Χθες τα social media γέμισαν με το βίντεο του αφγανού Ζαχίρ από το φετινό Master Chef. Η ιστορία του και ο τρόπος που ο Ζαχίρ εξιστόρησε τα βάσανα του ακόμη και τα βασανιστήρια που έχει υποστεί -λιτός, περιεκτικός, δυνατός όπως κάθε άνθρωπος που έχει περάσει δια πυρός και σιδήρου και δεν χρειάζεται καμία φιοριτούρα ή υπερβολή για να συγκινήσει- αλλά και η θέληση του να αποδείξει σε αυτόν που του είπε «εγώ δεν είμαι μαλάκας να βάλω Αφγανό στο μαγαζί μου» ότι «δεν είμαι ένας Αφγανός, είμαι ένας Αφγανός με ταλέντο» δεν είναι δηλαδή ένας άνθρωπος που ορίζεται από τον τόπο καταγωγής του αλλά από τις ικανότητες του και την προσωπικότητά του μόνο θαυμασμό μπορούν να προκαλέσουν.
Περίπου ένα μήνα πριν, στην Κέρκυρα, ένας 52χρονος πατέρας δολοφόνησε την 28χρονη κόρη του γιατί δεν ενέκρινε τον δεσμό της με έναν Αφγανό. Ακόμη πιο σοκαριστικό μοιάζει το εξής στοιχείο: ο πατέρας και η κόρη του ήταν μετανάστες από την Αλβανία. Ένας άνθρωπος που ζει στη χώρα που έχει γεννηθεί το σύνθημα «Δε θα γίνεις Έλληνας ποτέ, Αλβανέ Αλβανέ», έχει δηλαδή υποστεί ρατσισμό έστω και εμμέσως, αποφασίζει πρώτον ότι αυτός ορίζει σε ποιον θα δοθεί η κόρη του και δεύτερον ότι αυτός ο κάποιος δεν θα είναι ένας Αφγανός.
Το 1967 ο Σίντνεϊ Πουατιέ πρωταγωνιστούσε στην ταινία Μάντεψε ποιος θα έρθει απόψε το βράδυ, μια δραματική κομεντί όπου η Τζόι, μια νεαρή λευκή, καλεί σε δείπνο τον αφροαμερικανό αρραβωνιαστικό της για να τον γνωρίσει στους φιλελευθέρους γονείς της που, ενώ πάντα τη δίδασκαν να σέβεται τους ανθρώπους ανεξαρτήτως φυλής, δείχνουν να μην ξέρουν πώς να φερθούν στον ιδεαλιστή Τζον και οι θεωρίες τους καταρρέουν μπροστά σε μια πραγματικότητα που δεν είναι έτοιμοι να αποδεχτούν κοινωνικά. Την χρονιά που προβλήθηκε η ταινία ο διαφυλετικός γάμος ήταν απαγορευμένος σε 17 πολιτείες των ΗΠΑ.
Το 2017, δηλαδή μισό αιώνα από τον την κυκλοφορία του Μάντεψε ποιος θα έρθει απόψε το βράδυ, βγαίνει στις αίθουσες το Get Out όπου νεαρή λευκή Αμερικανίδα φέρνει στο πατρικό της τον μαύρο φίλο της για να τον συστήσει στους προοδευτικούς γονείς της· αποδεικνύεται ότι μαζί με άλλους λευκούς ντόπιους αποτελούν μια σέκτα που μετατρέπει τους αφροαμερικανούς σε σκλάβους τους. Με πανέξυπνο χιούμορ και παίζοντας συνεχώς με τη λογική «μα είναι δυνατόν να γίνονται τέτοια πράγματα ακόμη στον 21ο αιώνα;» ο σκηνοθέτης Τζόρνταν Πίλι μας υπενθυμίζει ότι αυτά που θέλουμε (και ευχόμαστε) να είναι λυμένα στις σύγχρονες κοινωνίες μας απλώς δεν είναι.
