Όλος ο πλανήτης παρακολουθεί τις τελευταίες εβδομάδες τις διαδηλώσεις/εξεγέρσεις -πείτε το όπως θέλετε- στην Αμερική, οι οποίες ξέσπασαν μετά την τραγική δολοφονία ενός ακόμη αφροαμερικανού από λευκό αστυνομικό, ο οποίος κάθισε με το γόνατο πάνω στο λαιμό ενός ανθρώπου -τον οποίο υποτίθεται πως συνελάμβανε με την υποψία χρησιμοποίησης ενός ψεύτικου εικοσαδόλαρου- για 8 λεπτά και 46 δευτερόλεπτα, ουσιαστικά στραγγαλίζοντας τον μέρα μεσημέρι στη, σχετικά προοδευτική, Μινεάπολη και ενώ μάλιστα βιντεοσκοπούνταν, εν γνώσει του, από διερχόμενους πολίτες, με κάποιους μάλιστα από αυτούς να τον ικετεύουν να σταματήσει, καθώς ο «ύποπτος» αρχικά ακουγόταν ξεκάθαρα να λέει ότι δεν μπορεί να αναπνεύσει και στη συνέχεια φαινόταν επίσης ξεκάθαρα να χάνει τις αισθήσεις του.
Η φρίκη είναι αδιανόητη.
Πολλοί Έλληνες και ελληνικά ΜΜΕ ασχολήθηκαν με την υπόθεση και καλά έκαναν, δεν χρειάζεται προφανώς να είσαι αφροαμερικανός για να αγανακτήσεις και να εξοργιστείς μπροστά σε αυτό το θέαμα. Παρακολουθώντας τις αντιδράσεις στο ελληνικό κοινό φαίνεται να ξεχωρίζει μια μεγάλη απορία, όχι για το συγκεκριμένο περιστατικό, αλλά για τη συνεχιζόμενη, ανεξήγητη -φαινομενικά- συστημική βία σε μια κοινωνία και ένα κράτος που θεωρούμε «ανώτερα» από τα δικά μας.
Αν θελήσουμε να εξηγήσουμε τους λόγους διαιώνισης αυτού του φαινομένου θα πρέπει να μιλήσουμε για τρεις πολύ συγκεκριμένους παραμέτρους στα αντίστοιχα πεδία της κοινωνίας, της πολιτικής και του πολιτισμού.
Ξεκινώντας με κάτι που μπορούν να ταυτιστούν αρκετοί Έλληνες, ειδικά εκείνοι που αγανακτούν περισσότερο και πιο εύκολα με τις «βαλκανικές» συμπεριφορές μας, να σημειώσουμε πως αυτή ακριβώς η μορφή αστυνόμευσης που έχει οδηγήσει στην αγανάκτησή μας ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για κάποια χαρακτηριστικά της αμερικανικής κοινωνίας που θαυμάζουμε στα υπερατλαντικά μας ταξίδια.
Όχι, δεν είναι η υψηλή οδηγική κουλτούρα ή ένα ανώτερο επίπεδο κατανόησης και αντίληψης που διαθέτουν οι Αμερικάνοι ο λόγος πίσω από την αυτόματη κίνηση που κάνει το χέρι τους προς τη ζώνη κάθε φορά που μπαίνουν σε αυτοκίνητο. Είναι η διαπιστωμένη εμπειρικά γνώση πως αν δεν το κάνουν θα τους επιβληθεί πρόστιμο από αστυνομικό.
Καθ’ οδόν από Νέα Υόρκη προς Μόντρεαλ, σ’ αυτές τις απέραντες ευθείες των αμερικανικών αυτοκινητοδρόμων, μέσα στη Ford Mustang ελληνοαμερικανού, παιδικού μου φίλου, δεν συγκρούστηκαν τα DNA μας, ενός Βαλκάνιου «επαρχιώτη» και ενός Αμερικανού «πρωτεουσιάνου», όταν τον προκάλεσα να πατήσει λίγο παραπάνω το γκάζι και εκείνος μου απάντησε πως αν ξεπεράσει το όριο ταχύτητας θα μας σταματούσαν αστυνομικοί. Ήταν καθαρά έλλειψη γνώσης από πλευράς μου. Και αν αρχικά δεν πείστηκα, διερωτώμενος από που θα εμφανιστεί περιπολικό στη μέση του πουθενά, η πραγματικότητα με διέψευσε μόλις λίγα λεπτά αργότερα, όταν είδα όντως να εμφανίζεται ένα και να καταδιώκει άλλο -ευτυχώς- αυτοκίνητο.
