Το Ευρωμπάσκετ του 1987 ήρθε να προστεθεί ως κερασάκι στην τούρτα σε μια σειρά από αθλητικά γεγονότα που φιλοξενούσε, με εμφανή διάθεση εξωστρέφειας, η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80. Τα νεόδμητα ΟΑΚΑ και ΣΕΦ ενσάρκωναν την «πολιτική των σταδίων» και είχαν ήδη φιλοξενήσει, όταν δόθηκε το πρώτο τζάμπολ στον αγώνα με τη Ρουμανία στις 3 Ιουνίου 1987, Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Στίβου (1982), τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών στο ποδόσφαιρο (1983) και τελικό Κυπέλλου Πρωταθλητριών στο μπάσκετ (1985). Αναρρώνοντας από την επταετία και ζώντας το δικό της ιδιότυπο σοσιαλιστικό όνειρο, η χώρα προσπαθούσε να μειώσει την απόσταση με τη Δύση υιοθετώντας κι άλλες μαζικές συνήθειες όπως οι ροκ συναυλίες και τα μουσικά φεστιβάλ. Διαφορετικές μαζικές συναθροίσεις σε σχέση με τις παλιρροιακές διαδηλώσεις του παρελθόντος και τις «λαοθάλασσες» στις πολιτικές συγκεντρώσεις. Η σχετική αναδιανομή του πλούτου, αλλά και το γενικότερο κλίμα της δεκαετίας, έκαναν την κοινωνία πιο καταναλωτική, το ταμπεραμέντο εκφραζόταν σιγά σιγά ως υπερβολή, όμως η μεταπολιτευτική αφήγηση είχε ανάγκη από έναν κοινό τόπο. Και οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1996 για τους οποίους εκείνη τη χρονιά η Αθήνα κατέθετε υποψηφιότητα, με κεντρικό πρόσωπο την – υπουργό Πολιτισμού πια –Μελίνα Μερκούρη αργούσαν πολύ (και τελικά δεν ήρθαν ποτέ).
Ο κοινός τόπος βρέθηκε, εκεί που κανείς δεν το περίμενε. Σε ένα άθλημα που μέχρι τότε περνούσε σε δεύτερη μοίρα και σε μια διοργάνωση που στο ξεκίνημά της μάλλον δεν αφορούσε περισσότερους από το 1/10 των Ελλήνων.
Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα μπάσκετ με σήμα τον Πελαργό.
Ο Γιάννης Φιλέρης και ο Βασίλης Σκουντής, φίλοι από τότε, βρίσκονταν στα πρώτα χρόνια της καριέρας τους. Ο πρώτος δούλευε στο γραφείο τύπου του τουρνουά και ο δεύτερος ήταν τα μάτια της ΕΡΤ στον αγωνιστικό χώρο και τα αποδυτήρια του ΣΕΦ, κάνοντας συνεντεύξεις συμπληρωματικές στις καλτ μεταδόσεις του Φίλιππα Συρίγου που έμελλαν να μείνουν κλασικές. Ήταν ευλογημένοι να ζήσουν την εποποιΐα από κοντά. Και φέτος που συμπληρώνονται 30 χρόνια από τότε που όλη η χώρα ανατρίχιαζε στο ρυθμό του “Final Countdown” των Europe, αποτυπώνουν τις αναμνήσεις τους σε δύο νοσταλγικές εκδόσεις. Τίποτα Δεν Μας Σταμάτησε (στο ντεμπούτο των εκδόσεων Physical Goods) και Είμαστε Πια Πρωταθλητές (Ελληνοεκδοτική), αντίστοιχα. Αν δεν είχε συμβεί το ’87, έχουν σκεφτεί πώς θα ήταν η ζωή τους;
«Χωρίς εκείνη τη βραδιά δε θα είχαμε ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο. Δε θα είχαμε δει τόσο ωραία πράγματα και δε θα είχαμε δοκιμάσει, φυσικά, και τόσο ωραία φαγητά» λέει χαμογελώντας ο Γιάννης Φιλέρης (που έγινε πρόσφατα διευθυντής στο Φως των Σπορ, ο πρώτος μετά το θάνατο του ιστορικού εκδότη Θεόδωρου Νικολαϊδη). Για να δώσει και την εικόνα του σπορ τότε, πολύ διαφορετική σε σχέση με το σήμερα που 20.000 άνθρωποι μπορεί να υποδέχονται πρωταθλήτριες ομάδες. «Το ρεπορτάζ γινόταν σε οικογενειακό κλίμα – 5-6 τηλέφωνα στη σειρά ήταν. Παίρναμε στις 14.30 τον Ιωαννίδη στην Αγροτική Τράπεζα, μετά τον συγχωρεμένο τον Βαγγέλη Νικητόπουλο της ΑΕΚ στο Hilton κ.ο.κ., έτσι έβγαιναν οι 500-600 λέξεις για την εφημερίδα και στη συνέχεια κάναμε άλλα πράγματα, πολύ συχνά και ποδοσφαιρικά».
