«Γυμνή ζωή»: Το ξεγύμνωμα ως θεμέλιο του νέου αυταρχισμού

Ο ιταλός φιλόσοφος Τζόρτζιο Αγκάμπεν, επεκτείνοντας τη φουκοική σκέψη περί βιοπολιτικής, ανέλυσε στο έργο του δύο βασικές έννοιες. Η πρώτη αφορά στη «Γυμνή ζωή», δηλαδή τη ζωή που απογυμνώνεται από κάθε προστατευτικό κέλυφος, στερείται τη συμβολική και πολιτική της σημασία και μετατρέπεται σε πεδίο άσκησης μιας ανεξέλεγκτης εξουσίας. Η δεύτερη αφορά στην «κατάσταση εξαίρεσης», δηλαδή τη σιωπηρή ανάκληση του νόμου από το ίδιο το κράτος. «Ο νόμος δεν είναι απών αλλά εκκενωμένος από την ανάγκη να τηρηθεί: η ισχύς του έγκειται στη μη εφαρμογή του» εξηγεί η Αθηνά Αθανασίου στο βιβλίο της «Η κρίση ως κατάσταση έκτακτης ανάγκης». Για τον Αγκάμπεν η «γυμνή ζωή» και η «κατάσταση εξαίρεσης» συνιστούν σύγχρονες μεθόδους συγκρότησης της κυριαρχικής αντίληψης της εξουσίας. Στο ελληνικό συγκείμενο, όπου η κρίση έχει ξεφύγει από τα δημοσιονομικά δεδομένα κι έχει προσλάβει οντολογικό χαρακτήρα, και οι δύο αυτές συνθήκες αποτέλεσαν αρκετές φορές το υπόβαθρο της διακυβέρνησης. Εσχάτως αναδεικνύονται ως θεμέλιο ενός νέου αυταρχισμού. Γιατί τι άλλο συνιστούν τα συνεχή ξεγυμνώματα των πολιτών από την Αστυνομία, πέρα από μια σαφή απόπειρα αναγωγής της κρατικής τρομοκρατίας σε κανονικότητα; Οι άνθρωποι που παραβιάζονται τα σώματα τους αυτόματα εκπίπτουν του δικαιικού συστήματος, την ίδια στιγμή που εγκλωβίζονται στην πιο άτεγκτη σφαίρα της κυριαρχίας των κρατικών λειτουργών.

Μια ακόμα καταγγελία βάναυσης μεταχείρισης από την αστυνομία εις βάρος μιας φοιτήτριας δημοσιεύτηκε τη Δευτέρα. Η Λ.Μ. έφυγε από τη σχολή της και περπατούσε στην Πατησίων, όταν τη σταμάτησαν για έλεγχο. Η μαρτυρία της είναι αποκαλυπτική: ««Μια γυναίκα αστυνομικός πλησίασε και μου ζήτησε και αυτή να ανοίξω τα χέρια μου. Της είπα ότι μόλις μου έκαναν έλεγχο και τη ρώτησα αν υπάρχει λόγος να μου ξανακάνει. Επέμενε, οπότε κι εγώ ξανασήκωσα τα χέρια μου. Μ’ έπιασε κυριολεκτικά παντού! Όταν έπιασε τη σερβιέτα μου, με ρώτησε “αυτό τι είναι;” κι εγώ της απάντησα “σερβιέτα. Όπως φαντάζομαι έχετε κι εσείς περίοδο, έχω κι εγώ”Με κοίταξε και μου είπε να κατεβάσω το παντελόνι μου. Της απάντησα “είμαστε πάνω στην Πατησίων το ξέρετε;” κι αυτή εντελώς ψυχρά και επιθετικά ανταπάντησε “ναι, κατέβασε το παντελόνι σου σε παρακαλώ”. Εγώ επέμενα. Της είπα “έχετε κάποιο ένταλμα για να κάνετε κάτι τέτοιο; Γιατί εγώ δεν πρόκειται να κατεβάσω το παντελόνι μου σε δημόσιο χώρο”. Μ’ έπιασε τότε από το χέρι και με τράβηξε, παρά τις διαμαρτυρίες μου, σ’ ένα μαγαζί που ήταν 2-3 μέτρα πιο κάτω. Μ’ έβαλε μέσα στις τουαλέτες, έκατσε μπροστά στην πόρτα και με ανάγκασε να κατεβάσω το παντελόνι και το εσώρουχό μου. Στη συνέχεια μου είπε ότι μπορώ να φύγω. Έτρεμα από τα νεύρα μου και της είπα “έχω την αίσθηση ότι αυτό που κάνετε είναι παράνομο κι αν θέλετε να πάμε στο τμήμα να το λύσουμε αυτό το θέμα”. Κι αυτή απάντησε “αν συνεχίσεις έτσι θα σε πάω εγώ στο τμήμα”εννοώντας ότι θα με συλλάβει. Φοβήθηκα, οπότε έφυγα».