Πολλές τέτοιες μικρές περιπτώσεις αλληλεπίδρασης με την αστυνομία λοιπόν πείθουν και οδηγούν τον μέσο Αμερικάνο να υπακούει στο νόμο και αυτό φυσικά δεν αφορά μόνο τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας.
Αυτές όμως οι μικρές αλληλεπιδράσεις δεν είναι τυχαίες, αντίθετα αποτελούν βασική τακτική της γνωστής θεωρίας αστυνόμευσης που ονομάζεται «Σπασμένα Παράθυρα».
Η θεωρία υποστηρίζει πως η έμφαση της αστυνομίας στις μικρές παραβάσεις (μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι παραβάσεις του ΚΟΚ που είδαμε παραπάνω) δημιουργεί μια κουλτούρα νόμου και τάξης που αποθαρρύνει την τέλεση πιο σοβαρών εγκλημάτων. Οπότε λοιπόν, εκατοντάδες χιλιάδες αστυνομικοί ενθαρρύνονται κάθε μέρα να κυνηγούν ιδιαιτέρως αυτές τις μικρές παραβάσεις, ώστε τα τμήματά τους να πιάσουν τους στόχους που έχουν οριστεί, σύμφωνα με τη συγκεκριμένη στρατηγική αστυνόμευσης, η οποία έχει υιοθετηθεί πρακτικά από το σύνολο των αστυνομικών αρχών σε όλη τη χώρα.
Δεν είναι τυχαίο που ο Τζορτζ Φλόιντ και ο Έρικ Γκάρνερ (είχε δολοφονηθεί πριν από λίγα χρόνια με ανατριχιαστικά παρόμοιο τρόπο στη Νέα Υόρκη), ήταν ύποπτοι για τέλεση πλημμελημάτων. Ψεύτικο εικοσαδόλαρο ο πρώτος και πώληση αφορολόγητων τσιγάρων ο δεύτερος.
Βλέπουμε ξεκάθαρα τα όρια μιας στρατηγικής, που οδηγεί σε χιλιάδες σωματικές επαφές μεταξύ αγνώστων, κάποιες εκ των οποίων είναι μαθηματικά βέβαιο πως δεν θα έχουν αίσιο τέλος, χωρίς καν να συνυπολογίσεις την παράμετρο του συστημικού ρατσισμού που προφανώς και ενυπάρχει στα αμερικανικά σώματα ασφαλείας.
Ακριβώς μια από αυτές τις περιπτώσεις στάθηκε η αφορμή για τη συγγραφή του τελευταίου βιβλίου του Malcolm Gladwell, «Μιλώντας σε αγνώστους» (μεταφράστηκε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος), όπως αναφέρει ο ίδιος ο συγγραφέας.
Ο Gladwell προσπαθεί να εξηγήσει γιατί είμαστε τόσο κακοί στο να κρίνουμε κάποιον που γνωρίζουμε πρώτη φορά, μέσα από γνωστές ιστορίες με πρωταγωνιστές διάσημα πρόσωπα της ιστορίας (π.χ. τη μνημειώδη «αφέλεια» του Βρετανού πρωθυπουργού Τσάμπερλεϊν, ο οποίος είχε εμπιστευτεί τον Χίτλερ), νομικές υποθέσεις και άλλα λιγότερα περιστατικά.
Ένα από αυτά τα λιγότερα γνωστά -για εμάς τουλάχιστον- περιστατικά που σχετίζεται άμεσα με το θέμα μας και υπήρξε η αφορμή για να γραφεί αυτό το βιβλίο, ήταν μια μοιραία συνάντηση μεταξύ αγνώστων στην Κομητεία Γουάλαρ του Τέξας το 2015. Από την μία πλευρά ήταν ο λευκός αστυνομικός Μπράιαν Ενσίνια και από την άλλη η Σάντρα Μπλαντ, μια 28χρονη αφροαμερικανίδα από το Σικάγο που μόλις είχε ξεκινήσει να εργάζεται στο τοπικό Πανεπιστήμιο Πρέρι Βιου.
Ακολουθεί ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το βιβλίο:
Μπράιαν Ενσίνια: Γεια σας, κυρία μου. Είμαι από την τροχαία αυτοκινητόδρομων του Τέξας και ο λόγος που σας σταμάτησα είναι επειδή δεν προειδοποιήσατε ότι θα αλλάξετε λωρίδα. Έχετε μαζί σας δίπλωμα και άδεια; Τι συμβαίνει; Πόσο καιρό βρίσκεστε στο Τέξας;
Σάντρα Μπλαντ: Ήρθα μόλις χθες.
