Θυμάμαι ότι τον Γενάρη του ’17 στην πραγματικά σπουδαία έκθεση «Η υπέρβαση της άβυσσος» στο Ωδείο Αθηνών ήταν το έργο της Ιωάννας Πανταζοπούλου που μου είχε τραβήξει την προσοχή. Παρουσίαζε το big bang του οικογενειακού, κυριακάτικου (ή εορταστικού) τραπεζιού. Πιάτα, ποτήρια, μαχαίρια, πιρούνια, καρέκλες αλλά και το ίδιο το τραπέζι στον αέρα και όλα κομμάτια.
Ναι, ας το παραδεχτούμε. Τα οικογενειακά τραπέζια μπορεί να είναι πηγή απέραντης χαράς αλλά και αφόρητης βαρεμάρας, άβολων στιγμών και ορισμένες φορές και θλίψης. Εξαρτάται αν τελικά θέλεις να τους δεις όλους αυτούς που μαζεύτηκαν για να γιορτάσουν τρώγοντας και πίνοντας ή αν κάνεις την καρδιά σου πέτρα και πας γιατί δεν σε παίρνει να πεις όχι (καλά πάντα σε παίρνει, αλλά το λες το όχι;). Επίσης, σε πολλές περιπτώσεις στο τραπέζι του μαρτυρίου σε σέρνει ο καλός σου ή η καλή σου για να σε παρουσιάσει στο σόι ή/και αφού σε παρουσιάσει να σε περιφέρει ως η απόδειξη ότι δε θα πεθάνει μόνος και έρημος. Θα μου πεις τι τον θέλεις τέτοιον/α δίπλα σου; Ε, γιατί εσύ κάποια στιγμή δε θα τον τραβήξεις στη γιορτή του μπαμπά σου;
Και εντάξει, τους δικούς σου τους γονείς τους έχει φάει στη μάπα τόσα χρόνια, ξέρεις τα καλά τους σημεία, ξέρεις και τις αστοχίες τους και μπορείς να τις χειριστείς. Γνωρίζεις ότι ο θείος Παντελής είναι σχεδόν αλκοολικός ή ότι η γιαγιά είναι στα πρώτα στάδια άνοιας και μπορεί να σε ρωτήσει 10 φορές πού δουλεύεις. Στο κάτω κάτω είναι οι άνθρωποι με τους οποίους έχεις μεγαλώσει, τα κουσούρια τους είναι σε μεγάλα βαθμό και δικά σου, τους οφείλεις το ζην και (ίσως) το ευ ζην, είναι η δική σου τρελή τρελή οικογένεια. Αλλά όταν βρίσκεις ανάμεσα στους δικούς του/της, τι κάνεις; Ακόμη και εάν σε έχει προειδοποιήσει πάντα υπάρχει το παραμορφωτικό φίλτρο γιου/κόρης που δεν μπορεί να αποδώσει την παράνοια της ελληνικής οικογένειας (του άλλου πάντα, ε) παρά μόνο αν τη ζήσεις. Ας δούμε μερικούς χαρακτηριστικούς τύπους που σε φέρνουν σε άβολη, τουλάχιστον, θέση και αυτό το Πάσχα.
Θέλει να μάθει τα πάντα για σένα με το που θα πατήσεις το πόδι σου στο σπίτι. Και όχι μόνο για σένα αλλά και για τον μπαμπά σου, τη μαμά σου, τα αδέρφια σου, τον/την κολλητό σου, τη γάτα σου, για το κάκτο που ξεράθηκε στο μπαλκόνι σου (φαντάσου), τους βαθμούς που έπαιρνες στο σχολείο (ανά εξάμηνο). Εάν δεν του/της δώσεις τις πληροφορίες που ουσιαστικά απαιτεί, έστω κι αν έχει το πιο μειλίχιο χαμόγελο του κόσμου, ή αν τολμήσεις να δώσεις απαντήσεις που δεν ικανοποιούν τις προσδοκίες του δε σε βλέπω καλά. Μπορείς να το ξεπλύνεις μόνο αν κατασκευάσεις μια ιστορία του τύπου: στα 17 σου έσωσες μια παρέα από προσκοπάκια που χάθηκαν στη ζούγκλα του Υμηττού ενώ την προηγούμενη ημέρα είχες γίνει δότης του μυελού των οστών και την επομένη έσωσες παππού στο τρόλεϊ 5 (καταραμένη γραμμή ως γνωστόν) κάνοντας του τεχνητή αναπνοή που τελειοποίησες στα μαθήματα ναυαγοσωστικής. Και πάλι δεν είμαι σίγουρη ότι θα τα καταφέρεις, δεν έχεις τίποτα να χάσεις πέρα από την αξιοπρέπεια σου.