Ο Μέμος Ιωάννου (αριστερά από τον Παναγιώτη Γιαννάκη στην παραπάνω εικόνα) ήταν ο αναπληρωματικός πλέι μέικερ της θρυλικής δωδεκάδας. Απόφοιτος του Πολυτεχνείου, με τα χαρακτηριστικά γυαλιά και τις τεράστιες επιγονατίδες, ήταν η σοφιστικέ φιγούρα της ομάδας. Κι από τους κρυφούς ήρωες του τελικού απέναντι στην ΕΣΣΔ, χρειάστηκε να παίξει αρκετή ώρα λόγω των φάουλ του Γιαννάκη κι ανταποκρίθηκε σκοράροντας 8 πόντους (τους μισούς απ΄όσους πέτυχε σε όλο το τουρνουά). «Η μεγάλη αλλαγή είχε να κάνει με το οικονομικό κομμάτι. Μετά το 1987 δεν σκεφτόσουν ότι ίσως χρειάζεται να κάνεις κι άλλα πράγματα για να ζήσεις, πριν δεν μπορούσες να αποκλείσεις κάποια επαγγελματική στροφή».
Η ομάδα πίστευε στον εαυτό της. «Το 1987 είχαμε για πρώτη φορά πληρότητα σε όλες τις θέσεις, τέτοια ποιότητα δεν είχε υπάρξει ξανά. Έχοντας δουλέψει πρώτη φορά τόσο καλά στην προετοιμασία (τα προγράμματα του γυμναστή Σισμανίδη ήταν εξουθενωτικά), πιστεύαμε ενδόμυχα ότι ίσως μπορούσαμε να πλησιάσουμε τα μετάλλια», λέει ο τότε παίκτης του Παναθηναϊκού. Για να εμβαθύνει ο Βασίλης Σκουντής: «Τεχνικά, μπορεί Γκάλης – Γιαννάκης να έπαιζαν μαζί στην Εθνική από το 1980, αλλά πρώτη φορά πλαισιώθηκαν από ψηλά 3-4ρια όπως ο -τόσο καθοριστικός στον τελικό- Ανδρίτσος και ο Φάνης που άλλαξε τη μοίρα της ομάδας, μαζί με έναν σέντερ όπως ο Φασούλας που έβαλε την τάπα στο λεξιλόγιο του ελληνικού μπάσκετ. Πάντως, η καλή παρουσία στο Μουντομπάσκετ του ’86, παιχνίδια με αμερικάνικα κολλέγια και μια μυθική νίκη επί της Γαλλίας εκτός έδρας τον προηγούμενο χρόνο μετά από τρεις παρατάσεις είχαν σκληραγωγήσει την ομάδα».
«Όλα μου πήγαν καλά το 1987. Είχα μόλις φτιάξει την πρώτη μου ταινία μικρού μήκους και περίμενα το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Έμενα σε ένα διαμέρισμα στην Ιπποκράτους, εκεί βλέπαμε τα ματς κι από εκεί προέκυψαν κι ατάκες που επιβίωσαν μέχρι την ταινία. Πάντως, θυμάμαι, πανηγυρίσαμε περισσότερο τον ημιτελικό με τη δεύτερη νίκη κόντρα στους Γιουγκοσλάβους – στον τελικό είμασταν σίγουροι για τη νίκη».
