο κλίμα». Σήμερα, πάνω από το 97% των κλιματικών επιστημόνων συμφωνούν ως προς την ύπαρξη και τις αιτίες της κλιματικής αλλαγής.  

Κάρτερ

Από πότε γνώριζαν για την κλιματική αλλαγή;

«Όπως γνωρίζετε, αυτό δεν είναι νέο ζήτημα», ανέφερε ο Πρες στο εν λόγω σημείωμα. Συμπλήρωνε πως το νέο είναι τα επιστημονικά στοιχεία, που πλέον καθιστούν το πρόβλημα από εικασία, αξιόπιστη πρόβλεψη. 

Πόσο «παλιό» λοιπόν είναι το θέμα της κλιματικής αλλαγής;

Αν θέλουμε να πάμε πολύ παλιά, ο μαθητής του Αριστοτέλη Θεόφραστος (373-288 πχ), θεωρούμενος και ως ο πατέρας της Οικολογίας, μελετούσε ήδη από τότε την επίδραση της ανθρώπινης δραστηριότητας πάνω στο κλίμα και τη διαταραχή του οικοσυστήματος από καταστροφές δασών, αποξηράνσεις ελών και βιοτόπων.

Υπήρχαν όμως και μεγάλες, ριζικές μεταβολές κλίματος όπως η εποχές των παγετώνων, που οι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να είχαν προκαλέσει από μόνοι τους. Οπότε, γιατί αυτό να συμβαίνει σήμερα;

Το 1896, ο Σουηδός επιστήμονας Svante Arrhenius δημοσίευε μελέτη πάνω σε μια ρηξικέλευθη ιδέα: η θερμοκρασία του πλανήτη μπορούσε να αυξηθεί επειδή η καύση υδρογονανθράκων προσέθετε διοξείδιο του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Ωστόσο, αυτό, το «φαινόμενο του θερμοκηπίου», ήταν μία από τις πιθανές αιτίες για την κλιματική αλλαγή – και όχι η πιο εύλογη. Άλλοι επιστήμονες τότε αποδόμησαν αυτή την ιδέα. Δεν πίστευαν πραγματικά ότι από μόνος του ο άνθρωπος ήταν ικανός να επηρεάσει τους τεράστιους κλιματικούς κύκλους.  

Τη δεκαετία του 1930, όμως, οι άνθρωποι συνειδητοποίησαν πως στις ΗΠΑ και την περιοχή του Βόρειου Ατλαντικού η αύξηση της θερμοκρασίας ήταν σημαντική το τελευταίο μισό αιώνα. Και τότε όμως οι επιστήμονες κατέληγαν ότι πρόκειται απλώς για φάση ενός ήπιου φυσικού κύκλου με άγνωστα αίτια. Τελικά, λίγη παραπάνω ζέστη δεν ήταν μια χαρά;

Μόνο μία φωνή, εκείνη του ερασιτέχνη G. S. Callendar, επέμενε ότι το φαινόμενο του θερμοκηπίου επωαζόταν.

Θα περνούσαν είκοσι ολόκληρα χρόνια για να σκεφτούν κάποιοι επιστήμονες: Μήπως είχε δίκιο ο Callendar; Με τα χέρια τους λυμένα καθώς το κρατικό χρήμα στην έρευνα έρρεε αυξημένο λόγω των ανησυχιών εν μέσω Ψυχρού Πολέμου για τον καιρό και τις θάλασσες, μια ομάδα επιστημόνων άρχισε τη δεκαετία του 1950 να ερευνά τις υποθέσεις του Callendar με νέες τεχνικές και συστήματα μέτρησης. Τα συμπεράσματα πράγματι καταδείκνυαν πως, αντίθετα με παλαιότερους κατά προσέγγιση υπολογισμούς, το διοξείδιο του άνθρακα μπορούσε να συγκεντρωθεί στην ατμόσφαιρα και να φέρει υπερθέρμανση του πλανήτη.

Επίμονοι υπολογισμοί από τον C. D. Keeling απέδειξαν το 1960 ότι το ποσοστό του διοξειδίου του άνθρακα πράγματι ανέβαινε χρόνο με το χρόνο. Στο τέλος της δεκαετίας, είχε υπολογιστεί ότι όντως η θερμοκρασία μπορεί να αυξηθεί λίγους βαθμούς τον επόμενο αιώνα. Αυτός όμως έμοιαζε πολύ μακρινός για να ληφθεί άμεσα οποιαδήποτε πολιτική απόφαση.