Θα είναι περιττολογία να επισημανθεί ότι δεν πρόκειται για το πρώτο περιστατικό αστυνομικής αυθαιρεσίας και κατάφωρης προσβολής της προσωπικότητας. Κάθε άλλο. Έχει συμπληρωθεί πάνω από ένας μήνας, όπου οι καταγγελίες για ξυλοδαρμούς, βασανισμούς και σεξουαλική βία εις βάρος πολιτών πολλαπλασιάζονται, καταδεικνύοντας ότι δεν επιβάλλεται καμία συγκράτηση – ούτε καν για τα προσχήματα μιας ορισμένης σύνεσης – στην Αστυνομία. Σταχυολογώ ορισμένες από τις πιο τρανταχτές περιπτώσεις που πληροφορηθήκαμε, καθώς εξελίσσεται το κρεσέντο της αστυνομικής καταστολής:

Στις 7 Νοέμβρη στο πλαίσιο μιας πρωτοφανούς απόπειρας εισβολής των ΜΑΤ σε καφενείο στα Εξάρχεια, συλλαμβάνεται εντελώς αναίτια, ξυλοκοπείται άγρια και οδηγείται στα σκοτεινά της οδού Μπουμπουλίνας ο Λάμπρος Γούλας, μέλος του Ρουβίκωνα. Κι εκεί αρχίζουν τα χειρότερα: «Σ’ όλη τη διαδρομή στην Τσαμαδού και στην Τοσίτσα με χτυπούσαν. Κάναμε δεξιά στη Μπουμπουλίνας και λίγο πριν φτάσουμε στο Υπουργείο Πολιτισμού ακούω τον έναν που λέει «μη τον πάτε στο Υπουργείο, έχει κάμερες, βάλτε τον εδώ πέρα». Με βάζουν σε μια γωνία κι ούτε που ξέρω πόσο με χτύπησαν, έχασα το μέτρημα. Ο ένας από αυτούς ήταν πιο τρελαμένος, μου κοπάναγε το κεφάλι στον τοίχο και προσπαθούσα να το προστατέψω. Αυτός κάποια στιγμή έδωσε εντολή να με γδύσουν. Με πέταγε ο ένας στον άλλον και προσπαθούσαν να μου βγάλουν τα ρούχα. Έδωσα μάχη να κρατήσω το εσώρουχο μου. Με πετάνε γυμνό, μόνο με το εσώρουχο στον τοίχο και ούρλιαζαν «στον τοίχο». Αρχίζουν και ψάχνουν τα πράγματα μου. Δε βρίσκουν τίποτα ούτε στην τσάντα μου, ούτε στα ρούχα μου. Βγάζει ο συγκεκριμένος την ταυτότητα μου, διαβάζει «Γούλας» και μου κοπανάει ξανά το κεφάλι. Μετά ανοίγει το πορτοφόλι μου. Βρίσκει τα χρήματα μου, λέει μια εξυπνάδα που δεν τη θυμάμαι και αρχίζει να τα σκορπάει. Το αντιλαμβάνομαι, γυρίζω και προσπαθώ να τα μαζέψω. Αυτοί χλεύαζαν και με χτυπούσαν πάλι πετώντας με ο ένας στον άλλον. Μετά από κανα πεντάλεπτο κυνηγητό και ξύλο τέτοιου τύπου, με πιάνει πάλι ο συγκεκριμένος και με κολλάει στον τοίχο. Τότε συνέβη κάτι φοβερό. Μου κατεβάζει το εσώρουχο, κολλάει από πίσω μου και φωνάζει «Έτσι γαμάνε οι χακί. Στα Εξάρχεια έχουμε χούντα ρε, το κατάλαβες; Όποιος δε δέχεται φάπα και πούτσα δε θα μπαίνει στα Εξάρχεια. Εμείς κάνουμε κουμάντο». Τελείωσε όλο αυτό. Έχασα τη αίσθηση του χρόνου αλλά νομίζω ότι όλη η φάση πρέπει να διήρκεσε περίπου ένα μισάωρο».

