Στον πάτο της ΕΕ στην Ελευθερία Τύπου η Ελλάδα – «Βουτιά» 38 θέσεων κατέγραψε η χώρα μέσα σε ένα χρόνο
Σε ελεύθερη πτώση βρίσκεται η ελευθερία του Τύπου στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια, σπάζοντας φέτος κάθε προηγούμενο αρνητικό ρεκόρ.
Στον φετινό Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου που έδωσαν στη δημοσιότητα οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα (RSF), η Ελλάδα έχει πέσει από την 70ή θέση το 2021 σε σύνολο 180 χωρών στην 108η θέση (55,52 βαθμοί).
Όπως επισημαίνει η RSF, «η ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα υπέστη σοβαρά πλήγματα το 2021 και το 2022, με δημοσιογράφους να παρεμποδίζονται τακτικά από την κάλυψη θεμάτων από τη μετανάστευση μέχρι την πανδημία. Επιπλέον, η δολοφονία του βετεράνου αστυνομικού ρεπόρτερ Γιώργου Καραϊβάζ τον Απρίλιο του 2021 παραμένει ανεξιχνίαστη, παρά τις υποσχέσεις της κυβέρνησης για ταχεία διερεύνηση».
Σε σχέση με το μιντιακό τοπίο της χώρας μας, σημειώνεται: «Η εμπιστοσύνη των Ελλήνων στα MME είναι σταθερά μία από τις χαμηλότερες στην Ευρώπη. Λίγοι μεγάλοι ιδιωτικοί όμιλοι όπως ο Skai συνυπάρχουν με εκατοντάδες διαδικτυακά μέσα ενημέρωσης, γεγονός που συμβάλλει σε έναν μεγάλο κατακερματισμό του μιντιακού τοπίου. Η συντριπτική πλειονότητα των μέσων ενημέρωσης ανήκει σε λίγα πρόσωπα που δραστηριοποιούνται επίσης σε άλλους, αυστηρά ρυθμιζόμενους επιχειρηματικούς τομείς. Επιπλέον, ορισμένοι από αυτούς έχουν στενούς δεσμούς με την πολιτική ελίτ. Ο Τύπος είναι επομένως πολύ πολωμένος πολιτικά».
Στη φετινή έκθεση επισημαίνεται ακόμα ότι η εποπτεία των κρατικών ΜΜΕ από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο υπονομεύει την ανεξαρτησία τους και ότι το ΕΣΡ έχει κατηγορηθεί ως αργό και αναποτελεσματικό στις αποφάσεις του, ενώ αναφορά γίνεται και στις αδιαφανείς κρατικές ενισχύσεις προς μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Όμως, ιδιαίτερη αναφορά γίνεται και στο νόμο της Κυβέρνησης Μητσοτάκη που ποινικοποιεί τη διάδοση ψεύτικων ειδήσεων που “επιτρέπει τον ασύμμετρο περιορισμό της ελευθερίας του Τύπου με σαθρά νομικά θεμέλια”. Όπως τονίζεται, «η ποινή πενταετούς φυλάκισης για το αδίκημα της διάδοσης ψευδών πληροφοριών αντίκειται στις διεθνείς δεσμεύσεις της Ελλάδας και τα ευρωπαϊκά νομικά πρότυπα, αποτελεί σοβαρή απειλή για το δικαίωμα των δημοσιογράφων να δημοσιεύουν πληροφορίες για το δημόσιο συμφέρον και αυξάνει τον κίνδυνο αυτολογοκρισίας».
Τέλος, ως προς το κομμάτι της ασφάλειας των δημοσιογράφων στην Ελλάδα, πέρα από τη δολοφονία του Γιώργου Καραϊβάζ, γίνεται αναφορά στην Ολλανδή δημοσιογράφο Ίνγκεμποργκ Μπέουχελ που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα μετά από μία εκστρατεία δυσφήμησης σε βάρος της λόγω της λογομαχίας που είχε με τον Κυριάκο Μητσοτάκη για τις επαναπροωθήσεις μεταναστών, ενώ υπογραμμίζεται επίσης ότι “η αστυνομία καταφεύγει τακτικά σε βία και αυθαίρετες απαγορεύσεις για να παρεμποδίσει τη δημοσιογραφική κάλυψη των διαδηλώσεων και της προσφυγικής κρίσης στα νησιά».
