Υπάρχουν κάποιες στιγμές που αναρωτιέται κανείς για την θεατράλε φύση της ελληνικής καθημερινότητας. Μια από αυτές είναι κι αυτή που, μέσα στον καταιγισμό ειδήσεων σχετικά με τα επεισόδια στον Ωρωπό και τα καμένα κουβούκλια των διοδίων, έμαθα, από εμφανώς «στραβωμένο» παρουσιαστή ειδήσεων, για την ευχαριστήρια επιστολή του υπουργού Πολιτισμού Πάνου Παναγιωτόπουλου στον Τζωρτζ Κλούνεϊ.
Δεν με πληροφόρησαν αν το «στράβωμα» οφειλόταν στη ζήλια που οφείλει να δείξει κάθε αρσενικό (το οποίο σέβεται τον εαυτό του) προς το πρόσωπο, του αρρενωπού ηθοποιού ή στο γεγονός ότι θεώρησε την είδηση δευτερεύουσας σημασίας. Γεγονός πάντως είναι ότι κακώς είχε υιοθετήσει μια ξινισμένη μούρη, διότι με το που έσκασε το θέμα twitter και facebook πήραν φωτιά, αποδεικνύοντας ότι το δημοσιογραφικό του ένστικτο του παρουσιαστή είχε πάρει άδεια..
Στη διαδικτυακή μάχη που ακολούθησε πρωταγωνίστησαν κάποιοι που θεώρησαν ότι καλά έκανε ο υπουργός κι ευχαρίστησε τον χολυγουντιανό σταρ, για την στήριξη που έδειξε στο θέμα της επιστροφής των μαρμάρων στην Ελλάδα, ενώ από την αντίπερα όχθη πυροβολούσαν οπαδοί της θεωρίας, η οποία προστάζει ότι τέτοιες πρωτοβουλίες είναι κατάλοιπα του ραγιαδισμού και ως τέτοιες πρέπει να χαρακτηρίζονται κατάπτυστες και να ρίχνονται στην πυρρά.
Όλος αυτός ο πανικός, πάντως, τελικά κατέληξε να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη από το ότι η εξεύρεση λύσης για την επιστροφή των μαρμάρων είναι σοβαρό θέμα. Κι έτσι, μέσα σε όλο αυτό το πάρτι που ακολούθησε, το μόνο που έγινε σαφές είναι πως – για άλλη μια φορά – δείξαμε πόσο πρωταθλητές μπορούμε να γίνουμε στην αντιμετώπιση των προβλημάτων με άκομψες και ατυχείς ενέργειες.
Η κίνηση του επικεφαλής του υπουργείου Πολιτισμού δεν ήταν, βέβαια, εντελώς αδικαιολόγητη, ιδιαίτερα αν αναλογιστεί κανείς ότι τον τελευταίο τον καιρό, με πρωτοβουλία της ελληνικής πολιτείας, κινητοποιήθηκε η Διακυβερνητική Επιτροπή της UNESCO για την Προώθηση της Επιστροφής Πολιτιστικών Αγαθών στις Χώρες Προέλευσής τους ή τον Επαναπατρισμό τους σε Περίπτωση Παράνομης Κτήσης, προκειμένου να παίξει το ρόλο θεσμικού διαμεσολαβητή μεταξύ της ελληνικής και της βρετανικής πλευράς.
Το περιεχόμενο όμως της επιστολής από μόνο του κατέστησε άτυχη την αγαθή πρόθεση, καθώς κυριαρχείται από άφθονο συναισθηματισμό (αυτή η έκφραση για «το αέναο κύμα συμπαράστασης και διεκδίκησης» με έχει χτυπήσει κατευθείαν στην καρδιά), αλλά και εκφραστικά λάθη που θα μπορούσαν να λείπουν.
