Ανήκω σ’ εκείνη την κατηγορία ανθρώπων, οι οποίοι κάθε φορά που βλέπουν κάποια θετική είδηση ή αφιέρωμα για αυτό τον τόπο χαίρονται. Και το πανηγυρίζω, δεόντως, ειδοποιώντας φίλους και γνωστούς, στέλνοντας email και κάνοντας share στο facebook και στο twitter. Αυτή η ενθουσιώδης αντίδραση πιθανόν να οφείλεται στο γεγονός ό,τι με κούρασε η μιζέρια κι αυτή η τάση που επιβάλει σε όλους τελευταία να σέρνονται και καταδικάζει όποιον τολμήσει να χαμογελάσει χωρίς ενοχές. Ή μπορεί και να έχω μπολιαστεί σε υπερβολικό βαθμό από τη θεωρία του Peter Εconomides, ακόμη κι αν δεν νιώθω έτοιμη, προς το παρόν, να χτυπήσω κι άλλο tattoo με σύνθημα το «ginetai» και τη γαλανόλευκη στο φόντο.
Σε κάθε περίπτωση πάντως, όπως τις προηγούμενες φορές έτσι και τώρα, διαβάζοντας το αφιέρωμα της Huffington Post, με τον πιασάρικο τίτλο «16 Food Reasons Greeks Are Better At Life», ετοιμάστηκα να ξεκινήσω το γνωστό μου επικοινωνιακό βομβαρδισμό καμαρώνοντας, το λιγότερο, σα γύφτικο σκεπάρνι. Καθώς όμως διάβαζα το κείμενο, ένιωθα τη χαρά μου να εξατμίζεται σταδιακά και τον εκνευρισμό μου να μεγαλώνει ραγδαία.
Κι όλα άρχισαν με το που κοίταξα τη φωτογραφία της χωριάτικης σαλάτας, αυτή τη χιλιο- χρησιμοποιημένη απεικόνιση του εθνικού μας γιουσουρούμ λαχανικών, που μου έφερε στο νου πλαστικοποιημένες σελίδες από μενού τουριστικών εστιατορίων, γκαρσόνια κράχτες και λογαριασμούς που σε χτυπούν κατακούτελα πιο πολύ κι από τον καύσωνα στην Αθήνα.
Συνέχισα το διάβασμα και είδα κι άλλες φωτογραφίες, όπως αυτή με το μισοπιωμένο φραπεδάκι συνοδευόμενη από σχόλια τύπου «τι να μας πουν τα Starbucks, οι Έλληνες τον κάνουν καλύτερα», ή την άλλη που έδειχνε κάτι μυστηριώδες, το οποίο στην αρχή μου φάνηκε για κουκούλι, αλλά μετά ανακάλυψα ότι ήταν φύλλο κρούστας. Αδιάφορο άφησε βέβαια τον συντάκτη του άρθρου, αν επρόκειτο για σπανακόπιτα ή για μπακλαβά (σιγά καλέ το ίδιο είναι!). Και το πράγμα πήγαινε «από το καλό στο καλύτερο», καθώς στη συνέχεια είδα ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί να ωριμάζει στον ήλιο με το ευφάνταστο τίτλο «στην Ελλάδα το κρασί έρχεται πρώτο, το νερό δεύτερο» κι ένα πιάτο τυροσαλάτα πνιγμένη στο λάδι, με φόντο συσκευασία αλατιού γνωστής εταιρίας και στοίβες από πίτες για σουβλάκι, συνοδευόμενο από το συμπέρασμα ότι «τους μάθαμε να τρώνε ελαιόλαδο και θα μας ευγνωμονούν αιώνια γι αυτό».
Κι ανάμεσα στα παραπάνω κι άλλες ντεμοντέ φωτογραφίες από το τζατζίκι που είναι και καλά το ελληνικό κέτσαπ, από κάτι χταπόδια απλωμένα στον ήλιο μπροστά σε μια θάλασσα γαλάζια, ίδια με αυτή που έκανε την Αλίκη Βουγιουκλάκη να φωνάζει στον Παπαμιχαήλ «ε πειρατή το τόπι μου» κι από ένα μαγαζί «τύπου» εστιατόριο με την επωνυμία «Συρτάκι» με λατινικούς χαρακτήρες, για να το καταλαβαίνουν οι «ξένοι» και άβολα ξύλινα καθίσματα που δεν τα αγαπάει κανείς (ούτε οι «ξένοι»). Εννοείται ό,τι υπήρχαν και οι απαραίτητες αναφορές σε φέτα, μέλι και γιαούρτι. Την έκπληξη, ομολογώ πως την έκαναν οι λουκουμάδες που δεν περίμενα να τους συναντήσω.
