Σκέφτομαι τι να πρωτογράψω γι’ αυτό το τρομερό τυπάκι που συμπάθησα από την πρώτη στιγμή που γνωριστήκαμε. Πριν από ενάμιση περίπου χρόνο συναντήθηκε με τον φίλο μου τον Gizmo και άρχισαν να συνεργάζονται για τις ανατρεπτικές εκπομπές μαγειρικής του Μάνου στο YouTube που έχουν τον τίτλο Comfortιά και πλέον προβάλλονται μέσα από το κανάλι του Luben TV, στην ίδια πλατφόρμα. Βρεθήκαμε όλοι μαζί στο τέλος του πρώτου lockdown σε μια βεράντα και φυσικά τον βάλαμε να μας μαγειρέψει. Από τότε τον έχουμε βάλει αρκετές φορές να μας μαγειρέψει. Γενικά όποτε βρισκόμαστε σε κάποιο σπίτι τον βάζουμε να μας μαγειρέψει. Δεν χρειάζεται να σας πω εγώ ότι είναι κάτι που κάνει πολύ καλά, το είπαν άλλωστε και οι κριτές του Master Chef που τον ανέδειξαν ως τον καλύτερο της τρίτης σεζόν.
Η αλήθεια είναι πως όταν τον έβλεπα στην τηλεόραση είχα την αίσθηση ότι η χαλαρότητά του είναι λίγο φτιαχτή. Έκανα μεγάλο λάθος. Ανοιχτόκαρδος, παιχνιδιάρης, κοινωνικός, ευγενικός, με χιούμορ και άποψη, έδεσε με την παρέα αμέσως χωρίς να προσπαθεί να γίνει το επίκεντρο κάθε συζήτησης. Τον λάτρεψα ακόμη περισσότερο όταν μου είπε ότι μαγειρεύει στο Simul, ένα από τα αγαπημένα μου εστιατόρια στην πόλη, εκεί που έχει δημιουργηθεί μία από τις μεγαλύτερες ηδονές μου, ο κόκορας του Σεφ Νίκου Θωμά (ένας είναι ο κόκορας του Νίκου Θωμά, δεν θα πω περισσότερα, πρέπει κάθε άνθρωπος σε αυτόν τον πλανήτη να τον δοκιμάσει). Το Σάββατο επιστρέφει στην τηλεόραση μέσα από την εκπομπή Cook Beef που θα προβάλλεται κάθε εβδομάδα την ίδια μέρα στο Star στις 18:30. Μαζί με τον Σταύρο Βαρθαλίτη, τον Χρήστο Γλωσσίδη, τον Σάββα Λιχανίδη και δάσκαλο τον Νίκο Θωμά, θα κάνουν τρελά πράγματα όπως είδαμε και στο τρέιλερ. Α, ναι, θα έχουν μαζί και ένα βρετανικό μπουλντόγκ. Μιλήσαμε με βιντεοκλήση για όλα αυτά που συμβαίνουν στη ζωή του, τη μοναδική μέρα που δεν χρειαζόταν να ξυπνήσει από το άγριο χάραμα για δουλειά. Τον έβαλα να ξυπνήσει εγώ όμως και βασικά μόλις είχε φτιάξει τον καφέ του και τον έκοψα στην πρώτη γουλιά. «Άσε με ρε Αντιγόνη να κοιμηθώ μία μέρα, να πιω έναν καφέεεεεε» μου είπε με μαλλί έξαλλο γελώντας. Και έτσι ξεκίνησε αυτή η συνέντευξη.
Μάνο τώρα που σε ξέρω πια καιρό έχω διαπιστώσει ότι είσαι ένα ευγενικό αλάνι. Χα, χα, εντάξει βασικά φλώρος είμαι αλλά ας πούμε ότι θέλω να ξεφεύγω από τη μάζα, αν είναι αυτή η έννοια του αλανιού. Και η αλήθεια είναι ότι την ψάχνω γενικά, κάτι που βοηθάει πολύ στη δουλειά μας, το να έχεις ανοιχτούς ορίζοντες.