Η πρώτη σκηνή στους Απόντες, στο βάθος η τηλεόραση παίζει τον ημιτελικό Ελλάδα-Γιουγκοσλαβία
Ο Νίκος Γραμματικός έχει γυρίσει μια από τις καλύτερες και πιο υποτιμημένες ταινίες του ελληνικού σινεμά των τελευταίων δεκαετιών. Οι Απόντες, το στόρι μιας παρέας φίλων από τη Σαλαμίνα που χάνονται και βρίσκονται σε διάφορα στάδια ανάμεσα στο Ευρωμπάσκετ του ’87 και το Μουντιάλ του ’94, βασίζονται σε σενάριο που συνυπέγραψε με τον Νίκο Παναγιωτόπουλο. «Ήταν έμπνευση γιατί θέλαμε το φιλμ να ξεκινάει με έναν αθλητικό θρίαμβο και να τελειώνει με μια αθλητική καταστροφή. Και οι ηθοποιοί παίζουν κιόλας μπάσκετ στην ταινία», εξηγεί και βάζει το γεγονός στην κοινωνική του διάσταση. «Ήμασταν η γενιά που δεν έζησε εμφύλιο και χούντα και ίσως το χρειαζόμασταν. Ήταν ένα αμορτισέρ για τις διαφορές μεταξύ μας, τα έχουν ανάγκη οι κοινωνίες τα πανηγύρια. Στους δρόμους γιόρτασαν δίπλα δίπλα άνθρωποι που σε άλλες συνθήκες μπορεί να έφτυναν ο ένας τον άλλον».
Αυτή ήταν άλλωστε και η Ελλάδα του 1987, 13 χρόνια μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας (όσα απέχει από το σήμερα ο θρίαμβος του EURO 2004, για να κάνετε την αναγωγή). «Μια χώρα χωρισμένη σε πράσινα και γαλάζια καφενεία, που είχε υποστεί μια υποτίμηση της δραχμής και είχε φτάσει στα πρόθυρα πολέμου με την Τουρκία το Μάρτιο εκείνης της χρονιάς, με το πλοίο Σεισμίκ να κόβει βόλτες στο Αιγαίο. Και φυσικά εν μέσω ενός πρωτοφανούς καύσωνα, από τον οποίο πάνω από 100 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους», δίνει το περίγραμμα της εποχής ο Βασίλης Σκουντής.
Τίποτα Δεν Μας Σταμάτησε, του Γιάννη Φιλέρη (Physical Goods)
«Το Ευρωμπάσκετ ήταν μια πρώτη φορά. Γενικά. Η κοινωνία ήταν έτοιμη να πανηγυρίσει, να βγει στους δρόμους χωρίς να φοβάται και χωρίς να είναι για λόγο πολιτικό. Λειτούργησε συνεκτικά για τη γενιά που όπως τραγούδησε κι ο Πορτοκάλογλου “δε θυμάται Χούντα, ούτε ελευθερία”. Μέτρησε πολύ το εντός έδρας, μέτρησε ότι η τηλεόραση κάλυψε με αμερικάνικο τρόπο τα παιχνίδια (ήταν στα αποδυτήρια, στον αγωνιστικό χώρο, ακολουθούσε την αποστολή στη διαδρομή από και προς το ξενοδοχείο) και φυσικά βοήθησαν στην ίντριγκα και οι αντίπαλοι. Ο ένας (Άτσα Πέτροβιτς) ευχόταν “good luck to Russians” κι ο άλλος (Αλεξάντερ Γκομέλσκι) μίλησε περί Μαυριτανίας, ίσως δεν είχε και πολύ άδικο…». θυμάται ο Γιάννης Φιλέρης. Προσθέτοντας: «Είναι σχεδόν αδύνατον να μεταφερθούμε στο τότε. Δεν υπήρχε ίντερνετ, άρα όχι τόση πληροφορία, δεν υπήρχαν φυσικά σόσιαλ μίντια για να σχολιάζουμε τα πάντα. Ήμασταν μια παρθένα κοινωνία που σχολίαζε ακόμα κι αν είναι σωστό το “είσαι μαλάκας” που ακουγόταν εν χορώ στο ΣΕΦ με στόχο κάποιο διαιτητή ή αντίπαλο. Υπήρχε διαφορετική αντίληψη για τον αθλητισμό, μην ξεχνάμε δεν είχε πέσει το Τείχος – πολύς κόσμος ακόμα ασπαζόταν την κοσμοθεωρία της ΕΣΣΔ».
«Ήμασταν πάντοτε παιχτάρες, μα δεν αλλάζαμε μπαλιές».
Σπανίως ένα δίστιχο έχει καταφέρει να αποτυπώσει τόσο εύστοχα την ευχή και την κατάρα ενός έθνους, όσο το έκανε εδώ ο Νίκος Πορτοκάλογλου. Περιγράφοντας με την απόλυτη οικονομία λέξεων και το πρόβλημα της Εθνικής Ομάδας μέχρι το ’87.