Μπράιαν Ενσίνια: Εντάξει. Έχετε δίπλωμα οδήγησης; [Παύση] Μάλιστα, πού πηγαίνετε τώρα; Δώστε μου λίγα λεπτά.
Ο Ενσίνια πηγαίνει με το δίπλωμά της στο περιπολικό του. Μετά από λίγα λεπτά επιστρέφει και αυτή τη φορά πλησιάζει το όχημα της Μπλαντ από την πλευρά του οδηγού.
Μπράιαν Ενσίνια: Εντάξει, κυρία μου. [Παύση] Είστε καλά;
Σάντρα Μπλαντ: Σας περιμένω. Αυτή είναι η δουλειά σας. Σας περιμένω. Πότε θα με αφήσετε να φύγω;
Ενσίνια: Δεν ξέρω, φαίνεστε πάρα πολύ εκνευρισμένη.
Μπλαντ: Είμαι. Πραγματικά είμαι. Νιώθω ότι ο λόγος για τον οποίο παίρνω κλήση είναι μαλακία. Έκανα στην άκρη για να περάσετε. Εσείς επιταχύνατε, με ακολουθούσατε, οπότε άλλαξα λωρίδα και εσείς με σταματήσατε. Οπότε ναι, είμαι λίγο εκνευρισμένη, αλλά αυτό δεν σας εμποδίζει να μου κόψετε κλήση, οπότε [δεν ακούγεται] κλήση.
Στις πάμπολλες εκ των υστέρων αναλύσεις της υπόθεσης Μπλαντ αυτό θεωρείται γενικά το πρώτο λάθος του Ενσίνια. Ο θυμός της φουντώνει σταδιακά. Θα μπορούσε να είχε προσπαθήσει να την ηρεμήσει. Αργότερα, κατά τη διάρκεια της έρευνας, αποκαλύφθηκε ότι ο Ενσίνια δεν είχε πρόθεση να της δώσει κλήση −μόνο προειδοποίηση. Θα μπορούσε να της το είχε πει. Αλλά δεν το έκανε. Θα μπορούσε να της είχε εξηγήσει με προσοχή γιατί θα έπρεπε να είχε βγάλει φλας. Θα μπορούσε να είχε χαμογελάσει, να είχε αστειευτεί. Όχι βέβαια, κυρία μου. Ελπίζω να μη νομίζετε ότι θα σας δώσω κλήση για κάτι τέτοιο. Εκείνη θέλει να πει κάτι και θέλει να ακουστεί η γνώμη της. Θα μπορούσε να της δείξει ότι την ακούει. Αντ’ αυτού, ακολουθεί μια μεγάλη, ανησυχητική παύση.
Ενσίνια: Τελειώσατε;
Σε αυτό το σημείο χάνει την πρώτη ευκαιρία του. Ακολουθεί η δεύτερη.
Μπλαντ: Με ρωτήσατε τι συμβαίνει και σας είπα. Ενσίνια: Εντάξει. Μπλαντ: Οπότε ναι, τελείωσα.
Η Μπλαντ τελείωσε. Είπε τη γνώμη της. Εξέφρασε τον εκνευρισμό της. Έπειτα έβγαλε ένα τσιγάρο και το άναψε. Προσπαθεί να ηρεμήσει. Στο βίντεο δεν μπορούμε να τα δούμε αυτά, επειδή η κάμερα βρίσκεται στο ταμπλό του περιπολικού του Ενσίνια· βλέπουμε μόνο το πίσω μέρος του οχήματός της και τον Ενσίνια που στέκεται δίπλα στην πόρτα της. Αν σταματούσαμε το βίντεο στο σημείο εκείνο και το δείχναμε σε 100 άτομα, οι 99 θα πίστευαν ότι εκεί τελειώνει η ιστορία. Αλλά δεν τελειώνει εκεί.
Ενσίνια: Θα σας πείραζε να σβήσετε το τσιγάρο, σας παρακαλώ; Αν δεν σας πειράζει;
Μιλάει άχρωμα, ήρεμα, αποφασιστικά. Θα σας πείραζε, είπε κάπως απότομα. Δεύτερο λάθος: έπρεπε να είχε δώσει λίγο χρόνο στην Μπλαντ να ηρεμήσει.