Και αυτή την περίοδο ψάχνεσαι, κάνεις πολλά δεν είσαι ήσυχος. Ναι, δεν έχω και πολύ ελεύθερο χρόνο πλέον. Έχουμε παγώσει λίγο την Comfortιά γιατί δεν υπάρχουν χορηγοί και τρέχουμε και με άλλα πράγματα παράλληλα αλλά δεν θα την αφήσω, θα συνεχίσω. Τα βράδια είμαι στο Simul και αυτές τις μέρες τρέχουν και τα γυρίσματα για το Cook Beef.
Ας το πάρουμε από την αρχή, στο Simul πώς ξεκίνησες; Όταν τελείωσε το Master Chef πήγα στην Πάρο και έβγαλα εκεί όλο το καλοκαίρι. Είχα ακούσει για τα τρομερά πράγματα που έκανε ο Νίκος εκεί, τον οποίο είχα γνωρίσει και στο παιχνίδι, έτσι όταν γύρισα Αθήνα πήγα και έφαγα εκεί και φυσικά τρελάθηκα με το φαγητό. Και οι φίλοι μου μάγειρες που ήρθαν από την Ολλανδία και έφαγαν στο μαγαζί έπαθαν πλάκα. Ο Νίκος είναι ένας άνθρωπος που με αντιπροσωπεύει πάρα πολύ όπως και το φαγητό του. Μου αρέσει η ηρεμία του, η ψυχραιμία του, το ότι είναι πάρα πολύ δουλευταράς και ζωντανό παράδειγμα αυτού που λέμε ότι αν δουλεύεις σκληρά οι κόποι σου δικαιώνονται, και φυσικά μου αρέσει και η νοοτροπία που έχει για το φαγητό. Είναι πολύ ξεκάθαρος και ταυτίζομαι πάρα πολύ με αυτό. Στην Ελλάδα υπάρχει αρκετά η νοοτροπία του να βάλω και λίγο μπέργκερ και λίγο πίτσα ενώ στο Simul δεν είναι έτσι. Υπάρχει ξεκάθαρη πρόταση. Δεν λέω ότι είναι κακή αυτή η νοοτροπία απλώς εμένα δεν μου ταιριάζει. Μου αρέσουν οι συγκεκριμένες προτάσεις. Ξεκίνησα λοιπόν από τον Οκτώβριο του ‘19 εκεί. Και πραγματικά νιώθω πολύ τυχερός που βρίσκομαι εκεί και που γνώρισα τον Νίκο.
Άλλοι σεφ είναι περισσότερο της δημιουργίας και άλλοι του παραδοσιακού. Εσύ πού κατατάσσεις τον εαυτό σου; Εσύ τι έχεις καταλάβει;
Ότι λατρεύεις το παραδοσιακό αλλά θέλεις να δημιουργείς νέες προτάσεις επάνω σε αυτό. Ισχύει, πολλοί μάγειρες το κάνουν αυτό, να παντρεύουν το παραδοσιακό με τη δημιουργία. Εμένα μου αρέσει πολύ η λαογραφία μέσα από το φαγητό. Αν το αναλύσεις σε κάθε χώρα, οι λόγοι για τους οποίους τρώμε κάποια συγκεκριμένα πράγματα, προέρχονται από την κουλτούρα κάθε πολιτισμού. Ακόμα και το Σεβίτσε, που πλέον όλοι κάνουν, έχει μια ιστορία. Πήγαν οι Ιάπωνες στο Περού όπου οι Περουβιανοί το μαγείρευαν κανονικά, πήραν λεμόνια, το έκοβαν κατευθείαν, το έστιβαν, τους είπαν πάρτε το φάτε το έτσι και έγινε το Σεβίτσε. Κάθε πιάτο έχει μια ιστορία κι εμένα μου αρέσει να την ψάχνω λίγο παραπάνω, ναι μου αρέσει η παράδοση.
