popaganda_obradovic_1

Τα χρόνια του Σπόρτιγκ
Τα εξής δύο δηλαδή, 2002-2004, είναι εκείνα που ο Ζοτς έγινε το απόλυτο αφεντικό χτίζοντας την ομάδα που θα έπαιζε το επόμενο μεγάλο μοντέρνο μπάσκετ στην Ευρώπη. Χωρίς σουπερστάρ αφού μοιραία το μπάτζετ έπεσε καθώς οι Ολυμπιακοί αγώνες μας έδιωξαν προσωρινά από το ΟΑΚΑ. Χωρίς σοβαρό αντίπαλο εντός των τοιχών λόγω της δραματικής παρακμής του Ολυμπιακού και της σταδιακής αποδυνάμωσης της ΑΕΚ, ο Ομπράντοβιτς με μια φουρνιά νέων ελλήνων παικτών άρχισε να στήνει το μπάσκετ της τρίτης χιλιετίας. Να γαλουχεί τον Διαμαντίδη, να αλλάζει το ρου της καριέρας των Χατζηβρέττα και Τσαρτσαρή μετατρέποντάς τους από παιχταράδες σε πρωταθλητές, να στήνει την επίθεση γύρω από το περιβόητο pick ‘n’ roll (κι έναν θαυματουργό κοντορεβυθούλη ονόματι Γιάκα Λάκοβιτς), το οποίο θα τελειοποιούσε σταδιακά.
Απ’ το Σπόρτιγκ θα θυμάμαι: το κράξιμο στον Παπανικολάου στον οποίο δεν συγχωρούσαμε τη θητεία στον Ολυμπιακό (κι έπρεπε να έρθει εκείνος ο πέμπτος τελικός του 2007 για να πάρει free pass), την προστασία του από τους Αλβέρτη και Γκαγκαλούδη (επιτέλους έπαιζε στην ομάδα κι ένας που ήταν όσο τρελός Παναθηναϊκός όσο κι εμείς), τους δύο κυρίους που κάθονταν πρώτη σειρά και ήταν επιφορτισμένοι με το να φωνάζουν «Λάζαρε ξύπνα» (ο Λάζαρος Παπαδόπουλος –από τους αγαπημένους ever παίκτες του Ζοτς – δεν είχε ποτέ πρόβλημα να παραδεχθεί ότι είχε θέμα συγκέντρωσης) και κάτι καραγκιοζιλίκια με διοικητικούς μπράβους που την έπεσαν στο Νίκο Παπαδογιάννη επειδή περιέγραφε αυτό που έβλεπε σε ένα δραματικό ματς με το Περιστέρι.

Η βραδιά που γύρισε ο Ντέγιαν Μποντιρόγκα…
… με τα χρώματα της Μπαρτσελόνα στα Πατήσια, ήταν και το τελευταίο βράδυ που ο Ζέλικο Ομπράντοβιτς περιορίστηκε σε δεύτερο πρωταγωνιστικό ρόλο στα εντός έδρας παιχνίδια των ομάδων μας. Προσωπικά, είναι το πιο συγκινητικό ματς που έχω ζήσει ποτέ σε γήπεδο οποιουδήποτε αθλήματος. Ο «Μπόντι» εξαργύρωσε 4 χρόνια τίτλων και πολλών ανδραγαθημάτων που πάντα μετρούσαν στο οπαδικό θυμικό μας (όπως το να επιστρέφει το μπουκάλι που τον σημάδεψε πίσω στην ερυθρόλευκη εξέδρα) με μια μυσταγωγική τελετή. Ακριβώς δέκα χρόνια πριν (18/3/2004) κι ενώ παίζαμε δεύτερη σεζόν στην στρούγκα του Σπόρτιγκ , η ημερομηνία είχε κυκλωθεί ως ανάλογα μεγάλη επιστροφή σαν κι αυτή του Ζοτς.
Μερικά στιγμιότυπα τη βραδιάς: Ο Θανάσης να ρωτάει όλον τον κόσμο έξω από το γήπεδο «παιδιά έχετε εισιτήρια, θέλετε προσκλήσεις για να μπείτε;»/το μεγάλο, ενδεικτικό του κλίματος, πανό “You Are One Of Us”/το δεκαπεντάλεπτο standing ovation πριν το ματς κι ο ισόχρονος «γύρος του θριάμβου» μετά/τα βουρκωμένα μάτι και η μέτρια εμφάνιση του ήρωα του δράματος/το γεγονός ότι κανείς δεν ασχολήθηκε με το ματς και την μαρς ήττα (66-84) σε σημείο μάλιστα κάποια στιγμή ο εκφωνητής του γηπέδου βλέποντας τη νίκη να χάνεται να πει «παιδιά καλές οι γιορτές αλλά μήπως να πάρουμε και το ματσάκι;» γνωρίζοντας σκληρή γιούχα. Δεν πιστεύω πια καθόλου στην προσωπολατρεία, αλλά εκείνη η βραδιά μαρτυρούσε το προφανές. Χωρίς ήρωες, τα επαγγελματικά σπορ δεν έχουν νόημα. Από εκείνο το βράδυ και μετά, ο Ζοτς κάθισε αναπαυτικά στο θρόνο της οπαδικής συνείδησής μας. Ο Διαμάντίδης ούτως ή άλλως είναι από άλλο ανέκδοτο.