Έχω μεγαλώσει στην Κέρκυρα, έναν τόπο που θεωρείται προοδευτικός λόγω της ιστορικής του πορείας, λόγω του ότι είναι νησί και έχει ανεπτυγμένο τουρισμό από τη δεκαετία του ’60. Έναν τόπο που πάντα είχα συμμαθητές παιδιά μικτών γάμων -συνήθως από Αγγλίδα ή Γερμανίδα ή Σουηδή που ερωτευόταν Έλληνα- και που όταν ήρθαν οι πρώτοι Αλβανοί στις αρχές τις δεκαετίας του ’90 άκουσα από διάφορα στόματα «Καλοί είναι, εργατικοί και φιλότιμοι αλλά όχι σαν εμάς ρε παιδί μου» και ενώ μεγαλώναμε μαζί, στις ίδιες τάξεις και στις ίδιες αυλές, δε θυμάμαι κανένα ζευγάρι εφήβων Αλβανού με Ελληνίδα ή Έλληνα με Αλβανίδα. Από την Κέρκυρα έφυγα το 1998, σίγουρα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Όχι όμως απόλυτα, η ύπαρξη χρυσαυγίτη βουλευτή από τον νομό δεν με κάνει και τόσο αισιόδοξη.
Λίγα χρόνια αργότερα μεγάλωνα ακούγοντας σε εκπομπές της trash tv -όχι τις μεταμεσονύχτιες (αυτές μη τις φοβάσαι), σε μεσημεριανές- ότι οι «πουτάνες οι ρωσίδες μας τρώνε τους άντρες» και «έβαλα τη βουλγάρα σπίτι μου για να μου σιδερώνει και μου άρπαξε τον άντρα». Για κάποιο λόγο αυτές οι πάντα ξεμυαλίστρες και οι άντρες, τα θύματα που παρασύρονταν, αφήνουν πίσω τη «δόλια» σύζυγο.
Έχουμε 2019. Ξέρω ότι οι μαθητές ερωτεύονται μεταξύ τους χωρίς να ξεχωρίζουν χρώμα. Το βλέπω γιατί κυκλοφορώ στους δρόμους της Αθήνας, γιατί έχω φίλους καθηγητές που μου λένε ότι τα παιδιά δεν έχουν τέτοια θέματα, εδώ γεννιούνται, μαζί μεγαλώνουν, μαζί παίζουν, μαζί ερωτεύονται. Υπάρχουν όμως ακόμη περιπτώσεις γονιών που μπολιάζουν τα παιδιά τους με το «Μη μου φέρεις κανέναν μουσουλμάνο στο σπίτι» ή «Καλύτερα να μείνεις στο ράφι παρά να πάρεις Αλβανό» ή «Οι Ρωσίδες είναι καλές μόνο για πήδημα, μην μπλέξεις στα σοβαρά παιδί μου». Ξέρουμε ότι υπάρχουν τέτοιοι γονείς, μη κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλο μας. Επίσης, θυμάμαι χρόνια πριν θείο μου, που ανοιχτόμυαλο τον λες και προοδευτικό μυαλό, να αναρωτιέται «Δεν ξέρω βρε παιδί μου. Εδώ ζευγάρια που μιλάνε την ίδια γλώσσα δεν μπορούν να συνεννοηθούν, θα μπορούν άνθρωποι που έχουν μεγαλώσει σε άλλη πατρίδα;». Ευτυχώς ο γιος του παντρεύτηκε Ρουμάνα και ο θειος -πάλι καλά- δεν ξαναμίλησε.
Ζούμε μαζί με αυτούς τους ανθρώπους που ήρθαν στην χώρα μας είτε από οικονομική ανάγκη είτε λόγω πολύ πιο δύσκολων καταστάσεων στην πατρίδα τους. Εδώ ζουν, μεγαλώνουν τα παιδιά τους, εδώ εργάζονται, εδώ ονειρεύονται, στη δική μας κοινωνία εντάσσονται. Εδώ ερωτεύονται, εδώ διαλέγουν συντρόφους, εδώ χτίζουν τη ζωή τους. Μέσα στην έξαρση εθνικιστικών τάσεων, μέσα σε πολεμικές ιαχές χρυσαυγιτών, μέσα σε περιφρόνηση του ξένου και του διαφορετικού από μεγάλη μερίδα του πληθυσμού, μέσα σε όλο αυτό τον ακροδεξιό οχετό, φυσικά υπάρχουν οι νέοι άνθρωποι, που τα μυαλά τους δεν έχουν ποτιστεί με δηλητήριο και δεν βρίσκουν λόγο να μη τα φτιάξουν με το κορίτσι ή το αγόρι του διπλανού θρανίου μόνο και μόνο επειδή η μαμά της γεννήθηκε στην Αλβανία ή ο μπαμπάς του στο Ιράν.