Το Master Chef ήταν σχολείο ή μόνο εμπειρία; Όχι, δεν είναι σχολείο. Δεν έχει κανείς τον ρόλο του καθηγητή και δεν έχει διδακτικό χαρακτήρα. Είναι ένα μαγειρικό ριάλιτι στο οποίο κρίνεσαι. Γι’ αυτόν τον λόγο πιστεύω ότι πρέπει να πας έτοιμος. Και όταν λέω έτοιμος εννοώ ότι μπορεί να έχει κάποιος μια σχετικά μικρή εμπειρία αλλά να θέλει ταυτόχρονα να πουλήσει και κάποιες πτυχές του χαρακτήρα του που εκείνος θεωρεί ότι είναι πιασάρικες, να έχει καλή ατάκα και εν τέλει να περάσει καλά. Μαθαίνεις αλλά όχι επειδή κάποιος θα σε δασκαλέψει. Αυτό πρέπει να το δουλέψεις μόνος σου.
Μίλα μου για το Cook Beef. Είναι ένα πρότζεκτ το οποίο είναι εντελώς διαφορετικό, γι’ αυτό και μου κέρδισε το ενδιαφέρον. Είχα κάνει κάποια δοκιμαστικά το καλοκαίρι και μόνος μου και μαζί με τον Σταύρο, λόγω δεύτερου κύματος πανδημίας έμεινε πίσω και μετά το κανάλι έκανε κάποιες συζητήσεις και με τον Νίκο και το κόνσεπτ που προέκυψε ήταν μια εκπομπή με πέντε φίλους που θα περνούν καλά και παράλληλα θα μαγειρεύουν σε ένα σπίτι, το σπίτι μας ας το πούμε έτσι. Έχουμε παιχνίδια, βελάκια, κιθάρες, έναν απίστευτο σκύλο, τον Μάκη, ο οποίος είναι υπερβολικά τρομερή μορφή, ό,τι καλύτερο κυκλοφορεί σε σκύλο στην Αθήνα, πραγματικά το λέω. Κάθε επεισόδιο είναι θεματικό. Κάνουμε πολλά πράγματα, είναι μεγάλη παραγωγή, δουλεύουν καμιά πενηνταριά άτομα από πίσω.
Γιατί μόνο άντρες και ένας σκύλος; Οι γυναίκες πού πήγαν; Η πρότζεκτ μάνατζερ είναι γυναίκα, όχι δεν είναι καθόλου σεξιστικό το θέμα. Και οι πέντε γνωριζόμαστε και έξω από το παιχνίδι και ακριβώς επειδή θέλαμε να βγούμε ως παρέα δέσαμε έτσι. Θέλουμε να φέρουμε και γυναίκες καλεσμένες στην εκπομπή εννοείται. Αρκεί να μας επιτρέψει ο Covid να κάνουμε όλα όσα θέλουμε. Και ποτέ δεν ξέρεις, μπορεί κάποια στιγμή να προκύψει και μια γυναίκα στη μόνιμη παρέα.
Το Simul συνεχίζει, όπως πολλά καλά εστιατόρια, να κάνει ντελίβερι. Πώς είναι αυτή η συνθήκη; Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπαίνει κόσμος μέσα. Να έρθει να τον περιποιηθεί το σέρβις, να του δείξουμε τις προτάσεις μας, να του μαγειρέψει η κουζίνα. Το ντελίβερι προφανώς δεν το σνομπάρουμε και έχουμε προσαρμοστεί σε αυτό. Δεν είναι το εστιατόριο φτιαγμένο για ντελίβερι αλλά το έχουμε φέρει όλο αυτό στα μέτρα μας. Θεωρώ ότι δίνουμε κάτι αξιόλογο στον κόσμο το οποίο ξεφεύγει από τα τετριμμένα «σουβλάκι-πίτσα-μπέργκερ-πάστα», προσαρμόσαμε το μενού έτσι ώστε να είναι εύκολο να ταξιδέψει και να φτάσει στο σπίτι του καθενός.