Θα σε κοιτάξει σα να του μιλάς σε μια περίεργη, ξένη γλώσσα. Μετά θα σε ρωτήσει με γουρλωμένα μάτια αν έχεις κάποιο πρόβλημα υγείας. Θα απαντήσεις ξεροκαταπίνοντας «Όχι, απλώς είμαι vegetarian με σκοπό μέχρι τον Ιούνιο να γίνω vegan». Μόλις ακούσει αυτή τη φράση θα γελάσει δυνατά και θα κοιτάξει τους υπόλοιπους συγγενείς με βλέμμα «Δεν το κατάλαβα το ανέκδοτο αλλά φαίνεται καλό παιδί». Όταν σερβιριστείτε θα βάλει μπιφτέκια, παϊδάκια, λουκάνικο, κοντοσούβλι, κοκορέτσι και μια φτερούγα κοτόπουλο στο πιάτο σου. Θα επαναλάβεις με αργή, καθαρή φωνή «Δ ε ν τ ρ ώ ω κ ρ έ α ς», ενώ ιδρώτας θα έχει αρχίσει να ποτίζει τα μηλίγγια σου. Θα πάρει τα παϊδάκια, το λουκάνικο, το κοντοσούβλι και το κοκορέτσι από το πιάτο σου και θα αφήσει τα μπιφτέκια και το κοτόπουλο. Θα σε κοιτάει με οίκτο. Θα φας οτιδήποτε άλλο στο πιάτο σου εκτός από τα μπιφτέκια και το κοτόπουλο δηλαδή σαλάτα μαρούλι, χωριάτικη, πατάτες τηγανητές, πατάτες φούρνου, κολοκυθοκεφτέδες, τοματοκεφτέδες, τζατζίκι, ρώσικη, κολοκυθάκια βραστά, μελιτζάνες τηγανητές, φέτα, μαυρομάτικα. Μόλις τελειώσει θα γυρίσει και θα σου πει «Τίποτα δεν έφαγες πουλάκι μου».
ΣΟΣ: Η ατάκα «Τίποτα δεν έφαγες πουλάκι μου» θα ακουστεί όπως και να ‘χει, ακόμη κι αν έχετε καταβροχθίσει το αρνί ολόκληρο μαζί με τη σούβλα, το τραπέζι με τα μαχαιροπίρουνα, ακόμη και τη γιαγιά.
Η πρώτη του ατάκα, αφού συστηθείτε, θα είναι «Δεν πιστεύω να είσαι ΣΥΡΙΖΑ/ΝΔ/ΚΚΕ/Ποτάμι/ΑΝ.ΕΛ». Εσύ που πιθανόν να είσαι κάτι απ’ όλα αυτά αλλά το μόνο που θέλεις να κάνεις είναι να φας το μυαλό από το αρνί (ίου) πιθανόν να απαντήσεις «Δεν ασχολούμαι με τα πολιτικά» την πάτησες. Βασικά την πάτησες ό,τι και να απαντήσεις. Εάν είσαι οπαδός του ίδιου κόμματος θα σε χτυπήσει με δύναμη στην πλάτη, πιθανόν και σε βαθμό που θα πνιγείς, και θα αρχίσει να σου λέει ότι από την αρχή είχε καταλάβει ότι «είσαι δικός μας». Αν το κόμμα που υποστηρίζεις δεν ταυτίζεται με το κόμμα που υποστηρίζει αυτός θα σου κάνει στην αρχή κατήχηση, μετά κήρυγμα και στο τέλος επίθεση. Μην απαντήσεις σε τίποτα, είπαμε οτιδήποτε δηλώσεις πάλι άτυχος θα είσαι απέναντι σε έναν άνθρωπο που το μυαλό του το έχει στην κομματική συζήτηση με έναν άνθρωπο που μόλις γνώρισε σε ένα γιορτινό τραπέζι. Αν όμως κάποιος από το τραπέζι αρχίσει τα «Εγώ δεν είμαι Χρυσαυγίτης αλλά αυτοί δεν είναι πρόσφυγες, ISIS είναι όλοι», απάντησε. Και απάντησε γερά. Αν θέλεις μάλιστα τίναξε το οικογενειακό τραπέζι στον αέρα. Για καλό θα είναι.