«To 1987 ήταν πάνω απ’ όλα ένα μάθημα συλλογικότητας. Μια άσκηση συνεννόησης για να υπερβούμε το μεγαθήριο, έτσι όπως καθρεφτιζόταν π.χ. στον θηριώδη Τκατσένκο», λέει ο σκηνοθέτης Νίκος Γραμματικός. «Η νοοτροπία του Γκάλη και η φανατίλα του Γιαννάκη έσπρωξαν και τους υπόλοιπους που δεν ήταν τόσο επαγγελματίες ακόμα. Συνεργάστηκαν αρμονικά παρότι δεν είχαν τις καλύτερες σχέσεις, δείγμα του επαγγελματισμού τους. Πάντως σήμερα και οι δύο είναι κάπως ενοχικοί γι’ αυτό. “Καμιά φορά δε μιλάς και με τη γυναίκα σου”, μου είπε πρόσφατα ο Γκάλης», ο Βασίλης Σκουντής ζούσε την ομάδα από πολύ κοντά τότε. Παρολ΄αυτά βέβαια, ακόμα και σήμερα μετά την ονομασία του κλειστού του ΟΑΚΑ σε «Νίκος Γκάλης», ο «γκάνγκστερ» απέχει από τις κοινές εμφανίσεις της ομάδας π.χ. σε εορταστικές εκδηλώσεις, ενισχύοντας προς τα έξω μια εικόνα «ο Γκάλης και οι υπόλοιποι».
«Αυτό που έφερε ο Γκάλης ήταν η πρωτόγνωρη αφοσίωση. Μαζί με τα υπόλοιπα τοπ παιδιά έδωσαν έναν ρυθμό που ήταν σαν κολλητική αρρώστια – δεν μπορούσες παρά να ακολουθήσεις», η άποψη του Μέμου Ιωάννου.
https://youtu.be/0bPoKbjERq4
Και βέβαια ο Νικ, παρότι κλειστός, ψυχρός, σχετικά απόμακρος, έδωσε ίσως και την ατάκα του τουρνουά απαντώντας καταφατικά σε ερώτηση του Σκουντή μετά τον ημιτελικό με την Γιουγκοσλαβία αν είναι η μεγαλύτερη νίκη στην καριέρα του, βάζοντας όμως τον all time classic αστερίσκο «μέχρι το επόμενο παιχνίδι». «Ψηνόταν κάτι, ήταν ολοφάνερο μέρα με την ημέρα, αλλά δεν ήξερες τι θα βγει από τον φούρνο. Όσο κι αν ακούγεται υπερβολικό, για όλους όσοι ζούσαμε από κοντά τη διοργάνωση το ΣΕΦ έμοιαζε με Το Κέντρο του Κόσμου», ανακαλεί το κλίμα ο Βασίλης θυμίζοντας αυτό που λέει επανειλημμένα ο Πορτοκάλογλου ότι «όλη η Αθήνα έμοιαζε με ένα τεράστιο γήπεδο, αν ένωνες τις βεράντες και τις ταράτσες με τις ανοιχτές τηλεοράσεις» (τον αγώνα έδειχνε η ΕΡΤ1, αλλά σύντομα διέκοψε η ΕΡΤ2 ένα μουσικό αφιέρωμα στον Μανώλη Μητσιά για να συνδεθεί κι αυτή με το Φάληρο και να πάμε σε εθνικό δίκτυο για τους κατοίκους των νησιών που είχαν ασθενές σήμα).
Είμαστε Πια Πρωταθλητές, του Βασίλη Σκουντή (Ελληνοεκδοτική)
«Είχαμε πολλά γούρια, ο καθένας τα δικά του. Από το τι ρούχα θα βάζαμε μέχρι το πως θα μπαίναμε στο πούλμαν. Ο Γκάλης έπαιζε συνέχεια τάβλι και ήταν πολύ καλός, δε νομίζω ότι χρειαζόταν να χάνει κάποιος επίτηδες απέναντί του όπως λέει ο αστικός μύθος. Ήταν πολύ δύσκολο να κοιμηθούμε μετά τα παιχνίδια. Δεν μπορώ να θυμηθώ με ποιον ήμουν δωμάτιο, αλλάζαμε συχνά για να μην υποφέρουμε ο ένας από τα ροχαλητά του άλλου. Σε μια κατάσταση τέτοιας έντασης, υπήρχε ανάγκη για λίγη χαλάρωση. Μιλούσαμε με τις οικογένειες και τους φίλους μας, απλά όσο περνούσαν οι μέρες υπήρχε ανάγκη να χαθείς και λίγο γιατί επικρατούσε χαμός», λέει ο Μέμος Ιωάννου. «Την παραμονή του τελικού είχαμε πάει για προπόνηση το μεσημέρι. Τη διακόψαμε γρήγορα για να μη συνειδητοποιήσουμε ότι παίζαμε τελικό. Δε θέλαμε να κοπεί η φόρα από την πολλή σκέψη».