Πάντως έτσι κι αλλιώς οι σεφ σπάνια έρχονται σε επαφή με το κοινό τους, δεν είναι όπως με έναν ηθοποιό ή έναν τραγουδιστή που έχει το κοινό μπροστά του. Από ποια άποψη τελικά το ντελίβερι έχει επηρεάσει την ψυχολογία σας; Ναι, δεν υπάρχει άμεση επαφή με τον κόσμο αλλά υπάρχουν πολλές βραδιές που και ο Νίκος και εγώ θα βγούμε στη σάλα και θα μιλήσουμε με γνωστούς και φίλους που έχουν έρθει να φάνε και θα πάμε να κάτσουμε και στο τραπέζι τους ενδεχομένως στο τέλος της βάρδιας και θα πιούμε και ένα κρασί μαζί τους. Γενικά το θέμα είναι ότι μας λείπει αυτή η αίσθηση του να μπαίνει κόσμος, η επικοινωνία της σάλας με την κουζίνα, κάποιο κουτσομπολιό για το τι συμβαίνει στα τραπέζια, τα σχόλια από τους πελάτες που θα τα πουν στον σερβιτόρο και εκείνος θα μας τα μεταφέρει, το κλίμα της παρέας εκεί έξω, μας λείπουν πάρα πολύ. Πάρα πολύ.
Υπάρχουν νέες δημιουργίες που περιμένετε πώς και πώς να τις παρουσιάσετε όταν ανοίξουν πάλι ή σας έχει τσακίσει όλη η κατάσταση; Υπάρχει πάρα πολλή όρεξη και για τη δημιουργία νέου μενού και για την εξέλιξη του εστιατορίου και εννοείται ο Νίκος έχει νέες ιδέες και προτάσεις ήδη που περιμένουμε να τις παρουσιάσουμε όταν ανοίξουμε πάλι κανονικά.
Νιώθεις ότι τα πράγματα θα επανέλθουν σύντομα ή όχι; Αλλά και όταν επανέλθουν θα είναι όπως πριν ή θα συνεχίσουμε να φοβόμαστε; Νομίζω ότι η αλήθεια είναι κάπου στη μέση. Δεν μπορώ να πω με σιγουριά γιατί υπάρχει ακόμα μια ρευστότητα. Είναι δεδομένο ότι αυτή η ιστορία θα αφήσει κουσούρια. Προφανώς. Έχει περάσει ένας χρόνος και δεν έχει αλλάξει κάτι. Πέρυσι τέτοια εποχή είχαμε 50 κρούσματα και ήμασταν κλεισμένοι στο σπίτι και τώρα με 2.000-3.000 κρούσματα σκεφτόμαστε να ανοίξουμε ξανά την εστίαση και το λιανεμπόριο. Αυτά τα δύο δεν συνάδουν. Κοίτα, θα σου μιλήσω συγκεκριμένα για το εδώ, για την Ελλάδα, είμαστε ένας λαός που ξεχνάει γρήγορα, παρ’ όλα αυτά είμαστε και ένας λαός που φέρει κουσούρια ακόμα και από την Τουρκοκρατία. Τα έχουμε τα κουσούρια μας και τα κομπλεξάκια μας, δεν τα ξεπερνάμε πολύ εύκολα, οπότε όλο αυτό το πράγμα μαζί, δεν ξέρω πώς μπορεί να λειτουργήσει. Εγώ προσπαθώ να είμαι αισιόδοξος αλλά επειδή έχω δει και κάποιες σειρές τώρα τελευταία, το Black Mirror και το Years and Years, ε, αυτές δεν με αφήνουν να είμαι και πολύ αισιόδοξος. Πραγματικά έχω πιάσει τον εαυτό μου αφού είδα το Years and Years, σε στιγμές της καθημερινότητας να νιώθω ότι το ζω όντως. Είναι παρανοϊκό, όχι απλά τρελό. Αυτό που θέλω όμως είναι να τελειώσει όλο αυτό γρήγορα για να μη μας μείνει κάποιο βαρβάτο κουσούρι.
