pop_cannes_ziyi

Ένα ιστορικό δράμα γυρισμένο σε 3D, βασισμένο σε αληθινά περιστατικά και εστιασμένο σε μια απ’ τις πιο ταραχώδεις περιόδους της νεότερης πολιτικής ιστορίας της Κίνας, δεν είναι ακριβώς το project που θα σου ερχόταν στο μυαλό, αν άκουγες για την επιστροφή του John Woo στη μεγάλη οθόνη, μετά από απουσία μισής δεκαετίας και κάτι. Πρωτεργάτης της νεο-νουάρ σχολής του Hong Kong, ο Woo σημάδεψε τα ‘80s με μνημειώδη διαμάντια σαν το The Killer (Επαγγελματίας Δολοφόνος) και το Hard Boiled (Ο Τιμωρός του Χονγκ Κονγκ), κι ύστερα πέρασε στη Δύση για να μεταφέρει το μοναδικό, οπερετικό οπτικό του στυλ στο Χόλιγουντ, παραδίδοντας με το Face/Off (Αδίστακτα/Πρόσωπα) και το Broken Arrow / (Σπασμένο Βέλος) δυο απ’ τις εικονικότερες ταινίες δράσεις των ‘90s.

Μετά το φιάσκο του Mission: Impossible II (Επικίνδυνη Αποστολή ΙΙ) και την ακόμη μεγαλειδωέστερη αποτυχία του Paycheck (Η αποζημίσωση), ο Woo μάλλον βαρέθηκε να δουλεύει χωρίς σενάρια και αφιέρωσε μια πενταετία στο κινεζικό έπος του Red Cliff (Ο Κόκκινος Λόφος). Όμως ακόμη και αυτή η μεταστροφή σε τέτοιας κλίμακας, πιο εσωτερικό, επιβλητικό πολεμικό δράμα, δεν μπορείς να πεις ότι θα σε προετοίμαζε για την έκπληξη του να ακούσεις τον ίδιο τον Woo να περιγράφει την καινούρια ταινία του ως «μια ιστορία αγάπης, που καλύπτει πενήντα χρόνια κινεζικής ιστορίας». Ακόμη κι αν αυτή η ιστορία αγάπης, σου δίνει την αφορμή να ξεκινήσεις μια ηλιόλουστη μέρα στις Κάννες με τον καλύτερο δυνατό τρόπο: να πιεις τον πρωϊνό σου καφέ χαζεύοντας το λαμπερό χαμόγελο της Zhang Ziyi.

«Ξέρεις, όλοι σκεφτόμαστε τον John Woo ως έναν σκηνοθέτη που κάνει μόνο ταινίες για άντρες», μου λέει η Ziyi όταν την ρωτάω τι συμβαίνει στον σκηνοθέτη που παίζει να έχει και το ρεκόρ περισσότερων πυροβολισμών ανά ταινία. «Είναι όμως τόσο φοβερός σκηνοθέτης, που μπορεί να κάνει ό,τι θέλει: και ρομαντική κομεντί να θελήσει να κάνει, είναι τόσο καλός που μπορεί να το κάνει κι αυτό», συνεχίζει, και το πρόσωπό φωτίζεται τόσο που κάνει τα διαμαντένια σκουλαρίκια της να μοιάζουν θαμπά. Αυτό στο οποίο αναφέρεται όμως, την ταύτιση του καλλιτέχνη με ένα συγκεκριμένο είδος και ύφος, είναι κάτι που δεν είναι άγνωστο ούτε και στην ίδια.

pop_cannes_woo

Όταν ο Ang Lee έσπασε το τοίχος Ανατολής-Δύσης, πετυχαίνοντας διπλή υποψηφιότητα Καλύτερης Ταινίας και Καλύτερης Ξενόγλωσσης με το Crouching Tiger, Hidden Dragon (Τίγρης Και Δράκος) το 2001, η Zhang Ziyi έγινε νούμερο ένα στόχος ατζέντηδων και παραγωγών. Το μικρό της πέρασμα απ’ το ανεκδιήγητο Rush Hour 2 (Αλεξίσφαιροι Ντετέκτιβ 2) όμως, ήταν αρκετό για να της ξεκαθαρίσει το πώς έχουν τα πράγματα στην άλλη άκρη του παγκόσμιου χάρτη. «Δεν έκανα τίποτα στο Hollywood γιατί δεν έβρισκα κανένα project για ‘μένα. Τίποτα που να εκφράζει στ’ αλήθεια εμένα, το τί θέλω να κάνω ως ηθοποιός. Δεν θέλω να είμαι απλώς το στερεοτυπικό ανατολίτικο κοριτσάκι, με τα κουνγκ-φου και τη δράση. Είμαι ηθοποιός, μπορώ να παίξω και θέλω να παίξω. Και να παίξω ρόλους με βάθος, και πλούτο και δραματική ουσία. Κι έτσι απλώς έλεγα συνέχεια όχι».