Το Σάββατο στις 9 Νοεμβρίου η Αστυνομία αναλαμβάνει το ρόλο του σερίφη σε κλαμπ στο Γκάζι και μεταξύ των άλλων ανήκουστων και ταπεινωτικών συμπεριφορών στις οποίες υπέβαλλε τους θαμώνες, εξανάγκασαν μια κοπέλα σε ξεγύμνωμα: ««Κάποια στιγμή αποφάσισα να πάω στην τουαλέτα. Ενώ ήμουν μέσα, εμφανίζεται κάποια και μου ανοίγει την πόρτα. Φορούσε μπλε γάντια. Μου λέει «έφοδος της Αστυνομίας, γδυθείτε». Όταν μου είπε να γδυθώ αντέδρασα. Τη ρώτησα τι είναι αυτά που λέει. Μου απάντησε να σκάσω και να γδυθώ. Μ’ έπιασε πανικός. Συνέχισα να αντιδρώ και να της φωνάζω να με αφήσει. Μου ζήτησε να τελειώνω. Μου είπε “δεν θα καθίσουμε όλη την ώρα εδώ για εσένα, έχουμε και δουλειά”. Έμεινα με τα εσώρουχα. Έβαλε τα χέρια της μέσα στο σουτιέν μου και με έπιασε από πίσω. Εκείνη τη στιγμή δεν είχα καταλάβει τι συμβαίνει στους άλλους χώρους του κλαμπ. Μόλις με αφήνει και ανεβαίνω από την τουαλέτα, βλέπω το μαγαζί γεμάτο αστυνομικούς της ΟΠΚΕ και όλο τον κόσμο πεσμένο κάτω. Προσπάθησα να πάω δίπλα στο αγόρι μου και στη φίλη μου που ήταν εκεί αλλά δεν με άφηναν… ξαφνικά με σήκωσαν και με ξαναπήγαν στις τουαλέτες. Μου είπαν να βγάλω τον σκασμό και να μη μυξοκλαίω. Εκεί τρελάθηκα. Με σήκωσαν όρθια. Άρχισα να τους φωνάζω ότι έχουμε δικαιώματα. Μου φώναζαν να σκάσω. Είπα σε έναν άνδρα της ΟΠΚΕ ότι έχουμε δημοκρατία και μου απάντησε “κάνεις πολύ μεγάλο λάθος”.

