Η αλήθεια είναι ότι η επιβολή του «εισιτηρίου» των 25 ευρώ για τη νοσηλεία στα δημόσια νοσοκομεία της χώρας δεν είχε βρει και πολλούς υποστηρικτές, τουλάχιστον σε δημόσιο επίπεδο, εκτός βέβαια του πάντα γαλαντόμου με τον εαυτό του Άδωνι Γεωργιάδη. Αναπάντεχα (;) όμως, η απόφαση απόσυρσης της επίμαχης ρύθμισης προσέθεσε έναν ακόμη «παίκτη» στο πλευρό του υπουργού Υγείας, μία ιδιωτική τράπεζα και μάλιστα πρόσφατα ανακεφαλαιοποιημένη, την Alpha Bank.
«Ό,τι δίνεις παίρνεις»
Για την ακρίβεια, στο τακτικό εβδομαδιαίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεών της, μεταξύ άλλων λαμβάνει ρητά θέση υπέρ του αποσυρθέντος μέτρου, υποστηρίζοντας, με κάπως πιο τεχνικούς όρους, αν και μάλλον με σημαντικό έλλειμμα στην επιχειρηματολογία, πως «ότι πληρώνεις, παίρνεις». Λαμβάνοντας στο όριο το συλλογισμό των αναλυτών του ιστορικού χρηματοπιστωτικού ιδρύματος της χώρας, θα μπορούσαμε κάλλιστα να ισχυριστούμε ότι «αν δεν πληρώσεις (επιπλέον) μην έχεις και απαίτηση να ζήσεις».
Επίκληση στο παράλογο
Επειδή συχνά οι περιγραφές αλλοιώνουν τις πραγματικές διαστάσεις των αντικειμένων τους, ας δούμε πως αρθρώνεται το παραπάνω επιχείρημα. Όπως γράφεται, η μη εφαρμογή της ρύθμισης συνιστά «οπισθοδρόμηση» και ήττα έναντι όλων όσοι «λυμαίνονται το χώρο της υγείας». Η βάση της σκέψης είναι απλή καθώς τα 25 ευρώ εκλαμβάνονται ως «ελάχιστο νοσήλιο», καταβαλλόμενο εφάπαξ με την εισαγωγή, ιδιαίτερα στην περίπτωση που συγκριθεί με αντίστοιχα κόστη ιδιωτικών κλινικών που αγγίζουν ή και ξεπερνούν ποσά των 1.000 ευρώ ανά ημέρα νοσηλείας. Στο πλαίσιο αυτό, με δεδομένο ότι από τους συντάκτες του κειμένου αναγνωρίζεται η αδυναμία των ασφαλιστικών ταμείων να συντηρήσουν τη χρηματοδότηση των νοσοκομείων της χώρας, διαπιστώνεται ότι «η ομαλή λειτουργία των νοσοκομείων δεν είναι δυνατόν πλέον να συνεχιστεί αν εκείνοι που εισάγονται για νοσηλεία στα νοσοκομεία… δεν αναλάβουν να πληρώσουν ένα μικρό έστω μέρος του κόστους λειτουργίας».
Αν δεν βρεις γάλα, αγόρασε σαμπάνια
Ίσως κάποιος να αισθάνεται ότι η προηγούμενη παράγραφος είναι προϊόν βρετανικής αίσθησης του χιούμορ. Κι όμως, όχι, πρόκειται για (αυτό)παρουσιαζόμενη ως έγκυρη επιστημονική ανάλυση της συγκυρίας. Άλλωστε πως δεν είναι «σοβαρή» μια ανάλυση που κουνά το δάχτυλο στο «μέσο» πολίτη αυτής της χώρας λέγοντάς του «κοίτα, ο διπλανός σου πληρώνει 1.000 ευρώ/ημέρα (σ.σ. ποσό άπιαστο για μηνιαίος μισθός της πλειονότητας των εργαζομένων) για νοσηλεία κι εσύ τσιγκουνεύεσαι τα 25 ευρώ (σ.σ. ποσό μεγαλύτερο από το τυπικό ημερομίσθιο);». Κινούμενοι στην ίδια λογική, οι εμπνευστές της επιχειρηματολογίας θα μπορούσαν να πουν στο «μέσο» καταναλωτή που δυσκολεύεται να γεμίσει με τα’ απαραίτητα τρόφιμα το καλάθι (χειρός) στο super market «μα καλά γιατί διαμαρτύρεσαι για την ακρίβεια; Στο Fat Duck, του Heston Blumenthal, στο Λονδίνο, περιμένεις εβδομάδες για μία κράτηση και το μετριοπαθές μενού κοστίζει περίπου 200 λίρες ανά άτομο».