Μπλαντ: Κάθομαι μέσα στο αυτοκίνητό μου. Γιατί πρέπει να σβήσω το τσιγάρο μου;
Φυσικά, η Μπλαντ έχει δίκιο. Ο αστυνομικός δεν έχει δικαίωμα να πει σε κάποιον να μην καπνίζει. Έπρεπε να είχε πει: «Ναι, έχετε δίκιο. Αλλά θα σας πείραζε να περιμένετε ώσπου να τελειώσουμε; Με ενοχλεί ο καπνός του τσιγάρου.» Ή θα μπορούσε να μην είχε ασχοληθεί καθόλου με το θέμα. Ένα τσιγάρο είναι άλλωστε. Αλλά δεν το κάνει. Κάτι στον τόνο της φωνής της τον εκνευρίζει. Έχει αμφισβητήσει την εξουσία του. Ο Ενσίνια ξεσπάει. Τρίτο λάθος.
Ενσίνια: Λοιπόν, βγες από το αυτοκίνητο τώρα.
Μπλαντ: Δεν είμαι υποχρεωμένη να βγω από το αυτοκίνητο.
Ενσίνια: Βγες από το αυτοκίνητο.
Μπλαντ: Γιατί να… Ενσίνια: Βγες από το αυτοκίνητο!
Μπλαντ: Όχι, δεν έχεις το δικαίωμα. Όχι, δεν έχεις το δικαίωμα να το κάνεις αυτό.
Ενσίνια: Βγες από το αυτοκίνητο.
Μπλαντ: Δεν έχεις το δικαίωμα. Δεν έχεις το δικαίωμα να το κάνεις αυτό. Ενσίνια: Έχω το δικαίωμα, βγες τώρα έξω, αλλιώς θα σε βγάλω εγώ.
Μπλαντ: Αρνούμαι να σου μιλήσω, παρά μόνο για να δώσω τα στοιχεία μου. [παρεμβολές] Με βγάζεις επειδή δεν άναψα φλας;
Ενσίνια: Βγες έξω, αλλιώς θα σε βγάλω εγώ. Σου δίνω μια νόμιμη εντολή.
Η Μπλαντ αντιστάθηκε, ο αστυνομικός τράβηξε όπλο και την έβγαλε έξω με τη βία και τελικά τη συνέλαβε με κατηγορίες για επίθεση. Τρεις μέρες μετά η Μπλαντ βρέθηκε κρεμασμένη στο κελί της.
Στις σελίδες που ακολουθούν και μετά από σοβαρή δημοσιογραφική έρευνα, ο Gladwell εξηγεί πολύ ωραία πως αν και η οργή μας εναντίον του συγκεκριμένου αστυνομικού μπορεί να είναι δικαιολογημένη, η ευθύνη δεν είναι 100% δικιά του.
Είναι το σύστημα πίσω από την τωρινή μορφή αστυνόμευσης που τον οδήγησε να ψάχνει λόγους για να σταματάει ανηλεώς αυτοκίνητα (όπως έκανε κάθε μέρα της καριέρας του, η οποία τερματίστηκε έπειτα από το συγκεκριμένο περιστατικό), να υποπτεύεται το χειρότερο και να προσπαθεί επιθετικά και στα όρια του νόμου να επεκτείνει την έρευνα του με πρόσχημα αμελητέες παραβάσεις του ΚΟΚ.
Απέναντι σε ποιον όμως;
Απέναντι σε κατά κανόνα νομοταγείς πολίτες, όπως η Μπλαντ, οι οποίοι για συγκεκριμένους λόγους ενδέχεται να μην αντιδράσουν όπως περιμένουν οι αστυνομικοί. Η Μπλαντ για παράδειγμα, όπως αποκαλύφθηκε μετά το θάνατο της, είχε άλλες 10 αλληλεπιδράσεις με την αστυνομία κατά τη διάρκεια της σύντομης ζωής της, από τις οποίες είχε συσσωρεύσει $8,000 σε πρόστιμα. Είχε επιχειρήσει ξανά να αυτοκτονήσει ένα χρόνο νωρίτερα, μετά από αποβολή και είχε μιλήσει ανοιχτά σε σελίδες της στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για την κατάθλιψη που αντιμετωπίζει. Και καθώς αποφασίζει να αλλάξει τη ζωή της, μετακομίζοντας σε νέα πόλη και ξεκινώντας μια νέα δουλειά, ο Ενσίνια αποφασίζει να τη σταματήσει γιατί δεν έβγαλε φλας. Το τσιγάρο δε που άναψε και προκάλεσε εν τέλει τη σύλληψη της, ήταν προφανώς ο τρόπος της για να ηρεμήσει.
