Αν είσαι από εκείνα τα άτομα που αποφεύγουν τα επιτραπέζια γιατί η ιδέα του ανταγωνισμού σου προκαλεί μια άβολη ταχυπαλμία, υπάρχει ένα ενδεχόμενο με το Chevalier της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγκάρη να θες να φύγεις απ’ την αίθουσα τρέχοντας. Στη νέα της ταινία, η σκηνοθέτις του Attenberg κλείνει έξι άντρες σ’ ένα σκάφος, και τους γδύνει απ’ όλα τα προσχήματα: δεν παίζουν πόκερ, το κατ’ εξοχήν παιχνίδι επιβολής για τις ανδροπαρέες, δεν παίζουν trivial, το ιδανικό βάθρο αποθέωσης των ιντελεκτουαλάδων, δεν παίζουν καν τάβλι, να τιμήσουν την μουστακαλίδικη παράδοση. Όχι, αυτοί τα παίζουν όλα για όλα, σ’ ένα ιδιότυπο και πρακτικά αυτοσχέδιο παιχνίδι, με τον εύγλωττο τίτλο «Ο Καλύτερος, Γενικά».
Αυτοί οι έξι άνδρες, των οποίων οι σχέσεις είναι τόσο ασαφείς όσο είναι κι οι συνθήκες που τους οδήγησαν να είναι μαζί σ’ αυτό το σκάφος, αποφασίζουν να περάσουν το τελευταίο 24ωρο του ταξιδιού τους αξιολογώντας ο ένας τον άλλο. Στα πάντα. Απ’ το χρώμα του βρακιού τους ως τους βαθμούς της μυωπίας τους, κι απ’ τις μαγειρικές τους ικανότητες ως τον ήχο κλήσης του κινητού τους. Το μέγεθος και η ποιότητα της στύσης τους είναι φυσικά μέσα στα κριτήρια που θα υποδείξουν τον νικητή, όπως και μια σειρά από δοκιμασίες στις οποίες θα προκαλέσουν ο ένας τον άλλο: απ’ το πόσα «ψαράκια» θα κάνουν με τα βότσαλα, μέχρι το πόσο γρήγορα θα στήσουν μια ντουλάπα απ’ τα ΙΚΕΑ. Που τη βρίσκουν τη ντουλάπα μεσοπέλαγα, ρωτάς, και θα σου απαντήσω: τόσο τους απορροφά το παιχνίδι, τόσο τους πορώνει η αλληλοσύγκριση, που το συνεχίζουν κι όταν πιάνουνε λιμάνι. Κι όσο ασφαλείς κι αν είναι οι δοκιμασίες στις οποίες υποβάλλονται, ο αγώνας σίγουρα δεν είναι αναίμακτος. Ούτε μεταφορικά, ούτε κυριολεκτικά.
Φιλτράροντας την φαυλότητα του ανδρικού ανταγωνισμού μέσα από ένα γυναικείο βλέμμα μετατοπισμένο δυο βήματα πιο πέρα απ’ την νατουραλιστική πραγματικότητα, η Τσαγκάρη σερβίρει ένα απολαυστικό αντίδοτο στην αντίληψη περί γυναικείων λυκοφιλιών και εξαντλητικών αλληλοσυγκρίσεων, παρουσιάζοντας σε όλο της το παράδοξο μεγαλείο την ανδρική υστερία.
Οι διαγωνιζόμενοί της είναι πρόθυμοι να σφουγγαρίσουν όλο το κατάστρωμα, να τρίψουν όλα τα τζάμια και να γυαλίσουν όλα τα ασημικά αν αυτό πρόκειται να τους δώσει λίγους παραπάνω πόντους, ενώ η ανασφάλεια της αυταρέσκειάς τους θα εκδηλωθεί όχι μονάχα σε κρισούλες ανάμεσα στους συνεταίρους που υποδύονται ο Βαγγέλης Μουρίκης με τον Πάνο Κορώνη (εξαιρετικός στην κινηματογραφική του επανεμφάνιση μετά το μικρό ρόλο του συζύγου της Τσαγκάρη στο Before Midnight), αλλά και στην αγωνία με την οποία ρωτά ο Σάκης Ρουβάς τη γυναίκα του (στο τηλέφωνο, όπως στις διαφημίσεις) αν είναι χοντρά τα μπούτια του (!). Ο Γιώργος Πυρπασόπουλος έχει την πιο πλήρη δραματικότητας έκρηξη όταν ξεσπά στον πλοιοκτήτη πεθερό του (ο επιβλητικός Γιώργος Κέντρος στην παρθενική του κινηματογραφική εμφάνιση) απαριθμώντας τα επαγγελματικά του κατορθώματα για να επανεπιβεβαιώσει την αξία του. Ο Μάκης Παπαδημητρίου, ως ο ελαφρώς ατσούμπαλος και χαζούλης τρίτος τροχός της αμάξης είναι απολαυστικός με μια θέση στην αντροπαρέα αντίστοιχη μ’ εκείνη του Zach Galifianakis στο The Hangover, τουτέστιν το comic relief κλωτσοσκούφι, που αν μη τι άλλο βγαίνει απ’ την όλη ιστορία με λίγη περισσότερη ωριμότητα κι αρκετή περισσότερη αγάπη.