Στις 17 Νοέμβρη μετά την πολύ μαζική διαδήλωση για την επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, η Αστυνομία χωρίς την παραμικρή αφορμή αποφάσισε να ανοίξει κεφάλια διαδηλωτών στα Εξάρχεια και να συλλάβει κόσμο στο σωρό. Η Ειρήνη, μέλος της οργάνωσης «Ξεκίνημα» σε συνέντευξη της όταν ολοκληρώθηκε το πρώτο τουλάχιστον σκέλος της ταλαιπωρίας της, μίλησε για όσα πέρασε μέσα στη ΓΑΔΑ: «Μας μετέφεραν στην ΓΑΔΑ με χειροπέδες, μας έγδυσαν εντελώς, μας κατέβασαν ακόμα και τα εσώρουχα,  για να μας κάνουν σωματικό έλεγχο με ανοιχτές τις πόρτες, που σήμαινε ότι οποίος ήθελε έμπαινε και έβλεπε όποτε ήθελε ότι ήθελε. Δεν μας αφήσαν να επικοινωνήσουμε μέχρι κάποια ώρα με κανένα πρόσωπο και δεν μας δίνανε ούτε νερό. Στην αρχή δεν μου επέτρεψαν να έχω πάνω μου το φάρμακό μου – έχω άσθμα και θα μπορούσα να πάθω οτιδήποτε. Μου το έδωσαν μετά από πολύ ώρα. Οι περισσότεροι συλληφθέντες μίλησαν πρώτη φορά με τα δικά τους πρόσωπα όταν φτάσαμε στην Ευελπίδων, δηλαδή στις 4 το απόγευμα την επομένη μέρα»

Στις 21 Νοεμβρίου ο φοιτητής Π.Χ. , ενώ περίμενε στη στάση λεωφορείου δίπλα στο Υπουργείο Πολιτισμού υπέστη επίσης απειλές, ξεγύμνωμα και σεξουαλική βία από αστυνομικούς και διηγήθηκε την εμπειρία του στην Εφημερίδα των Συντακτών: «Με πλησιάζει μια διμοιρία, με περικυκλώνουν 30 ΜΑΤατζήδες και μου ζητάνε την ταυτότητά μου. Τη δείχνω αλλά δεν τους αρκεί. Με στήνουν στη στάση με ανοιχτά χέρια και πόδια και μου κάνουν σωματικό έλεγχο. Μου έλεγαν ‘‘πότε βγήκες από τη φυλακή; Αν έχεις ναρκωτικά, πες το τώρα!’’. Μάταια ψέλλιζα ότι δεν έχω κάνει ποτέ φυλακή, ότι είμαι πρωτοετής σπουδαστής και ότι δεν έχω ναρκωτικά. Εκείνοι συνέχιζαν: ‘‘Έλα, λέγε, γιατί εκεί που θα σε στείλουμε θα τα μάθουμε όλα!’’. Τότε ένας με διατάζει: ‘‘Γδύσου. Θέλω να μείνεις με τις κάλτσες και το μποξεράκι’’». Ένας αστυνομικός κάνει έλεγχο στο εσώρουχό του και σχολιάζει «Τώρα δεν ξέρω αν σου αρέσει αυτό…». «Έτσι όπως με είχαν γυμνό, με πλησιάζει κάποιος σε κοντινή απόσταση και μου λέει: ‘‘Βλέπεις, ρε αρχίδι, δεν έχω ούτε σήμα ούτε αριθμό. Αν θέλω σε σκοτώνω τώρα και σε στέλνω γυμνό στη μάνα σου’’».

Στις 6 Δεκέμβρη, μετά την ολοκλήρωση της πορείας μνήμης για την επέτειο της δολοφονίας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, τα ΜΑΤ πιστά μάλλον στο συνειρμό του Κορκονέα, ξεσάλωσαν στα Εξάρχεια με επιδρομές πάνω στα σώματα των διαδηλωτών και συλλήψεις. Στη φωτογραφία που θα μνημονεύεται ως οπτικό ντοκουμέντο ντροπής απεικονίζονται άνδρες των ΜΑΤ να κρατούν ένα νεαρό, να τον ξεγυμνώνουν και ένας από αυτούς να τραβά το εσώρουχο του.