Καταργώντας τη λογική
Ο καλοπροαίρετος αναγνώστης όμως θα μπορούσε να πει ότι εμφανιζόμαστε μεροληπτικοί αφού οι αναλυτές είναι σαφείς∙ από το νοσήλιο πρέπει να εξαιρούνται οι οικονομικά αδύναμοι, οι οποίοι περιγράφονται, βάσει των προβλέψεων της ρύθμισης, ως οι «χρόνια πάσχοντες, τα ΑμεΑ, οι φυλακισμένοι, οι κάτοχοι βιβλιαρίου οικονομικής αδυναμίας» και οι «στρατιωτικοί». Παρότι δεν εξηγούν βάσει ποιας προσέγγισης οι τελευταίοι αυτοδίκαια συγκαταλέγονται στους οικονομικά αδύναμους, οι συγγραφείς του Δελτίου υπολογίζουν το υπόλοιπο, περίπου, 98% του πληθυσμού ως οικονομικά εύρωστο, οπότε τους είναι αδιανόητο ν’ αντιληφθούν ποιοι όντως δεν είναι σε θέση να πληρώσουν αυτό το ποσό.
Αφού δε ξεπερνούν με αξιοπρόσεκτη… μαεστρία τόσο τη συμβολή της ύφεσης στην εξάντληση των Ταμείων και στον καταποντισμό των φορολογικών εσόδων (σ.σ. δικές τους οι εκφράσεις) όσο και το επιβεβλημένο «ταβάνι» στις δημόσιες δαπάνες για την Υγεία, είναι σαφείς, «η Ελλάδα χρεοκόπησε το 2009 γιατί οι κυβερνήσεις προσπάθησαν… να εφαρμόσουν την κοινωνική πολιτική Σουηδίας…». Άρα, με λίγα λόγια, ας ξεχάσουμε ό,τι ξέραμε, ακόμη και τις παροχές Υγείας Σουηδίας, τις οποίες ασφαλώς ουδέποτε γνωρίσαμε, αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα. Κάποτε για τη Δανία είχαμε «σαλπάρει», αλλά κι αυτό το ταξίδι έμεινε στη σκέψη.
Ανακυκλώνοντας λαϊκή παραφιλολογία επιπέδου συνοικιακού καφενείου και χρησιμοποιώντας ως πηγές των όσων διαπιστώνουν για τα νοσοκομεία «τα περιστατικά που έρχονται καθημερινά στο φως της δημοσιότητας» και «την εμπειρία των ασθενών» (σ.σ. η ίδια εμπειρία βέβαια δεν τους κάνει σοφότερους για τη δυνατότητα των πολιτών να καταβάλλουν το 25ευρω), επιρρίπτουν εν τέλει στους πολίτες (που δεν θα πληρώνουν το νοσήλιο) την ευθύνη της μη παροχής των «επιπρόσθετων ποιοτικών υπηρεσιών περίθαλψης προς όσους πολίτες έχουν απόλυτη ανάγκη τις υπηρεσίες αυτές». Η έννοια της ατομικής ευθύνης προσαρμοσμένη στα μέτρα του μνημονιακού παραλογισμού.
«Ακριβός (φιλελευθερισμός) στα πίτουρα, φθηνός στ’ αλεύρι»
Ακόμη και σε μία ορισμένη φιλελεύθερη πρόσληψη αναδιανεμητικής δικαιοσύνης που εναντιώνεται στην παροχή -ανά άτομο- πρόσθετων υπηρεσιών περίθαλψης σε σχέση με όσα εκείνο έχει (προ)καταβάλει γι’ αυτές, προϋποτίθενται τόσο μια «δίκαιη πρωταρχική διανομή» πόρων όσο και η πλήρης ενημέρωση των ενδιαφερομένων (πάροχοι-λήπτες). Απ’ αυτά, το Δελτίο κρατά μόνο τη γνώση «εκ των προτέρων με βεβαιότητα» για το ποσό που θα κληθεί να καταβάλει ο κάθε ασθενής, αδιαφορώντας ασφαλώς για το πρώτο σκέλος, το οποίο στη συγκυρία της κρίσης όχι μόνο δεν ικανοποιείται αλλά μοιάζει με φανταστικό σενάριο.