Δεν είναι δυνατόν, για παράδειγμα, να αναφέρει η επιστολή ότι τα Γλυπτά του Παρθενώνα είναι ξενιτεμένα παρά τη θέλησή τους (!). Δηλαδή υπήρχε περίπτωση αυτοβούλως τα μάρμαρα να εκδήλωναν την πρόθεση να πάνε στη Μ. Βρετανία;
Ενδόμυχα, καθώς διάβαζα την επιστολή, ευχαριστούσα την καλή μας τύχη που ο συντάκτης της δεν έγραψε ότι τα Γλυπτά κρατούνται αιχμάλωτα σε πρωτοφανείς πρωτόγονες συνθήκες κι ότι κακοποιούνται συστηματικά στα corporate dinners τα οποία διοργανώνει τακτικά το Βρετανικό Μουσείο, όπως χαρακτηριστικά σχολίασε ένας καλός φίλος με πολύ έντονη και καυστική την αίσθηση του χιούμορ.
Το ζήτημα όμως παραμένει: εφόσον ενδιαφέρει πραγματικά την πολιτεία το θέμα της επιστροφής των κλεμμένων μαρμάρων, τότε αυτό θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με τη σοβαρότητα που του αρμόζει. Τα επιχειρήματα και η συμπεριφορά της ελληνικής πλευράς θα πρέπει να στηθούν σε μια ορθολογική βάση κι όχι σε σαθρά δακρύβρεχτα θεμέλια.
Ναι, σύμφωνοι, «παράνομα και βίαια αποσπάστηκαν» τα μάρμαρα από τον Παρθενώνα, αλλά η επιστροφή τους απαιτεί κάτι πολύ περισσότερο από μύθους σχετικά με την απαχθείσα, κλαίουσα Καρυάτιδα που θρηνεί κάθε βράδυ, διότι την απομάκρυναν από τις αδερφές της (μόνο αυτό δεν χρησιμοποιήθηκε στην επιστολή!) ή άλλα περιπαθή μελό σχόλια ιδίου τύπου.
Δυστυχώς, φαίνεται πως κι αυτή η υπόθεση, όπως δυστυχώς τόσες άλλες, συνδέεται άμεσα με την συμπεριφορά του ανηλίκου που έχει πάρει πολύ σοβαρά τον εαυτό του, την οποία επιδεικνύουμε ως λαός σε κάθε ζήτημα που μας αφορά, με καταστροφικές συνέπειες.
Κακά τα ψέματα, είμαστε εγωιστές, τα θέλουμε όλα, γιατί πολύ απλά συνήθως δεν ξέρουμε τι θέλουμε. Φωνάζουμε για παράδειγμα για την ιεροσυλία του Έλγιν, ενώ στην πραγματικότητα πολλοί από εμάς δεν έχουμε επισκεφθεί ποτέ τον Ιερό βράχο της Ακρόπολης, αλλά κομπάζουμε για τον Παρθενώνα εκ του μακρόθεν.
Το χειρότερο όμως είναι ότι δεν λέμε να απαλλαγούμε από το σύνδρομο του οσφυοκάμπτη που μας κατατρέχει. Στήσαμε τώρα, λόγου χάρη, ολόκληρο θέμα – πανηγύρι, επειδή ο Τζωρτζ Κλούνεϊ, στα πλαίσια προώθησης της ταινίας του, απάντησε σε ερώτηση Ελληνίδας δημοσιογράφου ότι τάσσεται υπέρ της επιστροφής των μαρμάρων. Ωραία όλα αυτά, αλλά κανείς δε φάνηκε να δίνει σημασία στο εξής απλό: στην πραγματική δυνατότητα που έχει ο ηθοποιός να ασκήσει πίεση στη βρετανική πλευρά για την επίλυση του ζητήματος.
Από μια άποψη, βέβαια, η αμερικάνικη ρήση «any publicity is good publicity» λειτουργούσε πάντα παρηγορητικά για κάθε λαβωματιά της εθνικής μας αυταρέσκειας. Γιατί όχι και τώρα.