Δεν είναι νεόφερτη η αστυνομική βαρβαρότητα. Από τις ζαρντινιέρες και το βασανισμό αντιφασιστών στη ΓΑΔΑ μέχρι τις ωμές δολοφονίες όπως του Μιχάλη Καλτεζά, του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, του Ζακ Κωστόπουλου έχει αφήσει κηλίδες αίματος στους δρόμους και στο σώμα της δημοκρατίας. Αυτό δε συνεπάγεται ότι σταμάτησε να προκαλεί έκπληξη και θυμό. Στις περιπτώσεις που υπογραμμίστηκαν παραπάνω αναδεικνύεται η συστηματικοποίηση πρακτικών βγαλμένων από τα εγχειρίδια βασανιστηρίων του Αμπου Γκραιμπ και τα μπουντρούμια της εκτροπής. Το ξεγύγνωμα που συντελείται είτε στο δημόσιο χώρο, είτε σε συνθήκες θεατότητας δεν απορρέει από κανένα πρωτόκολλο παρέμβασης. Είναι μια μέθοδος διαπόμπευσης του υποκειμένου με ανομολόγητο πλην σαφή πειθαρχικό χαρακτήρα. Το υποκείμενο που υποβάλλεται στη διαδικασία του ξεγυμνώματος στην πραγματικότητα τιμωρείται από την Αστυνομία πέρα από κάθε καταστατική φόρμα. Δεν τιμωρείται για κάποια παράβαση του νόμου που διέπραξε. Εξάλλου και να την είχε διαπράξει η απόδοση ευθυνών δεν ανήκει στη δικαιοδοσία της αστυνομίας και προβλέπει μια δικαστική διερεύνηση, όπου ο κατηγορούμενος εξακολουθεί να είναι φορέας δικαιωμάτων. Τιμωρείται επί τόπου και με μια ποινή έξω από τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα, γιατί η Αστυνομία αξιολόγησε μέσα από τυχαίους παράγοντες που μπορεί να είναι γεωγραφικοί, εμφανισιακοί ή να σχετίζονται με ενδεχόμενη συμμετοχή σε πράξεις πολιτικής διαμαρτυρίας ότι τα συγκεκριμένα άτομα δεν εφάπτονται στο φαντασιακό του φιλήσυχου πολίτη. Επιπλέον, σε όλες τις περιπτώσεις το ξεγύμνωμα συνοδεύεται με απειλές κατά της ζωής, της ελευθερίας ή της αυτονομίας του ατόμου και σε ορισμένες με πρακτικές εικονικού βιασμού ή σεξουαλικής παρενόχλησης με προφανή επιθυμία την ισοπέδωση της προσωπικότητας. Η παραβίαση των ορίων του σώματος είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση μορφή σεξουαλικής βίας. Δεν εντάσσεται σε κάποια εξατομικευμένη ψυχική διαταραχή του αστυνομικού που κατεβάζει το εσώρουχο σε δημόσια μετάδοση και η ψυχολογιοποίηση μπορεί να λειτουργήσει εντελώς παρελκυστικά, γιατί αφενός αναπαράγει το στιγματισμό της ψυχικής ασθένειας και αφετέρου αποκόπτει την αστυνομική σεξουαλική βία από τα συμφραζόμενα της δομικής ματσίλας που ενέχει. Στα παραβιασμένα σώματα των πολιτών διασταυρώνεται η τοξική αρρενωπότητα και ο κρατικός αυταρχισμός. Η στόχευση δεν είναι μόνο ο εκφοβισμός του υποκειμένου αλλά και ο παραδειγματισμός. Από τη στιγμή που το ξεγύμνωμα παγιώνεται ως πρακτική και σκόπιμα γίνεται με όρους ορατότητας και μεταφοράς, εντασταλάσσεται η αγωνία σε πολλούς και πολλές περισσότερες ότι μπορεί να έρθει και η δική τους σειρά.