Αν λοιπόν, η συγκεκριμένη μορφή αστυνόμευσης στις ΗΠΑ είναι τόσο «χαλασμένη» γιατί επί σειρά δεκαετιών δεν έχει τεθεί κεντρικά στο δημόσιο διάλογο η ανάγκη αναθεώρησής της, αλλά αντίθετα χρηματοδοτείται αδρά από τοπικές κυβερνήσεις Δημοκρατικών και Ρεπουμπλικάνων;
Η πρώτη, εύκολη εξήγηση είναι ότι για συγκεκριμένους λόγους, που δεν θα αναλύσουμε εδώ, μια πολύ σκληρή εκδοχή του δόγματος «Νόμος και Τάξη» έχει ενστερνιστεί ολοκληρωτικά από την τωρινή μορφή του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Ο άλλος πυλώνας εξουσίας, οι Δημοκρατικοί, έχουν αποφασίσει για πολιτικούς λόγους, πως δεν υπάρχει περιθώριο να φανούν στο εκλογικό σώμα ως ανεκτικοί και αδύναμοι απέναντι στο έγκλημα, οπότε δεν εναντιώνονται και ενίοτε υπερθεματίζουν μάλιστα.
Η προεδρία του Μπιλ Κλίντον για παράδειγμα αγκάλιασε και προώθησε αυτή τη μορφή αστυνόμευσης, ενώ και οι κυβερνήσεις του Μπαράκ Ομπάμα, αν και χρησιμοποίησαν σε πολλές περιπτώσεις τα εργαλεία που δίνει ο νόμος στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση για να επεμβαίνει ολοκληρωτικά σε προβληματικά αστυνομικά τμήματα σε όλες τις Πολιτείες, δεν άφησαν πίσω τους κάποια σημαντική μεταρρύθμιση.
Ένας άλλος όμως εξίσου σημαντικός ρόλος, που μας έρχεται από την υπερδομή του συστήματος, είναι η σημαίνουσα θέση του αστυνομικού στο πολιτισμικό αφήγημα της Αμερικής. Από την εποχή των σερίφηδων στην Άγρια Δύση έως τις μέρες μας υπάρχει διάχυτο ένας είδους «κατανόησης», αν όχι σεβασμού, απέναντι στον θεσμό, ο οποίος παρεμπιπτόντως δεν βαρύνεται με προπατορικά αμαρτήματα, όπως συνεργασίες με ξένο στρατό κατοχής, δωσίλογους ή χούντες.
Αυτός ο σεβασμός τροφοδοτείται σε απίστευτο βαθμό από τον τομέα του πολιτισμού, καθώς αμέτρητες σειρές και ταινίες θέτουν τους αστυνομικούς στο κέντρο της αφήγησης. Στην αμερικανική τηλεόραση υπήρχαν μέχρι πολύ πρόσφατα δύο ριάλιτι που ακολουθούσαν αστυνομικούς κατά τη διάρκεια περιπολιών τους και φυσικά υπάρχουν ακόμα δεκάδες άλλες αστυνομικές σειρές όπως NCIS, Law & Order, True Detective κτλ.
Ακόμα και στις σειρές αυτές που δεν αγιοποιούν τους αστυνομικούς, βλέπουμε τα πάντα μέσα από την συγκεκριμένη οπτική, εκπαιδευόμαστε να «καταλαβαίνουμε» τον κόσμο τους. Όλο αυτό το τεράστιο σε ποσότητα έργο που κατακλύζει τις αμερικανικές τηλεοράσεις επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό πως βλέπουν οι θεατές και τον αληθινό κόσμο, βάζοντας για παράδειγμα πιο ψηλά τις προτεραιότητες των αστυνομικών από τις κοινότητες που αστυνομεύουν.
Όπως έγραψε και το Vulture πρόσφατα σε άρθρο με τίτλο: «Στην τηλεόραση οι αστυνομικοί είναι πάντα οι κύριοι χαρακτήρες», ακόμα και το αριστούργημα “The Wire”, το οποίο αφιέρωσε εξίσου χρόνο στους πολίτες και τους αστυνομικούς της συγκεκριμένης κοινότητας, αρχικά χρησιμοποίησε την οπτική του λευκού αστυνομικού McNulty για να εισάγει τους θεατές στην ιστορία που προόριζε εξαρχής να ανατρέψει. Όλη αυτή η πολιτισμική εκπαίδευση δεκαετιών μειώνει το σοκ της αστυνομικής βίας και αυξάνει αυτόματα την «κατανόηση» για τις αστυνομικές συμπεριφορες.
Ίσως τελικά χρειαζόταν μια τόσο αποτρόπαια δολοφονία, η οποία ειρήσθω εν παρόδω χρειάστηκε αρκετές μέρες για να διωχθεί ως τέτοια από τις τοπικές αρχές, για να σπάσει αυτό το αφήγημα.