Γεωργία: «Πέρασε» ο νόμος που περιορίζει τα δικαιώματα της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ+
Ο πρόεδρος του κοινοβουλίου της Γεωργίας Σάλβα Παπουασβίλι δήλωσε με σημερινή καταχώρισή του στο Facebook, μερικές εβδομάδες πριν από τις βουλευτικές εκλογές, ότι υπέγραψε ο ίδιος, αντί της προέδρου της χώρας, το νόμο περί «οικογενειακών αξιών» που περιορίζει τα δικαιώματα της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ+.
Βουλευτές του κυβερνώντος κόμματος Γεωργιανό Όνειρο ενέκριναν τον περασμένο μήνα το νομοσχέδιο, το οποίο απαγορεύει τη φυλομετάβαση και ενδέχεται να θέσει εκτός νόμου τις πορείες υπερηφάνειας και την επίδειξη της σημαίας της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ+ με τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Το κόμμα υποστηρίζει ότι ο νόμος αυτός είναι απαραίτητος για να προστατευθεί η Ορθόδοξη Εκκλησία της Γεωργίας από ξένους.
Η πρόεδρος Σαλομέ Ζουραμπισβίλι, η οποία επικρίνει το κυβερνών κόμμα, αρνήθηκε να υπογράψει το νομοσχέδιο ώστε να αποκτήσει ισχύ νόμου. Το Γεωργιανό Όνειρο και οι σύμμαχοί του στο κοινοβούλιο είχαν ωστόσο αρκετές έδρες για να υπερκεράσουν την αντίθεσή της.
Ακτιβιστές της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ+ στη Γεωργία λένε πως ο νόμος αυτός συνιστά απόπειρα του Γεωργιανού Ονείρου να αυξήσει την υποστήριξή του μεταξύ των συντηρητικών ψηφοφόρων πριν από τις εκλογές της 26ης Οκτωβρίου, στις οποίες το κόμμα επιδιώκει μια άνευ προηγουμένου τέταρτη θητεία στην εξουσία.
Μερικές δυτικές χώρες έχουν επικρίνει το νομοσχέδιο, χαρακτηρίζοντάς το στροφή προς τον αυταρχισμό και ευθυγράμμιση με τη Ρωσία σε μια χώρα η οποία είχε στραφεί κυρίως προς τη Δύση μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης.
Δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το Γεωργιανό Όνειρο παραμένει το δημοφιλέστερο μεμονωμένο κόμμα στη χώρα, απέναντι σε μια διαιρεμένη αντιπολίτευση, αν και έχει χάσει έδαφος από το 2020, όταν είχε κερδίσει σχεδόν 50% των ψήφων και μια μικρή πλειοψηφία στο κοινοβούλιο.
Το Γεωργιανό Όνειρο, ένα κόμμα που έχει ιδρυθεί από τον πλουσιότερο άνθρωπο της χώρας, έχει επίσης θεσπίσει ένα νόμο που απαιτεί από οργανώσεις που λαμβάνουν χρηματοδότηση από το εξωτερικό να καταγράφονται ως ξένοι πράκτορες. Επικριτές υπογραμμίζουν πως η εν λόγω νομοθεσία έχει ως πρότυπο αντίστοιχο ρωσικό νόμο που ποινικοποιεί τη διαφωνία στη Ρωσία.