Η Caroline Flack δεν ήταν γνωστή στην Ελλάδα. Ήταν μια από τις πιο αναγνωρίσιμες τηλεοπτικές περσόνες της Βρετανίας, καθώς τα τελευταία χρόνια παρουσίαζε, μεταξύ άλλων, το ριάλιτι “Love Island”.
Τον Δεκέμβριο του 2019 η Flack είχε έναν έντονο καβγά με τον σύντροφό της. Της απαγγέλθηκε η κατηγορία της επίθεσης, αφέθηκε ελεύθερη και παρότι ο φίλος της, ο τενίστας Lewis Burton, δεν επιθυμούσε τη δίωξη της απαγορεύτηκε οποιαδήποτε επαφή μαζί του μέχρι τη δίκη, στις 4 Μαρτίου. Στη Βρετανία δεν χρειάζεται το θύμα να προχωρήσει σε μήνυση ή αγωγή, η διαδικασία για την επίθεση είναι αυτόματη. Κατά τη γνώμη μου καλώς. Σκεφτείτε πόσες περιπτώσεις ενδοοικογενειακές βίας δεν φτάνουν ποτέ σε δίκη επειδή το θύμα φοβήθηκε να δώσει περαιτέρω έκταση. Γεγονός είναι ότι ο Burton της αφιέρωσε ένα πολύ ρομαντικό μήνυμα στο instagram του, ανήμερα του Αγ. Βαλεντίνου. Την επόμενη ημέρα η Flack αυτοκτόνησε.
Από την ημέρα της επίθεσης και μετά η Flack έγινε στόχος των βρετανικών tabloids. Ήταν μια διάσημη, σέξι 40άρα με έναν σύντροφο 13 χρόνια μικρότερο της και υπήρχε μέχρι και αίμα στα εξώφυλλα.
Ναι, στην κυριολεξία υπήρχε αίμα στο εξώφυλλο της Sun, που δημοσίευσε φωτογραφία από την κρεβατοκάμαρα του ζευγαριού τη νύχτα της επίθεσης.
Το 2014 η Flack είχε δημόσια παραδεχθεί ότι έπασχε από κατάθλιψη. Στα τέλη του 2019 τα tabloids αλλά και χρήστες των social media βρήκαν τον ιδανικό στόχο για διαπόμπευση.
Μετά τον θάνατό της φίλοι της Flack έδωσαν στη δημοσιότητα μηνύματα της παρουσιάστριας που ζητούσε βοήθεια για να πώς να αντιμετωπίσει τα υβριστικά μηνύματα χρηστών των social media καθώς και τα επιθετικά εξώφυλλα των tabloids ενώ από την οικογένεια της υπήρξε ένα κείμενο που η Flack ήθελε να δημοσιεύσει στο instagram αλλά τελικά δεν το έκανε. Το κείμενο κατέληγε: «Ο λόγος που μιλάω σήμερα είναι επειδή η οικογένειά μου δεν αντέχει άλλο. Έχασα την δουλειά μου. Το σπίτι μου. Την ικανότητά μου να μιλάω. Μου πήραν την αλήθεια από τα χέρια και την χρησιμοποίησαν για ψυχαγωγία. Δεν μπορώ να περνάω την κάθε μέρα κρυμμένη, να μου λένε να μην μιλάω σε κανέναν. Ζητάω συγγνώμη από την οικογένειά μου για όσα τους προκάλεσα και όσα χρειάστηκε να περάσουν οι φίλοι μου. Δεν σκέφτομαι “πώς θα πάρω πίσω την καριέρα μου”. Σκέφτομαι πώς θα πάρω πίσω την ζωή μου και εκείνη της οικογένειάς μου».
Αυτό δεν είναι ένα κείμενο για να πούμε «αχ, η κακομοίρα η Flack». Είναι ένα κείμενο για να σκεφτούμε αν το 2020, μέσα στην έκρηξη των social media και του λαϊκισμού του Τύπου, ισχύει ακόμη η βασική νομική αρχή «Αθώος μέχρι αποδείξεως του εναντίου». Η δικαιοσύνη στη Βρετανία κινήθηκε. Σύντομα η Flack θα περνούσε από δίκη.