Αυτό το πείσμα της Zhang Ziyi, άλλωστε, την είχε φτάσει να θεωρηθεί μια απ’ τις σύγχρονες Τέσσερις Νταν, την τετράδα των πιο ταλαντούχων ηθοποιών της εποχής της. Όμως, παρ’ ότι απ’ τις τέσσερις είναι η μόνη που το όνομα της λέει κάτι και στην από ‘δω μεριά της υφηλίου, η ίδια προσπερνά τον τίτλο μ’ ένα έκπληκτο τίναγμα του χεριού: «Έλα, αυτό μια χαζομάρα, ήταν πριν μια δεκαετία, πού το θυμήθηκες;» με ρωτάει και σκάει ένα απ’ αυτά τα χαμόγελα που ξυπνάνε πεταλούδες στο στομάχι σου, κάνουν το μυαλό σου πουρέ, χάνεις τις ερωτήσεις και καταφεύγεις σε κονσέρβες του στιλ «τι ήταν αυτό που σας κέρδισε στην ταινία του John Woo». Ευτυχώς μου δίνει καλή απάντηση: «Νομίζω αυτό που μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση, ήταν ότι με αυτήν την ταινία συνειδητοποίησα και πόσο καλός είναι ως σεναριογράφος. Όταν ξεκίνησα να διαβάζω το σενάριο, με άγγιξε τόσο πολύ, άρχισα να κλαίω τόσο πολύ, που το έκλεισα, σταμάτησα να το διαβάζω και αποφάσισα ότι θέλω να είμαι σ’ αυτήν την ταινία. Δεν ήξερα καν πως τελειώνει, αλλά σκέφτηκα ότι δεν με ενδιαφέρει πώς τελειώνει, θέλω απλώς να είμαι σ’ αυτήν την ταινία. Θέλω να παίξω αυτόν τον χαρακτήρα».

Ο χαρακτήρας της Ziyi είναι μια χωριατοπούλα, της οποίας το χωριό ισοπεδώνεται κατά τη διάρκεια του πολέμου, αναγκάζοντάς την να βρεθεί στη Σανγκάη σε αναζήτηση του αγαπημένου της. Άφραγκη και αβοήθητη, τη μέρα είναι ένας άγγελος, μια εθελόντρια νοσοκόμα που προσπαθεί να απαλύνει τον πόνο των στρατιωτών. Τη νύχτα όμως, μεταμορφώνεται σε πεταλούδα και πουλάει το κορμί της για να μαζέψει τα χρήματα που θα της εξασφαλίσουν το πολυπόθητο εισιτήριο για την Ταιβάν, με το μοιραίο ατμόπλοιο. Η δική της, είναι μία μόνο από τις ιστορίες που αποτελούν το σκελετό αυτού του μωσαϊκού αγάπης κι απώλειας, πόνου κι οδύνης, ματαιωμένων ελπίδων και ακυρωμένων ονείρων. Ένα μωσαϊκό που σκιαγραφεί μια ολόκληρη κοινωνική μερίδα της Κίνας του εμφυλίου, στήνοντας έτσι και το δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης στην κορύφωση της βύθισης του ατμόπλοιου.

«Για μια ηθοποιό είναι διαφορετικό, ίσως και πιο εύκολο, γιατί απλώς απ’ τους ρόλους που είναι διαθέσιμοι, διαλέγεις αυτόν που σε συγκινεί περισσότερο», λέει όταν τη ρωτάω για το πόσο δύσκολο είναι για έναν καλλιτέχνη να εκφράσει τις πολιτικές και κοινωνιολογικές ανησυχίες του σε ένα περιβάλλον σαν αυτό της Κίνας, που δεν ξεχωρίζει για το βαθμό ανεκτικότητας και ευλυγισίας της. «Για έναν συγγραφέα κι έναν σεναριογράφο όμως, είναι πολύ πιο σκληρό. Και για έναν σκηνοθέτη το ίδιο. Το να μην μπορείς να ασχοληθείς με κάτι που είναι προφανές, κάτι που γίνεται μπροστά στα μάτια σου, το να μην μπορείς να το ερευνήσεις, ή να το απεικονίσεις ακόμη κι έτσι όπως είναι, είναι πραγματικά κάτι πάρα πολύ δύσκολο να το διαχειριστείς».

Η Popaganda ενισχύει την ελληνοκινεζική φιλία στις Κάννες, χάρη στην ευγενική υποστήριξη της Aegean Airlines.