Όταν οι Monty Python Συνάντησαν την 28η Οκτωβρίου

Δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που είδα κάτι στα social και δεν μπορούσα να πιστέψω στα μάτια μου. Δεν είναι ό,τι μας λείπουν οι αφορμές στη «Λα Γκρέκα Μπελέτσα» μας για να εκστομίσουμε την  ερώτηση «Τρολάρεις ή μιλάς σοβαρά;», τα πρόσφατα επεισόδια από το σίριαλ με το Τζόκερ, το απέδειξαν περίτρανα.

Όμως, το βίντεο με τα κορίτσια που έκαναν silly walk στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου το έβαλα ξανά και ξανά και ξανά για να βεβαιωθώ ότι αυτό που βλέπω να εκτυλίσσεται σε λιγότερο από 30’’ δεν είναι προϊόν μοντάζ, δεν είναι fake news. Κι ενώ είμαι πολύ σίγουρη πια ότι είμαι κατά των παρελάσεων γιατί δεν προσφέρουν τίποτα ωφέλιμο, δεν έχουν κανένα εκπαιδευτικό ρόλο παρά μόνο αποτελούν γόνιμο έδαφος για εθνικιστικές προβολές, κι ενώ έχω ασχοληθεί με την ανάγκη να πάμε το ζήτημα «εθνική εορτή» από τα τσολιαδάκια και τις Αμαλίες σε αφορμή για να προσεγγίσουμε τα ιστορικά γεγονότα, να τα αναλύσουμε και να αποκτήσουμε κριτική σκέψη πρέπει να παραδεχτώ ότι αρχικά ενοχλήθηκα. Ναι, ενοχλήθηκα, το βρήκα υπερβολικό και ίσως απρεπές. Κι όταν παραδέχθηκα ότι ενοχλήθηκα, τότε συνειδητοποίησα πόσο αναγκαία ήταν μια τέτοια παρέμβαση, πόσο απαραίτητο ήταν αυτό που έκαναν τα συγκεκριμένα κορίτσια.

Γιατί κατάφεραν να ανοίξουν μια τεράστια συζήτηση, που οφείλουμε να κάνουμε αν όντως σεβόμαστε την ιστορία και τους νεκρούς του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Όχι ότι δεν υπάρχουν ήδη πολλοί που ζητάμε την κατάργηση των παρελάσεων ως ενός θεσμού εντελώς ξεπερασμένου, χωρίς κανένα κοινωνικό αντίκρισμα. Πώς ακριβώς τιμάς τους νεκρούς περπατώντας ως στρατιωτικό άγημα μπροστά στην γελοιότητα της εξέδρας των «επισήμων»; Αυτή τη γελοιότητα ανέδειξαν τα κορίτσια. Δεν προσέβαλαν τους νεκρούς, αυτό το κάνει μόνο η άγνοια μας και η σκέψη μας ότι οι άνθρωποι έχουν ως καθήκον να πηγαίνουν χαμογελαστοί στη μάχη. Τι το χαρούμενο έχει το μέτωπο; Πόσο γκροτέσκο είναι να απαιτείς από άνθρωπο που μέχρι χθες ήταν φούρναρης, γιατρός, δάσκαλος, δημοσιογράφος, υδραυλικός να σκοτώσει και να σκοτωθεί τραγουδώντας;

Πώς ακριβώς τιμάς τους νεκρούς περπατώντας ως στρατιωτικό άγημα μπροστά στην γελοιότητα της εξέδρας των «επισήμων»; Αυτή τη γελοιότητα ανέδειξαν τα κορίτσια. 

Το να αμφισβητείς τη χαρά του πολέμου δεν σημαίνει ότι απορρίπτεις την απόφασή σου να αμυνθείς και να υπερασπιστείς την ελευθερία σου. Δεν τιμάς τους νεκρούς όταν τους παρουσιάζεις σαν χαρούμενα παιδιά που πήγαν ανέμελα στο μέτωπο. Τους τιμάς όταν διδάσκεις στις επόμενες γενιές τις πραγματικές αιτίες του κάθε πολέμου, όταν μελετάς τα ιστορικά γεγονότα, όταν φροντίζεις να μην υπάρξουν ποτέ ξανά αφορμές για να αναπτυχθούν συνθήκες πολέμου.