Αυτό δεν είναι ένα κείμενο για να πούμε ότι δεν μπορούμε να διατυπώνουμε κρίση ή να εκφέρουμε άποψη. Όμως η cancer culture, δηλαδή η διάδοση ενός αφηγήματος με ταχείς ρυθμούς που αφορά συνήθως ένα αναγνωρίσιμο πρόσωπο, βασίζεται στον λαϊκισμό και στα fake news και συμβάλλει στην εκτόνωση ενός συσσωρευμένου κοινωνικού θυμού με τρόπο που τελικά προσβάλλει μόνο ατομικά και σπάνια ή και ποτέ δεν αναλύει τα κοινωνικοπολιτικά αίτια μιας κατάστασης.
Είναι πια τα social media το όπιο του λαού; Είναι τα social media ο χώρος εκείνος που όλοι δικαιούμαστε να γίνουμε δικαστές πίσω από μια οθόνη και να ηρεμούμε ότι κάναμε το καθήκον μας απέναντι στους «κακούς» της κοινωνίας μας;
Δεν έχει σβήσει ο απόηχος της υπόθεσης της «σεξουαλικής κακοποίησης» ενός 11μηνου βρέφους από τους Σύριους συγγενείς του. Οι γονείς που ζούσαν μια ανείπωτη τραγωδία βρέθηκαν επιπλέον κατηγορούμενοι ότι βίαζαν το ίδιο τους το παιδί γιατί ένας ιατροδικαστής έδωσε την εντύπωση αυτή, χωρίς να την στηρίζει σε επαρκή στοιχεία, η «είδηση» μεταδόθηκε από το Αθηναϊκό Πρακτορείο, τα Μέσα την αναπαρήγαγαν και οι χρήστες των social media ακόνισαν τα πληκτρολόγια τους. Κάποιοι μάλιστα ζήτησαν τη θανατική ποινή. Τόσο σίγουροι είναι για το απόλυτο της κρίσης τους. Κρίσης που βασίζεται σε μια φήμη που δεν μπορούν να διασταυρώσουν.
Στο επεισόδιο του “Hated in the Nation” της 3ης σεζόν του Black Mirror ένας χάκερ ζητά από τον κόσμο να ψηφίσει κάθε μέρα πιο είναι το πιο μισητό πρόσωπο γράφοντας απλώς το όνομα του και βάζοντας το hashtag #DeathTo. Τα πρόσωπα αυτά, που κάποια είναι όντως εξαιρετικά αντιπαθητικά και έχουν προσβλητική συμπεριφορά προς το κοινωνικό σύνολο, δολοφονούνται από μηχανικές μέλισσες.
Κατά τη γνώμη μου το «ΨΟΦΑ!» δεν είναι αισχρό μόνο επειδή προσβάλλει τον αποδέκτη του αλλά επειδή υποτιμά και τη νοημοσύνη όσων με επιχειρήματα στέκονται απέναντι στον αποδέκτη του. Δεν βρίσκω λόγο να υπάρξει άλλο ένα διαδικτυακό «ΨΟΦΑ!» προς τον Άδωνι Γεωργιάδη, όχι επειδή θεωρώ ότι δεν μπορεί να το αντέξει ψυχολογικά, αλλά γιατί προτιμώ να διαβάζω κείμενα όπως αυτό του Παναγιώτη Μένεγου που εξηγεί πολύ καθαρά αλλά και καυστικά γιατί δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε με σεβασμό τον συγκεκριμένο πολιτικό.
Προτιμώ μια κοινωνία που θα κρίνει, και η κρίση προδιαθέτει να αφιερώσεις χρόνο στην πληροφορία ξανά και ξανά ώστε να την επεξεργαστείς, παρά άναρθρες κραυγές που πολύ εύκολα μπορούν να γίνουν υπηρέτες των πιο συντηρητικών απόψεων.
Όλοι έχουμε βήμα πια, χάρη στα social media. Το θέμα είναι πώς θέλουμε να το χρησιμοποιήσουμε. Για να φτύνουμε εύκολες λέξεις μίσους και να γυρνάμε στις μικροαστικές ζωές μας ήρεμοι ότι κάναμε το καθήκον μας ή ένας τρόπος για να πάμε παραπέρα, αναδεικνύοντας και προτάσσοντας τον ουσιαστικό διάλογο;