“Ça Ira

Είναι κάπως ρητορικό το ερώτημα αλλά η πολιτική γεννήθηκε με τους ανθρώπους ή υπήρχε πριν από αυτούς; Αυτή η έννοια της διαχείρισης μιας κοινής κατάστασης μπορεί να είναι τελικά ένα φυσικό προϊόν που κάποια χαρακτηριστικά του τα εντάξαμε στην καθημερινότητά μας. Δηλαδή, αντί ο άνθρωπος να είναι ένα ζώο πολιτικό όπως είπε ο Αριστοτέλης, είναι ένα ζώο που θέλοντας και μη ασχολείται με την πολιτική όπως πίνει ένα ποτήρι νερό;

Πέρα όμως από το θέμα της γένεσης της, έχει και ενδιαφέρον να δούμε τί είναι. Η τέχνη του εφικτού; Αυτό που ξεκινά όταν τελειώνει ο πόλεμος;  Η ικανότητα να προσαρμόζεσαι στην πραγματικότητα του τώρα και να ετοιμάζεσαι για το μέλλον; Ή ο δρόμος να αλλάζεις την πραγματικότητα οδηγώντας τους ανθρώπους στην κορυφή ενός λόφου και ας είναι να ρισκάρουν να ζαλιστούν από το ύψος, να γκρεμοτσακιστούν και να χάσουν τη ζωή τους; Πολιτική είναι το «όλα θα πάνε καλά» ή το «τίποτε δεν πάει καλά»; 

Σίγουρα είναι όλα αυτά και άλλα τόσα, αλλά ένα είναι το σημαντικό. Η πολιτική στο σύνολο της είναι βαρετή όπως οι άνθρωποι, όπως και η φύση.


Τρελάθηκα και τα γράφω όλα αυτά; Στο περίπου. Εξάλλου, την εποχή που η προσοχή διασπάται πιο εύκολα και από το άτομο του υδρογόνου στη Βόρεια Κορέα, το να παρακολουθήσεις μια παράσταση τέσσερις ώρες, χωρίς σήμα στο κινητό, είναι μια πράξη που μπορεί στο μέλλον να προστεθεί στον ποινικό κώδικα. Το σκέφτηκα και εγώ πριν περάσω το κατώφλι της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση ότι κανονικά θα έπρεπε να με συλλάβουν. Αν όχι εμένα, τότε τον Ζοέλ Πομμερά αφού, ενώ ξεκίνησε με παραστάσεις που διαρκούσαν μια ώρα και είκοσι λεπτά, τώρα αποφάσισε να παρουσιάσει το μεγάλο του έπος.

Στην παράσταση παρακολουθούμε την εξέλιξη της Γαλλικής Επανάστασης. Από την κήρυξη της Εθνοσυνέλευσης μέχρι το τέλος του Λουδοβίκου. Γινόμαστε μάρτυρες πολλών debates («πρώτη φορά είδα τόσα debates και δεν βαρέθηκα», έστειλε μια φίλη μετά την παράσταση) που είτε συμβαίνουν στις «τοπικές» των Διαμερισμάτων είτε ανάμεσα στην Τρίτη Τάξη και στο Κοινοβούλιο, είτε στις μεγάλες αίθουσες των ανακτόρων στις Βερσαλίες. Ο Πομμερά χρησιμοποιεί σαν σενάριο την ίδια την Ιστορία που την ακολουθεί όσο πιο πιστά μπορεί. Ο λαός στους δρόμους εξεγείρεται την ώρα που οι πολιτικοί συζητούν και τα ίδια τα γεγονότα τους προσπερνούν, η βασιλεία και η αριστοκρατία πεθαίνουν με βάρβαρο τρόπο. Ο Χάρτης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων γράφεται γι’ αυτούς που κραδαίνουν τις καρδιές των αντιπάλων τους σαν ενθύμια. 


Η επανάσταση γεννά ερωτηματικά. Υπάρχει καλός και κακός λαός; Υπάρχουν κακοί και καλοί στις ανώτερες τάξεις; Υπάρχει καλή και κακή βία; Γίνεται να ζητάς να φερθεί ευγενικά ο καταπιεσμένος; Μας ενδιαφέρει τελικά τους επαναστάτες το ίδιο το κοινό καλό ή να βολέψουμε τον εαυτό μας; Και αν υπάρχει αναταραχή, τι θα γίνει με τις επενδύσεις; 

Μην τσακώνεστε θα θυμώσουν οι αγορές. “Ça Ira /

Ακόμα και δίχως ν’ αλλάζαμε ούτε λέξη το έργο θα μπορούσε να περιγράψει οποιαδήποτε κρίση που προκύπτει πριν και μετά από μια πολιτική αλλαγή. Οι τοπικές συνελεύσεις θα μπορούσαν να έχουν το ίδιο λεξιλόγιο στα τοπικά Διαμερίσματα του Παρισιού πριν από 228 χρόνια, στις συνελεύσεις του Μάη του ΄68, στο Πολυτεχνείο, στους Αγανακτισμένους, στην Πλατεία Ταχρίρ. O φόβος της συντήρησης μπροστά στη μανία για αίμα της προόδου. Το «όχι άλλοι νεκροί και βλέπουμε» της Δεξιάς μπροστά στο «οι κοινωνικές αλλαγές θέλουν θυσίες» της Αριστεράς.  Και στο τέλος έρχονται οι κωλοτούμπες.


Ο Πομμερά κερδίζει αριστοτεχνικά το χρόνο και την ανία που προκαλεί ο ξύλινος πολιτικός λόγος. Καταρχάς, οι ηθοποιοί που αλλάζουν σαν τα πουκάμισα (κυριολεκτικά) ρόλους και κοινωνικές τάξεις δημιουργούν μια διαολεμένη κίνηση σε όλη την αίθουσα. Πέρα από το συμβολικό ότι όλοι είμαστε όλα ανάλογα με το συμφέρον μας, αυτό το τρεχαλητό δημιουργεί έναν ευχάριστο εκνευρισμό. Οι φανταστικές και φανταστικοί, χωρίς υπερβολή, θεατρίνοι κινούνται γύρω σου πότε σαν μέλη της Εθνοσυνέλευσης, πότε σαν ευγενείς, πότε σαν απλός λαός. Η ατμόσφαιρα  γίνεται συναρπαστική αφού αναγκάζουν τον θεατή να συμμετέχει ενώ τον αγνοούν επιδεικτικά. Είναι πέρα από το επινοημένο θέατρο, είναι η ίδια η πραγματικότητα, μια μορφή θεατρικού ντοκιμαντέρ που αν όντως σας ενδιαφέρει η πολιτική δεν θα του βάζατε κάτι λιγότερο από δέκα στα δέκα. Μη φύγετε στο διάλειμμα, είναι κρίμα να χάσετε το τέλος που θα το ζήλευαν και οι πιο μεγάλοι auteurs του ευρωπαϊκού κινηματογράφου.