Είμαστε στο τέλος πιστεύεις; Είμαστε σε μία χώρα που τα πράγματα δεν πάνε πολύ καλά με τον covid, δεν γίνεται να συμβαίνει αυτό ενώ τα νοσοκομεία έχουν φρακάρει. Πρέπει κάπως να διαλέξουμε τι θέλουμε και πρέπει κάποια στιγμή η ίδια η κοινωνία να δείξει τα θέλω της, γιατί πιστεύω ότι τα θέλω των πολλών μπορούν να ενωθούν. Πραγματικά όλοι θέλουμε ένα καλό σύστημα υγείας, όλοι θέλουμε να περπατάμε στο δρόμο ελεύθεροι χωρίς να μας δέρνουν οι αστυνομικοί, όλοι θέλουμε τα μαγαζιά να είναι υγιή και να έχουμε έναν κανονικό μισθό και να μπορούμε να αγοράζουμε και να στηρίζουμε το λιανεμπόριο, την εστίαση και οτιδήποτε άλλο, όλοι θέλουμε μια ασφάλεια από το κράτος, να μη χρειάζεται να πληρώνουμε έναν σκασμό λεφτά αν χτυπήσουμε. Το καλοκαίρι είχα χτυπήσει το χέρι μου άσχημα και πήγα στον Ευαγγελισμό, σκέφτομαι πως αν το πάθαινα τώρα αυτό δεν θα μπορούσα καν να πάω. Ένας παππούς που μπορεί να έχει ένα χρόνιο αναπνευστικό πρόβλημα και θέλει να πάει στον Ευαγγελισμό τώρα, τι θα πάθει; Θα πεθάνει. Δεν γίνεται, πρέπει να κάνουμε ένα reboot. Να το πάμε από την αρχή και σωστά. Δεν πιστεύω ότι θα γίνει αλλά θα έπρεπε.
Πάντως υπάρχει πρόταση για ελαστικό ωράριο χωρίς να πληρώνονται οι υπερωρίες, για κατάργηση του οκταώρου και μείωση του βασικού κατώτατου μισθού. Κάτι που θα μας επηρεάσει όλους. Είναι αυτή η σωστή προσέγγιση ενός καλύτερου συστήματος; Το κακό είναι πως ό,τι και αν ακούσω πλέον δεν μου κάνει εντύπωση. Δεν θα το κομματοποιήσω το θέμα. Θα σου πω απλά ότι ζούμε στην εποχή των τεχνοκρατών, των λίγο οπισθοδρομικών απόψεων, του καπιταλισμού γενικότερα και όταν γίνεται τόσο massive αυτό χτυπάει άσχημα. Είναι σαν να μηδενίζουμε το κοντέρ και όλα αυτά για τα οποία πάλευαν τόσοι άνθρωποι κάποτε, όπως τον Μάη του ‘68 και τα εργατικά δικαιώματα, πάνε να καταργηθούν όλα. Έχουμε χτίσει μια κοινωνία που δεν έχει μάθει. Δεν μαθαίνουμε από τα λάθη μας. Θα σου αναφέρω για παράδειγμα τους γονείς μου που είναι σχεδόν 60, λαϊκοί άνθρωποι από την ελληνική επαρχία και δεν ξέρουν πότε θα πάρουν σύνταξη. Ο πατέρας μου αναγκάζεται να δουλεύει με πρησμένα γόνατα και η μητέρα μου επειδή δεν είχε δυνατότητα να σπουδάσει αυτό που ήθελε για διάφορους λόγους, έχει αλλάξει 45 δουλειές και θα αναγκαστεί να πάει να βγάλει σεζόν σε ένα εστιατόριο στην Πάρο για να μπορέσει να τα βγάλει πέρα. Επειδή δεν υπάρχει ένα κράτος να προνοήσει να τους δώσει κάτι. Μια πρόωρη σύνταξη. Ξέρουμε πόσο δύσκολο είναι να γίνει αυτό και πόσα θα πάρει όποιος βγει σε πρόωρη σύνταξη. Δεν ακούω πια στην Ελλάδα αυτό το «αριστεροί και δεξιοί», η κατάσταση είναι ξεκάθαρα «οι έχοντες» και το ποιοι είναι αυτοί οι έχοντες και το ότι θέλουν να μαζέψουν όλο τον πλούτο γι’ αυτούς.