Προσθέτει ο Βασίλης Σκουντής: «Πέρασε στα όρια του μύθου το “ήμουν κι εγώ εκεί” εκείνης της ημέρας. Αν πιστέψεις όσους λένε ότι ήταν στο γήπεδο, μάλλον μιλάμε για το Πάρτι του Λουκιανού στη Βουλιαγμένη. Αν και περισσότερο ενδιαφέροντα είναι όσα συνέβαιναν εκτός γηπέδου. Ας πούμε, η πομπή για το John’s, το ξενοδοχείο που διέμενε η ομάδα στη Γλυφάδα, κάθε νικηφόρο βράδυ που έκανε τον Φάνη να αισθάνεται “2.20 και όχι 2.03” όπως μου έχει πει. Ή ο Φασούλας που αν και παραδοσιακά ο πιο κυνικός της παρέας μιλάει πάντα χρησιμοποιώντας όρους όπως “πατριωτικός αλτρουισμός” ή κάνει αναφορές μέχρι και στο Θεό που δεν το συνηθίζει. Μου είπε πρόσφατα “παίζαμε για κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό μας, παίζαμε για τη χώρα”».
«Όταν μπήκε η δεύτερη βολή του Καμπούρη από τα ποδοβολητά και το χαμό υποχώρησε μια εγκατάσταση εκεί στα δημοσιογραφικά και βρεθήκαμε, δεν ξέρω με ποιον τρόπο, σχεδόν μέσα στον αγωνιστικό χώρο», ο Γιάννης Φιλέρης δυσκολεύεται να θυμηθεί καθαρά το πανδαιμόνιο που επικράτησε στο τέλος του ματς. Ίσως ο μόνος που είχε καθαρό μυαλό ήταν ο αθλητικογράφος Μένιος Σακελλαρόπουλος που, παρότι «ποδοσφαιρικός», είναι ο κάτοχος της μπάλας του τελικού σε ένα από τα κλασικά side stories του τελικού.
Βλέποντας κανείς σήμερα τα βίντεο των πανηγυρισμών, μοιάζουν άτσαλοι, αδέξιοι, αστείοι. Και, με την τυπική εξιδανίκευση του παρελθόντος, κάπως αθώοι και αγνοί – τα «δε θα γίνεις Έλληνας ποτέ Αλβανέ» και η σημαία να οπλίζει τα λάθος χέρια των λάθος ανθρώπων, ήταν συνθήματα και εικόνες που κανείς δε διανοείτο εκείνο το τρελό και ελληνικό καλοκαίρι.
«Ο κόσμος δεν ήξερε να πανηγυρίσει, είναι αλήθεια. Υπάρχει ένας τύπος που πιάνει η κάμερα με το που τελειώνει ο τελικός που φοράει ένα σομόν μπλουζάκι κι ανοίγει σαμπάνια σαν να βρίσκεται στα μπουζούκια. Αξέχαστες θα μείνουν και οι εικόνες με τους κουβάδες νερό που κατέβρεχαν τον κόσμο στις κερκίδες ή τις ουρές για τα εισιτήρια. Δεν υπήρχαν μικρά μπουκαλάκια νερό», επιβεβαιώνει ο Βασίλης Σκουντής, ενώ ο Γιάννης Φιλέρης θυμάται κάτι άλλο: «Από τους πανηγυρισμούς δε θα μου μείνει κάτι από το δρόμο όσο ένα άρθρο την επόμενη εβδομάδα, στο Βήμα της Κυριακής 21ης Ιουνίου 1987. Το υπέγραφε ο θρυλικός αρχαιολόγος, Μανώλης Ανδρόνικος, και είχε τίτλο “Αναξιφόρμιγγες Ύμνοι” – ήταν ένα εγκώμιο στην ομάδα που αποδείκνυε πόσο υπόθεση όλης της Ελλάδας είχε γίνει το Ευρωμπάσκετ. Είχαν καταργηθεί τα όρια υψηλής και χαμηλής κουλτούρας, τους αφορούσε όλους και όλοι ήθελαν να μιλήσουν γι αυτό».