Ο Ζοτς και οι Αμερικάνοι
Χωρίς τον Ντέκι, χωρίς τους μεγάλους σέντερ του παρελθόντος και με πορτοφόλι για λίγο ικανό να ψωνίζει μόνο από το σέρβικο ράφι με είδη Σκεπάνοβιτς, ο Ζοτς έπρεπε να στραφεί στην αμερικάνικη αγορά. Την οποία κακά τα ψεμάτα δεν ήξερε καλά. Γιατί δεν ενδιαφερόταν να τη μάθει αν δεν υπήρχε κι ευρωπαϊκή προϋπηρεσία. Κάπως έτσι προχώρησε σε μερικές, περισσότερο ή λιγότερο, συζητήσιμες επιλογές τύπου Ρόντνει Μπιούφορντ (παιδί για υιοθεσία και μπαφκετ), Μπράντον Χάντερ (σέντερ που δεν ήταν καν 2 μέτρα… και δεν ήταν Χάινς), Λόνι Μπάξτερ (πιο αργός κι από το θάνατο, άσε που του άρεσαν και τα όπλα). Σταθερή αξία αποτελούσε βέβαια ο Ντάριλ Μίντλετον, επίσης από τους αγαπημένους μάστορες του Ζοτς στο low post, που έφυγε το 2005 σε ηλικία 39 ετών. Και παίζει ακόμα.

«Δε θα ματσάρουμε ποτέ την 35αρα, αλλά θα σας κερδίσουμε 35 φορές με +30»…
…ήταν η πιο συνηθισμένη μου απάντηση στους φίλους γάβρους που διηγούνταν κλαίγοντας τα μεγαλεία των mid 90s. Προσπαθήσαμε πολύ, ενίοτε φλερτάροντας με τον κομπλεξισμό σε εποχές τεράστιας διαφοράς δυναμικότητας, να ξεπλύνουμε την ντροπή του 73-38 από το 1996, αλλά δεν τα καταφέραμε. Πιο κοντινό το 86-55 τον Φεβρουάριο του 2005 με τον Αλβέρτη να κάνει φάουλ στο τελευταίο λεπτό για να στείλει τους αντιπάλους στις βολές, μπας κι επιτευχθεί το η ευκταία διαφορά. Ευπρόσδεκτες, βεβαίως κάτι κρουαζιέρες στο ΣΕΦ με περιποιημένες τριαντάρες για ματς κυπέλλου. Κάπου εκεί άρχισε να χρησιμοποιείται κι ο  όρος-που-έγινε-λατρεία «εξοχικό» για το «παλατάκι» του Φαλήρου.

Μια χιονισμένη TV στο Μπράιτον
Ήταν το μέσο που διαθέταμε, μεταπτυχιακοί φοιτητές γαρ, για να δούμε το F4 της Μόσχας το 2005 στην αγγλική παραθαλάσσια πόλη. Ακόμα δεν έπαιζε live streaming, κάτι δορυφορικά κουτιά υπήρχαν σε σπίτια Ολυμπιακών που το 2005 το μόνο πορτοκαλί με το οποίο ασχολούνταν ήταν τα σανγκουίνια κι έτσι προσπαθούσαμε ένα ολόκληρο απόγευμα να διακρίνουμε πίσω από χιόνια του Eurosport τι συνέβαινε στον ημιτελικό με την Μακάμπι. Όχι και πολλά πράγματα. Η τρομερή εκείνη ομάδα με μαέστρο τον Σάρας περνούσε πάνω από τα πράσινα κορμιά κι εμείς περιοριστήκαμε στην τρίτη θέση κερδίζοντας μετά από παράταση την ΤΣΣΚΑ Μόσχας στον μικρό τελικό. Θυμάμαι να τα έχω με τον Μάικ Μπατίστ, στη δεύτερη του χρονιά στην ομάδα, «μα δεν πάμε πουθενά με σέντερ 2.03»