Έχεις δουλέψει για χρόνια σε εστιατόρια στην Ολλανδία. Πες μου για τις διαφορές σε σχέση με τα ελληνικά εστιατόρια. Εκεί δεν τους λείπουν τα χρήματα, ακόμα και οι μικρομεσαίοι είναι καλά οικονομικά, δεν τους λείπει η τεχνογνωσία, αυτό που τους λείπει είναι η κουλτούρα στο φαγητό. Υιοθετούν άλλες ιδέες από άλλες κουζίνες, γαλλική, αγγλοσαξωνική και λίγο από γερμανική, που και η γλώσσα τους είναι βασισμένη σε αυτές τις τρεις γλώσσες θεωρώ και παίζουν και πολύ τα σκανδιναβικά κόνσεπτ που έχουν γίνει πλέον πολύ της μόδας και δικαίως τα υιοθετούν πάρα πολύ και οι Ολλανδοί, τους ευνοεί άλλωστε και η τοποθεσία τους αφού είναι κάπου στη μέση από όλες αυτές τις περιοχές. Αυτό που με χαλούσε είναι το γεγονός ότι είναι πολύ υποκινούμενοι από το χρήμα. Εδώ για παράδειγμα το εστιατόριο που έχει φτιάξει κάποιος μόνος του θα το πονέσει πραγματικά, θα βάλει την ψυχή του μέσα. Και εκεί θα το πονέσει αλλά θα πονέσει τα λεφτά δεν θα είναι συναισθηματικός ο λόγος. Όπου έχω δουλέψει εκεί, κανείς δεν είχε αυτό το υπερβολικό μεράκι για το φαγητό. Ναι μεν υπήρχαν πολλοί καλοί σεφ, καλά εστιατόρια, καλές πρώτες ύλες, δούλευαν με έναν ωραίο τρόπο με την εποχικότητα και σεβασμό στην πρώτη ύλη αλλά υπήρχαν και άλλοι που απλώς ήθελαν να βγουν οικονομικά χωρίς ιδιαίτερο σεβασμό. Και αν δεν έβγαζαν, υπήρχε θέμα.
Τι είναι πιο δύσκολο, ο εγκλεισμός σε ένα σπίτι μαζί με πολλούς άλλους σεφ που διαγωνίζονται ή ο εγκλεισμός που βιώνουμε τώρα; Δεν μπορώ να αποφασίσω. Στο πρώτο lockdown ήμουν καλά, ξεκουράστηκα, ήμουν οκέι. Τώρα όμως αν δεν είχε ανοίξει το μαγαζί έστω και για ντελίβερι θα είχα φρικάρει. Δεν είναι ωραίο να μην είμαι παραγωγικός, είναι μη φυσιολογικό για τα δικά μου δεδομένα. Είναι ωραίος ένας μήνας off, είναι ωραίοι και οι δυο μήνες και οι διακοπές το καλοκαίρι, είμαι και καλοπερασάκιας, μου αρέσει η ξεκούραση αλλά αυτό τώρα που συμβαίνει δεν είναι νορμάλ. Δεν γίνεται να κάθεσαι 8 από τους 12 μήνες. Τελικά ναι, αποφάσισα, είναι πιο δύσκολο αυτό που ζούμε τώρα. Ο εγκλεισμός κάποια στιγμή τελειώνει και το ξέρεις. Αυτό που βιώνουμε τώρα είναι πολύ ρευστό. Είναι αυτό που έχει γίνει και σλόγκαν και το κοροϊδεύουμε όλοι: «Οι επόμενες δύο εβδομάδες θα είναι οι πιο κρίσιμες». Έχει καταντήσει αηδία. Φτάνει. Τουλάχιστον στο σπίτι του παιχνιδιού ξέρεις ότι μπαίνεις ημερομηνία Α και βγαίνεις ημερομηνία Β. Εν τω μεταξύ είναι και τραγικό που όσοι θέλουμε να δουλέψουμε, η ζωή μας γίνεται πιο δύσκολη. Ήθελα να πάρω μαρκαδόρους για τo Burgerfest που ήμουν πριν λίγο καιρό και δεν μπορούσα να πάρω. Δεν μπορεί η αγορά των μαρκαδόρων να βοηθάει τη διασπορά του covid. Πραγματικά! Πρέπει κάπως να το ισορροπήσουμε όλο αυτό το πράγμα, δεν γίνεται άλλο.