Κι ερχόμαστε στη δεκαετία του 1970, που πλέον η οικολογική συνείδηση αρχίζει να αναπτύσσεται, και μαζί της και η αγωνία για το μέλλον του πλανήτη. Ολοένα και περισσότεροι πλέον πείθονται ότι η θερμοκρασία θα συνεχίζει να ανεβαίνει – και ότι αυτό μόνο καλό δεν είναι.

Το 1988, με το θερμότερο (μέχρι τότε) καλοκαίρι στον πλανήτη, αποδεικνύεται έτος-σταθμός. Ίσως πρώτη φορά οι άνθρωποι άρχισαν να ακούν πιο προσεκτικά τις προειδοποιήσεις των επιστημόνων. Είχε ήδη όμως χαθεί χρόνος.

Κάρτερ

Πώς οι πετρελαϊκές γνώριζαν και έριχναν στάχτη στα μάτια

Από το 2000 κι έπειτα, άρχισαν να εμφανίζονται προβλέψεις για μια άνευ προηγουμένου υπερθέρμανση του πλανήτη. Αλλά ταυτόχρονα ξεκίνησε να ρέει πακτωλός χρημάτων από τις πολυεθνικές του πετρελαίου, και όσους είχαν σχετικό συμφέρον, σε lobbying, διαφήμιση και χρηματοδότηση «ερευνών» που «αποδείκνυαν» ότι τα περί κλιματικής αλλαγής ήταν υπερβολές.

Κι αυτό ενώ οι πετρελαϊκές είχαν στα χέρια τους από πάρα πολύ νωρίς την επιστημονική τεκμηρίωση για τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Γιατί είχαν προσλάβει ερευνητές ήδη από το 1958, στην προσπάθειά τους να μάθουν πώς οι ατμοσφαιρικές διακυμάνσεις μπορεί να επηρεάσουν τη βιομηχανία υδρογονανθράκων.

«Είχαμε οκτώ επιστημονικές έρευνες δημοσιευμένες σε θεωρημένα από ομότιμους επιστήμονες περιοδικά…» θα έλεγε πέρσι στον Guardian ο 83χρονος τότε Μάρτι Χόφερτ, ο οποίος την περίοδο 1981-1987 εργαζόταν σε ερευνητική ομάδα του πετρελαϊκού γίγαντα Exxon (που συγχωνεύτηκε αργότερα με τη Mobil).   

Ήδη το 198 ο Μάρτι Χόφερτ δεν πίστευε αυτό που έβλεπε στην οθόνη του υπολογιστή του. Το μοντέλο που είχε δημιουργήσει του έδειχνε ότι η Γη θα θερμαινόταν σε σημαντικό βαθμό, με αποτέλεσμα μια άνευ προηγουμένου αλλαγή στο κλίμα. «Τρελάθηκα», έλεγε πρόσφατα στο BBC. «Κάναμε μια πρόβλεψη το 1980 πόση θα είναι η θέρμανση της ατμόσφαιρας από την καύση υδρογονανθράκων το 2020. Προβλέψαμε ότι θα είναι περίπου ένας βαθμός Κελσίου. Και είναι περίπου ένας βαθμός Κελσίου», θα πει στον Guardian. «Δεν συνειδητοποιούσα πόσο δύσκολο θα ήταν να πείσουμε τον κόσμο, ακόμα και όταν έβλεπαν αντικειμενική τεκμηρίωση του τι συμβαίνει».

Αμέλησε ή απλώς δεν πρόλαβε να αναλάβει δράση ο Κάρτερ;

Οι πετρελαϊκές γνώριζαν νωρίς. Αλλά τελικά αποδεικνύεται ότι αρκετά νωρίς γνώριζε και ο πρόεδρος των ΗΠΑ Τζίμι Κάρτερ.

Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Κάρτερ είχε ένα γνήσιο ενδιαφέρον για την επιστήμη και το περιβάλλον. Όταν άλλοι πολιτικοί ξόδευαν τον χρόνο τους στο γκολφ και τις δημόσιες σχέσεις, ο Κάρτερ, που είχε υπηρετήσει ως πυρηνικός μηχανικός στο Ναυτικό, στον ελεύθερο χρόνο του διάβαζε επιστημονικές δημοσιεύσεις. Ως κυβερνήτης της Georgia το 1972 εντρύφησε σε καινοτόμα άρθρα στο Nature για το διοξείδιο του άνθρακα στην ατμόσφαιρα. Δεν ήταν τυχαία όλη αυτή η σπουδή του, να περιβάλλεται από κορυφαίους επιστήμονες που τον ενημέρωναν σχετικά.

«Η γνώση που έχουμε σήμερα δεν δικαιολογεί επείγουσα δράση για τον περιορισμό της χρήσης υδρογονανθράκων στο άμεσο μέλλον. Ωστόσο, πιστεύω ότι πρέπει να λάβουμε υπόψη τον πιθανό κίνδυνο από το CO2 στον σχεδιασμό της μακροπρόθεσμης ενεργειακής πολιτικής μας», έγραφε ο Πρες στο επίμαχο σημείωμα εισαγωγής.

Και συνέχιζε προτείνοντας επένδυση στις εναλλακτικές πηγές ενέργειας: «Πέρα από τη συντήρηση πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι να αξιοποιήσουμε πλήρως την πυρηνική ενέργεια. Ως εγγύηση ενάντια στην υπερβολική στήριξη σε μια οικονομία πυρηνικής ενέργειας, θα πρέπει να δώσουμε έμφαση σε στοχευμένη βασική έρευνα που μπορεί να οδηγήσει σε καινοτόμες ανακαλύψεις για την μετατροπή της ηλιακής ηλεκτρική, τη βιομάζας ή άλλες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Εργάζομαι ήδη με την OMB και άλλες ομοσπονδιακές υπηρεσίες σε ένα εθνικό κλιματικό ερευνητικό πρόγραμμα που μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερη αξιολόγηση του κινδύνου CO2. Θα εργαστώ με την OMB, την ERDA, την FEA και NSF σε εναλλακτικές στρατηγικές Έρευνας & Ανάπτυξης, που να ανταποκρίνονται σε έναν πιθανό κίνδυνο CO2», κατέληγε τοσημείωμα.  

Σύμφωνα με τον Guardian, ο Κάρτερ, παρόλο που πέρασε σημαντική περιβαλλοντική νομοθεσία, δεν ανέλαβε δράση στο ζήτημα της κλιματικής αλλαγής. Επίσης, υποστηρίζει η εφημερίδα, ο Κάρτερ με το ένα χέρι νομοθετούσε για το περιβάλλον και με το άλλο ενίσχυε την εθνική παραγωγή πετρελαίου καθώς σοβούσε η πετρελαϊκής κρίση του 1973 και ο συνεπακόλουθος φόβος της εξάρτησης από τις εισαγωγές.

Ωστόσο, το Time διαθέτει άλλη πληροφόρηση. Ο Κάρτερ, γράφει, «ήταν ο πρώτος παγκόσμιος ηγέτης που αναγνώρισε το πρόβλημα της κλιματικής αλλαγής». Και ήταν ακριβώς το 1977, τη χρονιά που έλαβε το σημείωμα του Πρες, που έδωσε εντολή για την Έρευνα Global 2000 προς τον Πρόεδρο, «μια φιλόδοξη προσπάθεια να διερευνήσει τις περιβαλλοντικές προκλήσεις και τις προοπτικές της ‘βιώσιμης ανάπτυξης’ (μια νέα φράση) για τα επόμενα 20 χρόνια», συμπληρώνει το περιοδικό.

Στο πλαίσιο αυτής της έρευνας, η Επιτροπή Περιβαλλοντικής Ποιότητας (CEQ) του Λευκού Οίκου δημοσίευσε τρεις μελέτες για την αντιμετώπιση της υπερθέρμανσης του πλανήτη, «η τελευταία από τις οποίες (δημοσιευμένη μόλις μία εβδομάδα πριν ο Κάρτερ χάσει την προεδρία) ήταν εξ ολοκλήρου αφιερωμένη στη μακροπρόθεσμη απειλή αυτού που μια χούφτα επιστήμονες τότε αποκαλούσαν ‘ρύπανση από το διοξείδιο του άνθρακα’».   