Κι όμως πηγαίναμε
Ο Ομπράντοβιτς κάτι είχε δει στον Μιχαλάκη. Και σταδιακά προφήτευσε το σημερινό στάτους των undersized ψηλών τύπου Λάσμε, μετατρέποντας από ελαφρύ τριαροτεσσάρι που σούταρε από την περιφέρεια σε βαρύ πεντάρι που έπαιζε πάντα, μα πάντα, καλά στα μεγάλα παιχνίδια πηγαίνοντας μαζί με Σάρας και Μήτσο σε άλλο επίπεδο την pick ‘n’ roll συνεργασία. Αξέχαστες όλες οι εκείνες οι φορές που βλέπαμε στο γήπεδο (τελευταία και πολύ χαρακτηριστική το 2012 στo F4 της Κωνσταντινούπολης) τη γυναίκα με τον γιο του. Κι ο μικρός ξεκαρδιζόταν στα γέλια ενώ μερικοί ημίτρελοι γύρω του  φώναζαν «Μάικ, Μαίκ γ….έ τους Μάικ»

Η βραδιά που ο Ζοτς έγινε μύθος (τουλάχιστον στα δικά μου μάτια)
Η σεζόν 2005-06 ήταν η έβδομη του Ομπράντοβιτς στον πράσινο πάγκο. Και μετά από τρία άνυδρα χρόνια, όλοι σκεφτόμασταν το F4 της Πράγας όχι μόνο για τις Τσέχες. Η Εθνική ήταν πρωταθλήτρια Ευρώπης με πράσινο κορμό, ο Σπανούλης φορούσε πια το #11 με το τριφύλλι, ο καλύτερος Ευρωπαίος ψηλός πασέρ (μετά τον Σαμπόνις) Ντέγιαν Τομάσεβιτς το #15, κάπως έτσι μερικές εκατοντάδες Παναθηναϊκοί είχαν ήδη κλείσει εισιτήρια για τους τελικούς. Στην πρώτη φάση κάναμε σχεδόν περπατώντας 12 νίκες σε 14 ματς (χάνοντας μόνο μέσα-έξω από την Ουνικάχα Μάλαγα) και το επόμενο γκρουπ έμοιαζε βατό. Τσιμπόνα, Μπενετόν Τρεβίζο, Εφές Πίλσεν.
Πρώτο ματς, ήττα στο Ζάγκρεμπ, έκπληξη. Δεύτερο ματς, ήττα στο Τρεβίζο, πρόβλημα. Τρίτο ματς, με Εφές στην Αθήνα, ευκαιρία για εξιλέωση. Παίζουμε σαν σκασμένοι, ο Γκρέιντζερ, αν θυμάμαι καλά, τα βάζει από το σπίτι του, ήττα 73-76 και η λογική λέει αποκλεισμός και μάλιστα εντελώς τελείως άδοξος. Κι όμως με το που τελειώνει το ματς, ξεκινά ένα τρομερό standing ovation που με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι ο Ζοτς είχε πετύχει το ακατόρθωτο. Στην Ελλάδα της οπαδικής αχαριστίας είχε φτιάξει κάτι υπεράνω αποτελέσματος.
Κάνοντας υπολογισμούς και βρίζοντας προς το αυτοκίνητο καταλαβαίνουμε (και το επιβεβαιώνουμε στο ραδιόφωνο) ότι περνάμε με 3 στα 3. Φυσικά, το κάναμε. Νικώντας με το ζόρι στην Αθήνα την Τσιμπόνα, περνώντας αυτοκρατορικά από την Πόλη και λιώνοντας με την απαιτούμενη διαφορα τους Τρεβιζάνι στην Αθήνα σε ένα ματς που τα ντεσιμπέλ σε κάθε επίθεση των Ιταλών απειλούσαν να γκρεμίσουν το ΟΑΚΑ. Βέβαια, μετά στους 8 τελικά την πατήσαμε από τους Βάσκους της Ταού που μας έσπασαν την έδρα με τον τούρκο Ερντογκάν να κάνει το παιχνίδι της ζωής του στο τρίτο ματς στην Αθήνα (71-74). Στον Ζοτς ασκήθηκε κριτική γιατί πίεσε την ομάδα να τα δώσει όλα στο ενδιάμεσο ντέρμπι με τον Ολυμπιακό που κερδίσαμε με τη συνηθισμένη εικοσάρα. Δεν ξέρω κανέναν που να στενοχωρέθηκε.