«Χρυσά» νοσήλια
Στις Η.Π.Α. των τελών του 19ου αιώνα, η μικρή μερίδα των ξεχωριστά εύπορων, συνήθιζε να τρώει μ’ ασημένια κουτάλια για να καταδεικνύει τη διαφοροποίησή της και ν’ αναπαράγει το υψηλό status της . Σήμερα, υποστηρίζει η Elizabeth Currid-Halkett, από τις στήλες των New York Times (), τα «ασημένια κουτάλια του 21ου αιώνα» είναι οι ακριβές -και… άπιαστες για την πλειονότητα των πολιτών- σπουδές των γόνων των «σούπερ-πλουσίων». Έτσι, επιχειρηματολογεί εκείνη, με προοπτική και αποτελεσματικότητα τίθενται οι βάσεις για την εδραίωση και διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων εις το διηνεκές.
Η Θεία πρόνοια ως τελευταίο καταφύγιο
Χωρίς να το αντιλαμβάνεται (;) το επίμαχο Δελτίο, δίπλα στα Oxbridge και την Ivy League βάζει τα ιδιωτικά νοσήλια των 1.000 ευρώ. Ξεκινώντας, υποτίθεται, από μέριμνα για τους «μη έχοντες», καταλήγει να επικυρώνει το προφανές∙ ο κόσμος ανήκει στους έχοντες! Για όσους μπορούν να αναπαράγουν το κοινωνικό status τους, όπως και το αντίστοιχο βιολογικό, έχει καλώς, για τους υπόλοιπους… έχει ο Θεός.
Καθώς λοιπόν οι υπέρμαχοι της ελεύθερης αγοράς τετραγωνίζουν τον κύκλο και επιλύουν ένα πρόβλημα μέσω της επιβολής ενός τέλους και της κρατικής ρύθμισης, θέτουν υποψηφιότητα για τη λογική ανακολουθία του 2014. Δικαιολογώντας τον αυξημένο φόρο στο πετρέλαιο θέρμανσης, τονίζουν ότι αυτός «υπεραντισταθμίστηκε από τις εξαιρετικά ευνοϊκές καιρικές συνθήκες και το επίδομα θέρμανσης (σ.σ. που «μειώνει» κατά περίπου 20 cents την τιμή του λίτρου)». Συνηγορώντας υπέρ ενός ακόμη φόρου, οι παράδοξοι φιλελεύθεροι της ιστορίας μας υπερασπίζονται τη ρύθμιση στη βάση ενός τυχαίου γεγονότος, των καιρικών συνθηκών. Αν για κάποιους τα οικονομικά δε συνιστούν επιστήμη, αυτή η ανάλυση επιφέρει το τελειωτικό χτύπημα. Ξεχνώντας ασφαλώς ότι η τιμή δεν διαφοροποιείται όταν επικρατεί ψύχος, το Δελτίο εναποθέτει το δικαίωμα των πολιτών στη θέρμανση (κι αυτή τη φορά)… στο Θεό.
Food for thought
Τελικά, αφού δεν αναφέρουν ρητά, αν και μάλλον ο καχύποπτος το αναγιγνώσκει ανάμεσα στις γραμμές, ότι η χειμερινή καλοκαιρία (αν υποθέσουμε ότι ισχύει ως παρατήρηση) είναι αρνητική γιατί με λιγότερη κατανάλωση πετρελαίου σε πιο ψυχρές συνθήκες περισσότεροι πολίτες θα έχρηζαν νοσηλείας και θ’ αναγκάζονταν να καταβάλουν τα 25 ευρώ ώστε να… διασωθεί το Σύστημα Υγείας, θα πρέπει να αισθανόμαστε τυχεροί.