«Είναι απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση. Προφανώς μιλάμε για ακραία παράνομη συμπεριφορά των αστυνομικών. Αν μάλιστα μπορεί να εκληφθεί και ως εκδικητική ή τιμωρητική βία, πρόκειται για βασανιστήριο. Δικαιούται η Αστυνομία να κάνει σωματικό έλεγχο αλλά υπό συγκεκριμένες και πολύ αυστηρές προϋποθέσεις, δηλαδή αν υπάρχει ισχυρή υποψία ότι το άτομο μπορεί να φέρει ναρκωτικά, πάντα με σεβασμό προς το άτομο, σε κλειστό και προστατευμένο χώρο και από αστυνομικό του ίδιου φύλου. Εδώ, όμως, μιλάμε για δημόσιο χώρο. Για ποιο λόγο να βγει η μπλούζα δημόσια; Είναι διαπόμπευση» επισημαίνει ο Παναγιώτης Δημητράς, εκπρόσωπος του Ελληνικού Παρατηρητήριου Συμφωνιών του Ελσίνκι. Το Παρατηρητήριο υπέβαλλε πρόσφατα αναφορά στο Συνήγορο του Πολίτη και την Εισαγγελία για συρροή παράνομης χρήσης βίας από την ΕΛ.ΑΣ. και ετοιμάζει ακόμα μια αναφορά. Σ’ αυτές τις αναφορές μεταξύ άλλων περιλαμβάνονται και οι συγκεκριμένες καταγγελίες. «Έπρεπε από την πρώτη καταγγελία να υπάρξει άμεση ενέργεια από την ηγεσία της Αστυνομίας και το αρμόδιο Υπουργείο. Να μπουν σε διαθεσιμότητα οι συγκεκριμένοι αστυνομικοί μέχρι να ολοκληρωθεί η έρευνα σε βάρος τους. Όταν δε συμβαίνει αυτό, ποιο μήνυμα εκπέμπεται στην κοινωνία; Έχουμε καταγραφές από την 6η Δεκέμβρη κτηνώδους βίας. Όσο αυτοί οι άνδρες παραμένουν στην Αστυνομία, εγώ βλέπω τον Υπουργό να χτυπάει» συμπληρώνει.

Το γεγονός που ενισχύει την πεποίθηση ότι δεν πρόκειται για παρέκκλιση αλλά για μεθόδευση, είναι η σκανδαλώδης αδράνεια στην ενεργοποίηση των πειθαρχικών και ποινικών διαδικασιών που προβλέπονται για την αστυνομική βία και η πολιτική κάλυψη που παρέχεται στους αστυνομικούς στο ανώτερο δυνατό πολιτικό επίπεδο. Η χθεσινή αντίδραση του αναπληρωτή κοινοβουλευτικού εκπροσώπου της Νέας Δημοκρατίας Χρήστου Μπουκώρου όταν τέθηκε μέσα στο Κοινοβούλιο η καταγγελία της φοιτήτριας στην Πατησίων είναι ενδεικτική: «Γίνεται προσπάθεια καλλιέργειας κλίματος για στοχοποίηση της νεολαίας. Το περιστατικό που ακούστηκε πριν λίγη ώρα δεν ξέρω αν ευσταθεί. Πάψτε να στοχοποιείτε την ελληνική αστυνομία με fake news». Είναι ένα αρχετυπικό υπόδειγμα victim blaming, όπου αμφισβητείται το θύμα και αντιστρέφονται οι ευθύνες, καθώς η αστυνομία θυματοποιείται ως στοχοποιημένη. Το κυβερνητικό στέλεχος είναι απόλυτα εναρμονισμένο στη γραμμή που χάραξε ο καθ’ ύλην αρμόδιος Υπουργός. Ο Μιχάλης Χρυσοχοίδης μετά την 6η Δεκέμβρη και το σάλο που προκλήθηκε, βάλθηκε να διαψεύσει τα μάτια μας σαν περιθωριακό hoax που εμπαίζει με στοιχειώδεις αντιληπτικές ικανότητες. «Οι άνδρες των ΜΑΤ δεν εξευτέλισαν διαδηλωτές στους δρόμους της Αθήνα» δήλωσε ανερυθρίαστα, επισφραγίζοντας την ατιμωρησία των αστυνομικών με συνοπτικούς όρους και απελευθερώνοντας μερικούς ακόμα τόνους τοξικότητας. 