Η συλλογική ανάταση μοιραία εξατμίστηκε. Τα επόμενα χρόνια ήταν ταραγμένα. Σκάνδαλο Κοσκωτά, «βρώμικο ‘89», δολοφονία Μπακογιαννη, δολοφονία Τεμπονέρα αλλά και ιδιωτική ραδιοφωνία και τηλεόραση, ξεπέταγμα αυτού που αργότερα θα δαιμονοποιούταν ως lifestyle (του οποίου το μπάσκετ και τα οι πρωταγωνιστές του υπήρξαν βασικοί πυλώνες σε όη τη διάρκεια των 90s).
«Θα ξανάρθει η ρουτίνα, θα ξανάρθουνε βροχές», τραγουδούσε, έτσι κι αλλιώς, ο Πορτοκάλογλου.
Ο Έλληνας πίστεψε στον εαυτό του το 1987. Έπαψε να νιώθει ένας Βαλκάνιος επαρχιώτης, ουραγός της Ευρώπης – «είχε κάτι να βάλει στο τραπέζι», όπως είπε ένας συνομιλητής μου. Όμως, «είχαμε επίσης διαισθανθεί, και το συζητούσαμε από τότε, ότι έρχεται η παρακμή», σημειώνει ο Νίκος Γραμματικός. Για τους «ήρωες του ‘87», το μεθύσι κράτησε μέρες, μήνες – η συνειδητοποίηση του επιτεύγματος πήρε ίσως και χρόνια για να συμβεί. «Ήταν μια υπερβολή και δεν ήταν εύκολη η διαχείρισή της. Αυτά που ζούσαμε στην καθημερινότητά μας, τα είχαμε δει μόνο στις ταινίες», θυμάται ο Μέμος Ιωάννου.
Αν η ελληνική κοινωνία διολίσθησε σε ένα πρότυπο νεοπλουτισμού κι αμετροέπειας που πλήρωσε ασύμμετρα 20 χρόνια μετά και πληρώνει ακόμα με την παρατεταμένη κρίση, υπήρξε κάτι που ακολούθησε μια εντελώς διαφορετική, σταθερά ανοδική πορεία. Υπό τη διεύθυνση του συχνά αμφιλεγόμενου, συχνά ξεροκέφαλου, αλλά σαφώς οραματιστή,
Γιώργου Βασιλακόπουλου, το μπάσκετ είχε συνέχεια. Η Εθνική διακρίθηκε σε Παγκόσμια και Ολυμπιάδες, έφερε ξανά μετάλλια και τίτλους, παρήγαγε στιγμές ανθολογίας όπως η νίκη επί της Dream Team στη Σαϊτάμα το 2006. Την ίδια ώρα, το χρήμα έρρε άφθονο. Το 1991 τα τηλεοπτικά δικαιώματα του ελληνικού πρωταθλήματος μπάσκετ πωλούνταν έναντι 1 δισεκατομμυρίου δραχμών, το 1995-96 στο ελληνικό πρωτάθλημα έπαιζαν μισή ντουζίνα σπουδαίοι NBAers, οι ελληνικές ομάδες σε αυτά τα 30 χρόνια κατέκτησαν 15 ευρωπαϊκούς τίτλους.
«Ό,τι ακολούθησε έμοιαζε τότε επιστημονική φαντασία. Όμως μάλλον το άθλημα ταίριαξε στον Έλληνας, ίσως γιατί παίρνεις συνεχώς γρήγορες αποφάσεις όπως λέει και ο κόουτς του ’87, Κώστας Πολίτης. Το μπάσκετ ακολούθησε μια παράταιρη πορεία σε σχέση με οτιδήποτε άλλο σε αυτή τη χώρα που δεν έχει σχεδόν ποτέ μακρόπνοο ορίζοντα», συμπυκνώνει τον χρόνο ο Γιάννης Φιλέρης. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Μέμος Ιωάννου, «ως κοινωνία αποδείχθηκε ότι δεν είχαμε μέτρα και σταθμά, δεν είχαμε ισορροπία. Το μπάσκετ ήταν μια φωτεινή εξαίρεση», ενώ βάζει φρένο και στη παρελθοντολαγνεία που λόγω και της στρογγυλής επετείου έχει βαρέσει τιλτ τον τελευταίο καιρό «δεν έχω ξαναδεί το ματς, παρά μόνο αποσπάσματα – το καταλαβαίνω γιατί, αλλά νομίζω ότι το παρακάνουμε λίγο με αυτήν την νοσταλγία».