Μιλώντας στο InsideStory που δημοσιεύει εκτενές θέμα για την έκθεση, ο επικεφαλής των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα για την ΕΕ και τα Βαλκάνια Πάβολ Σζάλαϊ παραθέτει τη δική του ερμηνεία για την τόσο μεγάλη υποχώρηση της Ελλάδας στην παγκόσμια κατάταξη.
«Η δολοφονία του Γιώργου Καραϊβάζ είναι μία από τις δύο δολοφονίες δημοσιογράφων στην ΕΕ πέρυσι και, ως εκ τούτου, σηματοδοτεί την επιστροφή των δολοφονιών δημοσιογράφων στην ΕΕ το 2021 (μετά τη δολοφονία της Λάιρα ΜακΚιLyra McKee το 2019 και του Γιάν ΚούτσιακMurder of Ján Kuciak το 2018). Η δολοφονία ενός δημοσιογράφου είναι μια ακραία μορφή λογοκρισίας (όπως είπε ο ιρλανδός συγγραφέας Τζορτζ Μπέρναρντ Σω) που απειλεί κι άλλους δημοσιογράφους μέσω της αυτολογοκρισίας. Η βαρύτητα της υπόθεσης του Γιώργου Καραϊβάζ επιδεινώνεται περαιτέρω από το γεγονός ότι η έρευνα στερείται στοιχειώδους διαφάνειας και φαίνεται να μπλοκάρεται, παρά τις υποσχέσεις της κυβέρνησης για ταχύτητα», αναφέρει ο κ. Σζάλαϊ.
«Ο κατάλογος των θεμάτων της ελευθερίας του Τύπου στην Ελλάδα –που κατατάσσεται πλέον στην 108η θέση του Δείκτη, τελευταία στην ΕΕ και χαμηλότερη από οποιαδήποτε χώρα των Βαλκανίων– είναι δυστυχώς πολύ μακρύς», συνεχίζει. «Τα άλλα θέματα περιλαμβάνουν»:
– απειλές σε δημοσιογράφους από οργανωμένο έγκλημα
– παρακολούθηση δημοσιογράφων (όπως η περίπτωση του Θανάση Κουκάκη)
– δικαστικές αμφισβητήσεις (δίωξη του Κώστα Βαξεβάνη στην υπόθεση Novartis),
– αδιαφανής και άδικη διανομή των δημόσιων κονδυλίων στα ΜΜΕ (για παράδειγμα κατά την πανδημία της Covid-19),
– νομοθεσία που ποινικοποιεί τη διάδοση ψεύτικων ειδήσεων
– αστυνομική βία και αυθαίρετες συλλήψεις δημοσιογράφων
– επιθέσεις κατά δημοσιογράφων και μέσων ενημέρωσης που θεωρούνται ότι υποστηρίζουν την κυβέρνηση
– έλλειψη ανεξαρτησίας των δημοσίων μέσων ενημέρωσης, λεκτικές επιθέσεις,
– στρατηγικές νομικές αγωγές ενάντια στη συμμετοχή του κοινού (SLAPP).
«Το πρόβλημα δεν είναι μόνο η ανικανότητα των ελληνικών αρχών να προστατεύσουν τους δημοσιογράφους, αλλά και αυτό που φαίνεται ως σκόπιμη βούλησή τους να καταστείλουν την ελευθερία του Τύπου. Γι’ αυτό η κατάσταση στην Ελλάδα μπορεί να συγκριθεί με αυτή στην Ουγγαρία του Βίκτορ Όρμπαν. Η προσέγγιση των ελληνικών αρχών για την ελευθερία του Τύπου έρχεται σε πλήρη αντίθεση με εκείνες που υπάρχουν σε άλλες χώρες της ΕΕ όπου δολοφονήθηκαν δημοσιογράφοι: την Ολλανδία, τη Σλοβακία ή ακόμα και τη σημερινή Μάλτα», όπως τονίζει ο κ. Σζάλαϊ.