«Εάν δούμε την αστυνομία όχι απλώς ως τμήμα των κατασταλτικών θεσμών αλλά ως μηχανισμό στον πυρήνα του κράτους, θα είναι πιο εύκολο να κατανοήσουμε το γεγονός ότι δεν μπορεί να υπάρξει μη βίαιη αστυνομία. Υπάρχει, όμως, ένα καινούργιο στοιχείο, το στοιχείο της δημοσιότητας της αστυνομικής βίας και των εξευτελιστικών πρακτικών, οι οποίες δεν αποκρύπτονται ως «ανάρμοστο θέαμα» αλλά, αντίθετα διαπράττονται σε συνθήκες απόλυτης θεατότητας. Πριν λίγα χρόνια, το στοιχείο αυτό αφορούσε κυρίως τους μετανάστες ή γενικότερα περιθωριακούς πληθυσμούς που εμπόδιζαν την ταύτιση ανάμεσα στο Εμείς και ο Άλλος. Τώρα η δεξαμενή είναι η νεολαία, συλλήβδην χαρακτηριζόμενη ως κίνδυνος για την ασφάλεια. Μια διεύρυνση και δημόσια εκτράχυνση της, έτσι κι αλλιώς, θεσμικά κατοχυρωμένης βίαιης  λειτουργίας της.  Και κάτι ακόμα πιο επικίνδυνο,  η ευρεία «αθώωση» της εκτράχυνσης, (κάτι διαφορετικό, δηλαδή, από το θεσπίζεται ή επιβάλλεται, καθώς ενέχει την παραβίαση κανόνα ή την ad hoc αναστολή της ισχύος του). Με άλλα λόγια, χωρίς προσχήματα, η πολιτική βούληση φαίνεται να καθιστά αναγκαίο προαπαιτούμενο την έκνομη αστυνομική δράση  προκειμένου να προστατευθούν οι νόμοι. Ιδιαίτερα σαφής επ’ αυτού του επιφανειακά παράδοξου, είναι ο συνδικαλιστής αστυνομικός Σταύρος Μπαλάσκας «Όταν υπάρχουν πολιτικές αποφάσεις αποδεικνύεται από τους αστυνομικούς ότι μπορούν να κάνουν τη δουλειά τους», επισήμανε και υπογράμμισε με νόημα ότι «και του κ. Χρυσοχοΐδη τα χέρια του λύνονται από πιο ψηλά». Παράλληλα, η ρητορική περί της οιονεί ύπαρξης «εξαιρετικών συνθηκών», διεκδικεί συναινέσεις που συγκαλύπτουν την βία των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών και τείνουν ν’ αποτελέσουν έναν τρόπο διακυβέρνησης των πληθυσμών σε συνθήκες κρίσης: Η εικόνα δεν μπορεί να είναι ανάρμοστη γιατί δεν θα λειτουργήσει. Η θεατότητα της βίας είναι η εξεικόνιση των συνεπειών της απείθειας ή της θεωρούμενης εν δυνάμει απείθειας» σημειώνει η πανεπιστημιακός – εγκληματολόγος Αφροδίτη Κουκουτσάκη.  

«Το κράτος είστε εσείς» είχε πει κάποτε ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης απευθυνόμενος στην Αστυνομία. Αυτή την κληρονομιά υπερασπίζεται σήμερα ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ώστε να χτίσει ένα κράτος φόβου και ανομίας. Γιατί ανομία δεν είναι τα κράνη, τα τρικάκια και οι καταλήψεις. Η μεγαλύτερη ανομία είναι η καταστρατήγηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το ίδιο το κράτος που απεκδύεται κάθε επίφαση νομιμότητας. Ο μόνος παράγοντας που μπορεί να την ανακόψει είναι η κοινωνική αντίσταση, η άρνηση μας να προσαρμοστούμε στην ιδέα ότι οποιοσδήποτε και οποιαδήποτε θα βρεθεί γυμνός και μόνος απέναντι σε θηρία με λυμένα χέρια αλλιώς θα γίνουμε άμοιροι θεατές της ταπείνωσης ή χειροκροτητές της θηριωδίας. Η κοινοτοπία του κακού, όπως με αφοπλιστική οξυδέρκεια είχε ερμηνεύσει η Χάνα Αρεντ, δεν εδράζεται στη διαστροφή αλλά στην απάθεια και την υποταγή του καθημερινού ανθρώπου.

Μαρία Λούκα

Share
Published by
Μαρία Λούκα