Στην εκδήλωση που διοργάνωσε πριν λίγους μήνες η Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση τιμώντας τους πρωταγωνιστές του Ευρωμπάσκετ, ο Νίκος Πορτοκάλογλου είχε πει on camera: «Δεν το παίζω πια το τραγούδι, όχι γιατί το βαρέθηκα αλλά γιατί δε βρίσκω το λόγο. Δεν ήρθαν άλλες εποχές, έκανα λάθος στην προφητεία μου, παρασύρθηκα από την υπεραισιοδοξία της στιγμής».
«Η εικόνα που κρατάω ως μοναδικό καρέ, έτσι ξεκινάω και το βιβλίο, είναι να έχω μείνει για κάποιον λόγο που δεν μπορώ να ανακαλέσω μόνο στο γραφείο Τύπου (εργαζόμουν για τη διοργάνωση) για να “γράψω το ματς” όπως λέμε δημοσιογραφικά. Η αίθουσα έχει αδειάσει, όλοι πανηγυρίζουν σε διάφορα σημεία της Αθήνα και της υπόλοιπης Ελλάδας, κι εγώ είμαι μόνος, κάθιδρος και προσπαθώ να συνειδητοποιήσω τι έχει γίνει», ο επίλογος του Γιάννη Φιλέρη.
https://youtu.be/wiEbBEhfVCY?t=5m5s
Στις 14/6/1987 οι γονείς μου δε γιόρτασαν την επέτειο του γάμου τους. Μαζευτήκαμε όλη η οικογένεια, παππούδων-γιαγιάδων συμπεριλαμβανόμενων, σε μια μικρή σαλοτραπεζαρία στα δυτικά προάστια για να δούμε τον τελικό συμμετέχοντας στον εθνικό παροξυσμό. Λίγο πριν τις 22.05, με 36 δευτερόλεπτα να απομένουν ξεκινάει η τελευταία επίθεση. Ο Γκάλης παγιδεύεται, αναγκάζεται να πασάρει και ο Μέμος Ιωάννου παίρνει ένα δύσκολο κι εκτός συστήματος τελευταίο σουτ. Αστοχεί. Όμως, ο Αργύρης Καμπούρης παίρνει το ριμπάουντ. «Η πρόκριση στα χέρια αυτού του τίμιου γίγαντα» φωνάζει στο μικρόφωνο ο Φίλιππος Συρίγος παρότι καμία πρόκριση δεν διακυβευόταν. Ο Καμπούρης δεν το συνήθιζε, αλλά σε εκείνες τις βολές δε λάθεψε.
Ήμουν 6.5 χρονών, δε θυμάμαι πολλά, παρά μόνο μια γενική αίσθηση ευφορίας, ένα «μεγαλύτερο από τη ζωή» συναίσθημα που δεν μπόρεσα να διαχειριστώ ξεσπώντας σε γοερά κλάματα. Την επόμενη, τελευταία μέρα του σχολικού έτους, ο διευθυντής του σχολείου μας προέτρεψε να χειροκροτήσουμε την Εθνική Ομάδα και στο έσχατο «σκέφτομαι και γράφω» της α’ δημοτικού έντυσα με μια ζωγραφιά του τριπλού σπασίματος μέσης του Γκάλη ανάμεσα στους Σοβιετικούς μια τετρασέλιδη καταγραφή -σχεδόν φάση προς φάση- του αγώνα που είχε αποτυπωθεί πλήρως στο άδειο ακόμα κεφάλι μου. Τον Σεπτέμβριο γράφτηκα φυσικά στην ομάδα μπάσκετ της γειτονιάς και είχα αγοράσει την πρώτη μου πορτοκαλί μπάλα. Χωρίς να το ξέρω, η ζωή μου είχε αλλάξει.
Είμαι σίγουρος ότι έχετε κι εσείς μια ανάλογη ιστορία.