Τα κορίτσια λοιπόν αυτά, όπως είναι ξεκάθαρο κι από το σημερινό τους μανιφέστο, αυτό ακριβώς αμφισβήτησαν «Υπήρξαμε για λίγο στρατιωτάκια που αρχίζουν να ξεκουρδίζονται, να βραχυκυκλώνουν απέναντι στις διαταγές, τα παραγγέλματα, τα εμβατήρια. ίσως γιατί πλέον δεν μας πείθουν οι ιδέες που ενσαρκώνονται σε όλα αυτά. Ο πόλεμος του ανθρώπου για την ελευθερία του δεν είναι έπος ούτε τραγωδία. Είναι η ίδια η ζωή εν κινήσει. Κίνηση που δεν μπορεί να ελεγχθεί και να μπει σε καλούπια». Αμφισβήτησαν τη διδαχή να υποτάσσεσαι σε έναν πατριωτισμό που δεν γιορτάζει τη λήξη του πολέμου, αλλά την κήρυξή του.

Και το έκαναν με μια σπουδαία σύνδεση με το silly walk των Monty Python. Ο Γιώργος Δομιανός έγραψε στο προφίλ του στο facebook: «Με την ορολογία shell shock εννοούμε τα μόνιμα ψυχικά τραύματα τα οποίο δημιούργησε στους στρατιώτες του πρώτου παγκοσμίου πολέμου ο τρόμος της οβίδας, των χαρακωμάτων, του θανάτου, του πολέμου γενικότερα. Ένα από τα βασικά του χαρακτηριστικά ήταν η δυσλειτουργία στο βάδισμα. Όταν οι Monty Python έκαναν το περίφημο Ministry of Silly Walks, η αναφορά στο shell shock ήταν προφανέστατη. Προχθές τα κορίτσια στη Νέα Φιλαδέλφεια, άσχετο εάν ήταν μαθήτριες ή όχι και επίσης άσχετο εάν γνώριζαν τον συμβολισμό του Silly Walk ή όχι, εκτέλεσαν ίσως την κορυφαία αντιμιλιταριστική περφόρμανς που έχει γίνει ποτέ σε αυτόν τον τόπο. Και τις ευχαριστώ μέσα από τα βάθη της ψυχής μου»

Η ανάρτηση αυτή έχει ήδη μέσα σε λίγες ώρες πάνω από 100 σχόλια. Για μένα τα πιο θλιβερά δεν είναι καν αυτά που με ακροδεξιές διαθέσεις ζητούν να τιμωρηθούν σύμφωνα με το νόμο αυτά τα κορίτσια, για προσβολή εθνικών συμβόλων (εδώ να πούμε ότι το κορίτσι που κρατούσε τη σημαία δεν έκανε silly walk, κι αυτό δείχνει ότι η ομάδα είχε πάρει συνειδητές αποφάσεις για το ύφος της παρέμβασής της, όπως ακριβώς φαίνεται και από την επιλογή της γειτονιάς που έχει χτιστεί από μικρασιάτες πρόσφυγες). Θεωρώ πιο θλιβερά τα σχόλια που εγκαλούν τον Δομιανό να αποδείξει τη σύνδεση του silly walk με το shell shock σχεδόν επιπλήττοντας τον επειδή δεν βάζει κάποιο link ή κάποια αναφορά των ίδιων των Python στο συγκεκριμένο ζήτημα. Κι εδώ πραγματικά η συζήτηση πάει ακόμη παραπέρα. Γιατί αυτό που έκαναν οι Monty Python, γιατί αυτό που έκαναν τα κορίτσια, γιατί αυτό που κάνει κάθε δημιουργός, κάθε πολίτης είτε με καλλιτεχνική δράση, με πολιτική παρέμβαση, με μια δήλωση του οφείλει να έχει μόνο και μία ερμηνεία; Γιατί είμαστε υποχρεωμένοι να αποδεικνύουμε ότι κάθε τι που σκεφτόμαστε στοιχειοθετείται; Γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε ένα βήμα παραπάνω στη σκέψη μας, στην ανάλυσή μας, στον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα;