Μάλιστα, όπως αναφέρει το Time, η έκθεση παρότρυνε σε «άμεση δράση», ενώ περιλάμβανε υπολογισμούς των εκπομπών ρύπων για τις επόμενες δεκαετίες που αποδείχθηκαν εξαιρετικά ακριβείς. Και συμπέραινε ότι η καύση υδρογονανθράκων σε μεγάλη κλίμακα μπορεί να οδηγήσει σε «ευρείες και διάχυτες αλλαγές στα παγκόσμια κλιματικά, οικονομικά, κοινωνικά και γεωργικά μοτίβα».

Και μία ακόμα εντυπωσιακή λεπτομέρεια: Η έρευνα σύστηνε στις βιομηχανικές χώρες να συμφωνήσουν στο μέγιστο ασφαλές επίπεδο του διοξειδίου του άνθρακα που απελευθερώνεται στην ατμόσφαιρα. Σύστηνε επίσης να περιοριστεί η παγκόσμια μέση θερμοκρασία σε 2 βαθμούς Κελσίου πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα, «ακριβώς αυτό που συμφώνησαν τα έθνη του κόσμου 35 χρόνια αργότερα στην Κλιματική Συμφωνία του Παρισιού…»

Ίσως, λοιπόν, ο Κάρτερ απλώς δεν πρόλαβε.

Γιατί το 1980 έχασε την προεδρία από έναν τύπο ο οποίος είχε ισχυριστεί ότι περισσότερο από το 80% της ατμοσφαιρικής ρύπανσης από πρωτοξείδιο του αζώτου οφειλόταν στα δέντρα και τη βλάστηση. Αυτός δεν ήταν άλλος από τον Ρόναλντ Ρέιγκαν. Ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε ο Ρέιγκαν ήταν να κόψει τη χρηματοδότηση για την πράσινη ενέργεια και να ξηλώσει τα φωτοβολταϊκά από την ταράτσα του Λευκού Οίκου, τα οποία είχε τοποθετήσει ο Κάρτερ το 1979. Τα φωτοβολταϊκά τοποθετήθηκαν ξανά μόλις το 2010, επί προεδρίας Ομπάμα.

Θα μπορούσε το περιβάλλον να είχε κερδίσει ζωτικό χρόνο αν επανεκλεγόταν τότε ο Κάρτερ; Το Time λέει πως ως πρόεδρος «είχε λάβει μέτρα για κάθε άλλη έρευνα της CEQ τα προηγούμενα χρόνια με επιθετική νομοθεσία και εκτελεστικές διαταγές. Σχεδόν σίγουρα θα το είχε κάνει και γι’ αυτή, εάν είχε επανεκλεγεί».

Ο Τζίμι Κάρτερ δεν έχει μείνει στην ιστορία ως από τους πιο πετυχημένους προέδρους. Επί της θητείας του, η αμερικανική οικονομία παρέπαιε, ο πληθωρισμός έτρεχε, προέκυψε η κρίση των ομήρων του Ιράν, και το Δημοκρατικό Κόμμα ήταν πιο διχασμένο από ποτέ.

Ωστόσο, η στάση του στο περιβάλλον θα μπορούσε να έχει αποβεί καταλυτική για την πορεία του πλανήτη. Οι προεδρίες Ρέιγκαν και Τζορτζ Μπους του πατρός δεν έβρισκαν κανέναν λόγο να ασχοληθούν με το θέμα. Και μετά από μερικά μπρος-πίσω, υπήρξε και η τραγική προεδρία Τραμπ, ενός αρνητή της κλιματικής αλλαγής.

Πάντως, ο Στου Άιζενστατ, ο επικεφαλής σύμβουλος εσωτερικής πολιτικής του Κάρτερ από το 1977 έως το 1981, θα έλεγε ότι η θητεία του τότε τον επηρέασε στη μετέπειτα εργασία του για την κλιματική κρίση. Κι έτσι ο Άιζενσταν ήταν ο κύριος διαπραγματευτής των ΗΠΑ για τα πρωτόκολλα του Κιότο.

Κι αυτή ήταν η πρώτη διεθνής προσπάθεια αντιμετώπισης της κλιματικής κρίσης σε παγκόσμιο επίπεδο. Πολύ, μα πάρα πολύ αργότερα από εκείνο το σημείωμα προς τον πρόεδρο.