Γυρισμένο μέσα σε μερικούς μήνες με ηθοποιούς και συνεργείο κλεισμένους όντως μέσ’ στο γιοτ, το Chevalier καταφέρνει να αποδώσει ζωντανή κι ατόφια την αίσθηση των ανθρώπων που μάλλον έχουν περάσει κανα-δυο εικοσιτετράωρα παραπάνω μεταξύ τους, ηλεκτρίζοντας την ατμόσφαιρα όχι τόσο με κανένα αίσθημα εχθρότητας, αλλά περισσότερο με το αδιαπραγμάτευτο της μοναξιάς τους όταν την επιλέγουν: οι έξι χαρακτήρες που ανέπτυξε η Τσαγκάρη με τον resident σεναριογράφο της φουρνιάς του Weird Wave Ευθύμη Φιλίππου, δίνουν την αίσθηση ότι δεν είναι ποτέ στ’ αλήθεια οι εαυτοί τους παρά μόνο όταν είναι μόνοι στις καμπίνες τους, οι οποίες λειτουργούν ιδανικά στην κάμερα του δ/ντη φωτογραφίας Χρήστου Καραμάνη, για να αποδώσει την περιχαράκωση, αλλά και τον κατακερματισμό των ηρώων και των σχέσεών τους.
Όπως και στο Attenberg και το Άλπεις (του οποίου την παραγωγή υπέγραφε η Τσαγκάρη), έτσι και στο Chevalier, αυτό το ιδιότυπο σύμπαν μέσα στο οποίο κλείνει τους ήρωές της η σκηνοθέτις λειτουργεί ως παραμορφωτικός φακός μέσα απ’ τον οποίο προσπαθεί να χαράξει μια αφαιρετική, σατιρική αντιστοιχία με την κοινωνική πραγματικότητα μέσα στην οποία διαδραματίζεται η ταινία της. Μονο που σε αντιθεση με τις άλλες δουλειές, σ’ ετούτη εδώ η Τσαγκάρη κρατάει τα πράγματα κομματάκι απλά για το ιστορικό της. Η ισορροπία των δυναμικών ανάμεσα στους έξι άντρες αναδεικνύει το γελοίο των συνθηκών που την καθιστούν τόσο εύθραυστη, γεγονός που υπογραμμίζεται και απ’ την αφαιρετικότητα που επιλέγει στην αφήγησή της: δεν μπαίνει στον κόπο να παρουσιάσει ούτε τους κανόνες, ούτε τις δοκιμασίες, ούτε την εξέλιξη του σκορ, και λίγη σημασία έχει στο τέλος ποιος θα κερδίσει το έπαθλο. Το μόνο ενδιαφέρον εντοπίζεται στο επίπεδο της μικρότητας στο οποίο θα αναγκάσει αυτός ο παράλογος ανταγωνισμός τους ήρωές μας να πέσουν, κι η ανάλαφρη διάθεση με την οποία τους αντιμετωπίζει η σκηνοθέτις εξασφαλίζει ότι θα αναδείξει τη αστειότητα της υπόθεσης, χωρίς να χρειαστεί τα πράγματα να ασχημύνουν.
Χωρίς ιδιαίτερες δραματικές υπερβάσεις, και με μετριοπάθεια στους αφηγηματικούς της στόχους, ετούτη εδώ μπορεί να μην είναι η πιο δυνατή ταινία που θα ακούσεις να μιλάει ελληνικά φέτος, αλλά το Chevalier της Τσαγκάρη είναι μια ολότελα διασκεδαστική σάτιρα παραλογισμών, στην οποία η σκηνοθέτις του Attenberg παίρνει όλες τις οικείες της θεματικές (το επίπλαστο των κοινωνικών συμβάσεων, το εύθραυστο των ανθρώπινων σχέσεων, το φαύλο του ετεροπροσδιορισμού), και τις στήνει σα πίστες σ’ ένα ιδιότυπο επιτραπέζιο, απ’ το οποίο, όποιος κι αν κερδίσει, κανείς δεν θα σηκωθεί στ’ αλήθεια ως νικητής. Εκτός, ίσως, κι αν είναι απλός θεατής.