Το ακριβώς αντίθετο οφείλουμε. Να ανοίγουμε την οπτική μας, να βρίσκουμε νέες συνδέσεις μεταξύ αναφορών, να ενισχύουμε κάθε δήλωση που αμφισβητεί τα «ιερά» μας με ακόμη περισσότερη αμφισβήτηση. Καμία κοινωνία δεν πήγε πουθενά, δεν πήγε στο μετά εάν δεν μπορεί να συζητήσει προτείνοντας νέους τρόπους σκέψεις, νέες οπτικές, νέες ερμηνείες. Θα είναι όλες επιτυχημένες; Φυσικά και όχι. Αλλά γιατί είναι αυτό το ζητούμενο; 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τα κορίτσια δεν έκαναν μια μεγαλειώδη ηρωική πράξη, δεν έβαλαν σε κίνδυνο τη ζωή τους, δεν περπάτησαν ανάμεσα σε πραγματικές νάρκες. Όμως βάδισαν «ασουλούπωτα» ανάμεσα στις νάρκες της απόλυτης σιγουριάς, βάδισαν με σώματα τρεμάμενα στο χείλος του γκρεμού ανάμεσα στο κοινωνικά αποδεκτό και στο «δες με ως ένα σώμα που ζει τον σεισμό της ανατροπής». Κι αυτό από μόνο του είναι απαραίτητο για να είμαστε σήμερα εδώ και να συζητάμε, για το τι είμαστε ως κοινωνία. Δεν χρειάζεται να συμφωνήσουμε για το πόσο  σπουδαία ή όχι ήταν η παρέμβασή τους. Είναι επιτακτική η ανάγκη όμως να μπορούμε να συζητήσουμε πάνω σε ποιες βάσεις θα μιλάμε από εδώ και μπρος για το τι είναι η πατρίδα, τι σημαίνει καθήκον, τι δεν φοβόμαστε να αγγίξουμε, τι είμαστε έτοιμοι να απορρίψουμε, πόσο έχουμε τη διάθεση να προχωρήσουμε ως κοινωνία. 

Το ότι βρέθηκαν άνθρωποι που αμέσως τις δίκασαν με επιχειρήματα όπως «όλα για τα like γίνονται», «σιγά μην ξέρουν ποιοι είναι οι Monty Python», «ας το έκαναν σε μια άλλη στιγμή και όχι την ώρα της παρέλασης που τιμάμε τους νεκρούς» δείχνει πόσο αδύναμοι είμαστε να διαχειριστούμε ό,τι ανατρέπει τις σταθερές μας. Τι σημαίνει «όλα για τα like γίνονται»; Πώς μπορούν οι δημόσιες παρεμβάσεις να κλειστούν στον εαυτό τους, να αποκοπούν από το κοινό στο οποίο απευθύνονται; Μου θυμίζει αυτό το άλλο γελοίο επιχείρημα: «Δεν έχω πρόβλημα με τους gay, έχω φίλους gay, ας κάνει ο καθένας ό,τι θέλει στο κρεβάτι του αλλά να μην προκαλεί». Για το «σιγά μην ξέρουν ποιοι είναι οι Monty Python» το έλυσαν ήδη τα κορίτσια αναφέροντας τους στο μανιφέστο τους. Για το «δεν είναι η ώρα της παρέλασης κατάλληλη για τέτοιες δράσεις» δεν μπορώ να καταλάβω ποια ώρα θα ήταν πιο κατάλληλη να παρουσιάσει κανείς μια αντιμιλιταριστική πρόταση αν όχι μέσα στο πλαίσιο ενός δικτατορικού κατάλοιπου.

Σέβομαι όσους μπορεί να έχουν δεύτερες σκέψεις γιατί είχαν προγόνους που χάθηκαν είτε στο μέτωπο, είτε στις ακραίες συνθήκες λιμού που επικράτησαν στην κατοχή. Όμως κάθε δράση που σκοπό έχει να ανοίξει μια συζήτηση για όσα θεωρούμε ότι δεν πρέπει να αγγίζουμε δεν έχει στόχο τα θύματα των πολέμων. Έχει στόχο τους ίδιους τους πολέμους, την άκριτη στάση απέναντι στα ιστορικά γεγονότα, τον εθνικισμό που έκανε περίτρανα την εμφάνιση του στην παρέλαση της Κατερίνης όταν μαθητές φώναζαν συνθήματα υπέρ του Κατσίφα.

Ας μάθουμε επιτέλους σε αυτή τη χώρα να αμφισβητούμε, να μη φοβόμαστε να αφήσουμε πίσω μας έθιμα που λειτουργούν ως άσκηση υποταγής, να συζητάμε για το πώς η επόμενη γενιά θα ξεφύγει από αγκυλώσεις και θα καλλιεργήσει την κριτική και την άποψη με γνώση. Δεν έχουμε τίποτα να φοβόμαστε από αυτά τα κορίτσια, μόνο από όσους ζητούν τα κεφάλια τους στο πιάτο μόνο και μόνο επειδή τόλμησαν να ταράξουν τις βεβαιότητες μας.

Λίνα Ρόκου

Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Το 1998 ήρθε στην Αθήνα για να σπουδάσει στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού. Από το 2001 εργάζεται ως δημοσιογράφος.

Share
Published by
Λίνα Ρόκου