Αυτό όμως που με έκανε να γελάσω ήταν οι αναφορές φιλοσοφικού τύπου (διόλου τυχαία δίπλα ακριβώς στη φωτογραφία της χωριάτικης σαλάτας), στην πολιτισμική προσφορά των Ελλήνων (προφανώς μιλάει για τους αρχαίους ημών προγόνους κι όχι για εμάς) και στην συμβολή του λαού μας στην παγκόσμια ανάδειξη της ποιοτικής διατροφής, μέσα από την τοπική κουζίνα. Και γέλασα διότι, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, τα ελληνόπουλα βρίσκονται στις πρώτες θέσεις στην ευρωπαϊκή λίστα της παιδικής παχυσαρκίας, τα καρότσια στα σούπερ μάρκετ βουλιάζουν από προμήθειες προϊόντων τίγκα στα συντηρητικά και τις ορμόνες, δεν καταβάλλεται καμία προσπάθεια για την ενίσχυση της διατροφικής εκπαίδευσης, ενώ γίνεται αντιθέτως αυτόματα μανία η υιοθέτηση ξένων διατροφικών συνηθειών. Βοηθά, βέβαια, και η οικονομική κρίση, αλλά ως κοινωνία προτιμάμε αυτό που φαίνεται πολύ στο μάτι (και συνήθως είναι φτηνό) παρά αυτό που είναι καλό για το στομάχι και την καλή μας υγεία γενικότερα.
Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω τις προθέσεις των συντακτών του άρθρου της εφημερίδας της Αριάνας Χάφινγτον. Αλλά, θα τολμήσω να πω ότι, δεν λειτουργεί θετικά υπέρ μας. Ή μάλλον, πιο συγκεκριμένα, υπέρ της μερίδας του κόσμου που θέλει να αποτινάξει από πάνω του τη ρετσινιά του πρόχειρου και του εύκολου. Γιατί υπάρχει και αυτή η κατηγορία πολιτών, που την εκνευρίζει η λογική του άρπα κόλα. Υπάρχουν κάποιοι που είναι πιο «δύσκολοι», που αναζητούν κάτι σύγχρονο και ανανεωτικό μαζί, ψάχνουν τις μυρωδιές και τα υλικά και δεν συμβιβάζονται εύκολα. Κι αυτοί δεν είναι μόνο Έλληνες, καταναλωτές ή άνθρωποι που ασχολούνται επαγγελματικά με την εστίαση με ενθουσιασμό, μεράκι, κόπο και μόχθο. Σε αυτή την ομάδα εντάσσονται και ξένοι, οι οποίοι κινούν ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της τουριστικής αγοράς, της πολυπληθούς και απαιτητικής κατηγορίας του γαστρονομικού και του οινικού τουρισμού. Τέτοιοι «εραστές» της γαστρονομίας το 2013, για παράδειγμα, τίμησαν με σημαντικές διακρίσεις στα Gourmand World Cookbook Awards (τα βραβεία Όσκαρ του κόσμου του φαγητού και του κρασιού) βιβλία με θέμα την ελληνική κουζίνα της Ελένης Ψυχούλη και του Βαγγέλη Δρίσκα. Αλλά αυτό δεν έγινε θέμα με τεράστιους τίτλους στη Huffington Post.
Για όλους αυτούς που το καλό φαγητό είναι μια φυσική επιλογή, κάτι σαν εκλεκτική και πολύτιμη σχέση, πιστεύω ότι το συγκεκριμένο δημοσίευμα είναι ένας κόλαφος. Υπονομεύει την προσπάθειά τους να αναδείξουν την μοναδικότητα της κουζίνας αυτού του τόπου, η οποία μπορεί να σε εκπλήξει αναπάντεχα με τους συνδυασμούς των νόστιμων υλικών της εποχής, επειδή είναι φρέσκα, λιτά και ατόφια. Αυτούς σίγουρα θα τους απογοητεύσει το συγκεκριμένο κείμενο. Την ίδια ώρα που γίνονται σημαντικές προσπάθειες για να εδραιωθεί στη παγκόσμια συνείδηση η πραγματική διάσταση της γαστρονομικής μας ταυτότητας, να σηκωθούμε ένα βήμα ψηλότερα, βρε αδερφέ, που λέει και ο ποιητής κάτι τέτοια αφιερώματα μας πάνε ένα βήμα πίσω. Κι αυτό δεν το έχουμε ανάγκη.