Θαυμάζεις πιάτα που βλέπεις φέτος να παρουσιάζονται; Οπτικά και σαν κόνσεπτ προφανώς μιας και δεν μπορείς να τα δοκιμάσεις. Σου έκανε κάποιο εντύπωση; Ναι, τα πιάτα δύο παιδιών, του Τζιοβάνι και της Μαργαρίτας. Μου αρέσει ο τρόπος που μαγειρεύουν πάρα πολύ. Τα βλέπω και τα θαυμάζω, θα ήθελα πολύ να τα δοκιμάσω, να τους γνωρίσω, να ακούσω τις ιδέες τους και ενδεχομένως να κάναμε και κάποια στιγμή κάτι μαζί. Και τον Παύλο ξεχωρίζω. Και μαγειρικά αλλά φυσικά και ως χαρακτήρα.
Σε ποιον θα πόνταρες ότι θα κερδίσει; Θέλω στον τελικό Τζιοβάνι-Μαργαρίτα και να το πάρει ο καλύτερος. Αν και πρέπει να το πάρει γυναίκα, για πάρα πολλούς λόγους και το Μαργαριτάκι έχει το χέρι ρε παιδί μου, πώς να στο πω, είναι μαγείρισσα η κοπέλα, τη βλέπεις, είναι μαγείρισσα. Δεν θέλω να αδικήσω τους υπόλοιπους αλλά όλοι έχουμε κάποιους αγαπημένους παίκτες, δεν είμαι κριτής, το λέω σαν θεατής.
Πόσο σε κουράζουν οι φίλοι σου τις αργίες που μαζεύεστε σε σπίτια και μαγειρεύεις και στα ρεπό σου; Χα, χα, χα. Θα σου πω, αυτό το πράγμα το έχω πάρει από τους γονείς μου που μαζευόμασταν και ψήναμε και μαγειρεύαμε, έτσι και στην Ολλανδία το ίδιο έκανα, ήμασταν παρέα από διάφορες χώρες και αυτό που μας ένωνε ήταν το φαγητό, όλοι κάτι είχαν να πουν για την κουλτούρα τους. Η Ιταλίδα, ο Μεξικάνος, η Ολλανδέζα, ο Έλληνας, ο Γάλλος, είχαν όλοι κάτι να πουν γύρω από το φαγητό και αυτό το πράγμα είναι τέλειο. Πραγματικά μου αρέσει πάρα πολύ η εστίαση, το να μαζεύεστε γύρω από ένα τραπέζι, να τρώτε, να περνάτε καλά, είναι ένα από τα καλύτερα πράγματα.
Είσαι από αυτούς που θέλουν να πάρουν τα εύσημα στο τέλος; Ναι, είμαι τέτοιος, ο παππούς μου έλεγε: «Αν θέλεις κάτι να γίνει σωστά, κάντο μόνος σου» και ναι, το έχω το ψώνιο μέσα μου θα το παραδεχτώ. Και ο άλλος λόγος είναι ότι είμαι pleaser, μου αρέσει να ικανοποιώ τους άλλους.
Το όνειρο ποιο είναι; Ένα μαγαζί του εξωτερικού; Ένα δικό σου μαγαζί; Αθήνα, Πάρο ή και κάπου αλλού; Τον τελευταίο χρόνο, ειδικά μετά από όσα έχουμε περάσει, δεν θέλω να κάνω όνειρα μη ρεαλιστικά. Θέλω να προσαρμόζομαι και να στοχεύω σε πράγματα τα οποία είναι εφικτά και αποσκοπούν σε κάτι και μου προσφέρουν κάτι και μπορώ να δώσω κι εγώ κάτι. Αν με ρωτούσες πριν ενάμιση χρόνο, όταν βγήκα από το παιχνίδι, θα σου έλεγα: «Ναι, θέλω να ανοίξω ένα εστιατόριο στην Πάρο». Αυτή τη στιγμή θέλω να ανοίξει η εστίαση, να είμαι στο Simul και να προσφέρουμε φαγητό το οποίο συνεχώς να διαφοροποιείται προς το καλύτερο από τον μέσο όρο των εστιατορίων στην Αθήνα, με ενδιαφέρει πάρα πολύ αυτό και θέλω να στηρίξω και το μαγαζί πάρα πολύ γιατί με έχει στηρίξει και αυτό. Όνειρό μου λοιπόν είναι να είμαστε κάθε μέρα γεμάτοι για τα επόμενα δύο χρόνια και να κάνουμε ωραίες μαγειρικές και να γουστάρουμε όλοι. Μακροπρόθεσμα σίγουρα θέλω να κάνω κάτι δικό μου, κάνω και τις δοκιμές μου στο Burgerfest με το οποίο έχουμε τακτικά επαφές, κάνουμε brainstorming και προσπαθούμε να κάνουμε και κάτι παρέα. Θα δείξει, ναι θέλω πάρα πολύ να έχω τον δικό μου χώρο κάποια στιγμή αλλά δεν νομίζω ότι είμαι 100% έτοιμος γι’ αυτό ακόμα. Δεν είμαι ολοκληρωμένος μάγειρας ακόμα, ψάχνω να βρω την ταυτότητά μου.
Ποιον διάσημο σεφ θα ήθελες να γνωρίσεις; Τον David Chang. Είναι Αμερικανός-Κορεάτης και κάνει ακριβώς αυτό που μου αρέσει κι εμένα, συνδυάζει τη λαογραφία με το φαγητό του. Μέσα από τις δημιουργίες του βγάζει τις μνήμες του από την οικογένειά του, προμοτάρει πάρα πολύ τους μετανάστες στην Αμερική, που αυτοί έκαναν την Αμερική σπουδαία επί της ουσίας, συνδέει πάρα πολλούς ανθρώπους από διαφορετικές εθνικότητες σε ένα τραπέζι (αυτό που μου αρέσει να κάνω κι εγώ με τους φίλους μου) και μιλούν για το πώς συνδέονται οι κουλτούρες του φαγητού μεταξύ τους. Είναι τρομερό να ανακαλύπτεις πόσες ομοιότητες υπάρχουν ανάμεσα σε ένα χωριό της Ελλάδας, της Ιαπωνίας και της Αμερικής. Και μου αρέσει και ο τρόπος με τον οποίο έχει απλοποιήσει τη μαγειρική του.
Ποιο είναι το θετικό στοιχείο που κρατάς από κάθε κριτή του Master Chef; Μου αρέσει η συνέπεια του Κοντιζά, ο λόγος του Κουτσόπουλου και η ηρεμία του Ιωαννίδη.
Όταν τα μαγαζιά ήταν ανοιχτά, ποια ήταν τα αγαπημένα σου μέρη για φαγητό; Το κουτουκάκι της κυρίας Γιώτας στο Κουκάκι. Είναι η μητέρα μου στην Αθήνα, ό,τι πιο κοντά σε μαμά θα βρει κάποιος, πραγματικά. Την εκτιμώ πάρα πολύ, έχει πιάσει την πεμπτουσία της εστίασης η κυρά Γιώτα χωρίς να το καταλάβει ίσως. Μου αρέσει πάρα πολύ το Τραβόλτα, ο Προβελέγγιος, το Nolan, το Feedέλ, είναι μέρη που πήγαινα αρκετά συχνά. Φοβερό σουβλάκι επίσης στον Αχιλλέα στο Νέο Κόσμο, με χειροποίητο γύρο.
Και το αγαπημένο σου ντελίβερι αυτή την περίοδο; Μου αρέσει το PS: Luncheon πάρα πολύ, τα έχω δοκιμάσει όλα τα πιάτα και το EKIBEN by Birdman.