Τρεις ΜΚΟ ζητούν να σταματήσουν να επαναθυματοποιούνται τα παιδιά που έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση
Την ανάγκη της μετατόπισης του δημοσίου διαλόγου από τους θύτες στα θύματα τόνισαν τρεις μη κυβερνητικές οργανώσεις σε διαδικτυακή συνέντευξη Τύπου για την προστασία των παιδιών που έχουν υποστεί σεξουαλική κακοποίηση. Τα Παιδικά Χωριά SOS, το Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού και η Terre des Hommes Hellas, σε συνεργασία με τον Συνήγορο του Πολίτη, ο οποίος εξέδωσε σχετικό πόρισμα, ζητούν την άμεση λειτουργία των Αυτοτελών Γραφείων Ανήλικων Θυμάτων «Σπίτια του Παιδιού», δηλαδή την εφαρμογή της πρακτικής που ακολουθείται διεθνώς, ώστε τα παιδιά να καταθέτουν με ασφάλεια και χωρίς να τραυματίζονται ξανά από τις δικονομικές διαδικασίες που έχουν σαν στόχο την απόδοση της δικαιοσύνης.
«Στη χώρα μας, παρότι έχουμε υιοθετήσει τις βασικές αρχές και τις επιταγές της διεθνούς σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού αλλά και άλλων κοινοτικών Οδηγιών, ακόμα, τα ανήλικα θύματα επαναθυματοποιούνται δεκάδες φορές» σημείωσε η επίκουρη καθηγήτρια Εγκληματολογικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης και πρώην πρόεδρος του Κεντρικού Επιστημονικού Συμβουλίου για την Αντιμετώπιση της Θυματοποίησης & της Εγκληματικότητας των Ανηλίκων (Κ.Ε.Σ.Α.Θ.Ε.Α.) Όλγα Θεμελή. «Οι διαδικασίες της προανάκρισης, της κύριας ανάκρισης, της πραγματογνωμοσύνης κ.ο.κ. δεν έχουν τέλος. Διαρκούν για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, επαναλαμβάνονται και τα παιδιά χρειάζονται να διαβούν το κατώφλι μη φιλικών προς αυτά δομών και φορέων και να εξεταστούν από πολλούς διαφορετικούς επαγγελματίες, δίχως καμία εκπαίδευση. Αυτό συνιστά μια δευτερογενή θυματοποίηση» εξήγησε η κ. Θεμελή.
Στον ίδιο ακριβώς τόνο η πρώην Εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Ξένη Δημητρίου τόνισε ότι «είναι ίσως το σοβαρότερο πρόβλημα για τη χώρα μας η κακοποίηση των ανηλίκων και η αντιμετώπιση της από το δικαστικό σύστημα μέχρι τώρα», προσθέτοντας ότι «σε πολλές χώρες που έχω επισκεφτεί έχω νιώσει άβολα για τη χώρα μου που δεν έχει φροντίσει να θωρακίσει αυτά τα παιδιά, τα κακοποιημένα, ειδικά τα κακοποιημένα σεξουαλικά, με ένα σύστημα φιλικό ώστε να έχουμε έγκυρη κατάθεσή τους και αξιοποιήσιμη δικανικά, αλλά συγχρόνως να μην έχουμε τη δευτερογενή τους κακοποίηση μέσα στο σύστημα».
Τα «Σπίτια του Παιδιού» είναι μια καλή πρακτική που όπως εξήγησαν οι δύο ομιλήτριες εφαρμόζεται εδώ και αρκετές δεκαετίες, όχι μόνο στις ΗΠΑ ή σκανδιναβικά κράτη αλλά πλέον και σε γειτονικές μας χώρες, όπως η Βουλγαρία που το 2018 διέθετε 20 τέτοιες δομές με την ονομασία «Μπλε Δωμάτια».
Το Κ.Ε.Σ.Α.Θ.Ε.Α. θεσμοθέτησε και προετοίμασε, σε συνεργασία με την Γενική Γραμματεία Αντεγκληματικής Πολιτικής, η οποία τότε υπαγόταν στο υπουργείο Δικαιοσύνης, τις δομές για τα «Σπίτια του Παιδιού» σε πέντε πόλεις: την Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τον Πειραιά, την Πάτρα και το Ηράκλειο Κρήτης. Επίσης, όπως είπε η κ. Θεμελή «συνέταξε το πρώτο δομημένο πρωτόκολλο δικανικής εξέτασης για παιδιά. Δηλαδή, ο τρόπος που λαμβάνεται η κατάθεση ακολουθεί κάποια συγκεκριμένα βήματα, έχει πολύ συγκεκριμένη δομή, όπως συμβαίνει στο εξωτερικό. Δεν εναπόκειται στη διαίσθηση, στη γνώση ή στον ερασιτεχνισμό των λειτουργών της Δικαιοσύνης αλλά είναι ένα εργαλείο πάρα πολύ χρήσιμο». Όμως, ο νόμος και το θεσμικό πλαίσιο δεν έχει εφαρμοστεί ακόμα από το 2017. Μετά την πρόσφατη δημοσίευση του σχετικού πορίσματος του Συνηγόρου του Πολίτη, οι τρεις οργανώσεις έχουν στείλει επιστολές στους αρμόδιους πολιτειακούς φορείς, χωρίς ωστόσο να λάβουν προς το παρόν απάντηση. Πρακτικά αυτό συνεπάγεται, εκτός του περαιτέρω τραυματισμού των θυμάτων, και σοβαρά προβλήματα ως προς την αξιοπιστία των καταθέσεών τους. Η κυρία Θεμελή εξηγεί ότι «ο στόχος είναι η λήψη μίας μόνο κατάθεσης σε μια μόνο ώρα και αυτό γιατί οι πολλαπλές καταθέσεις επηρεάζουν πάρα πολύ τη μνημονική ικανότητα των παιδιών. Η ανάκληση δηλαδή μνημονικών ιχνών που έχουν μείνει ακόμα και για χρόνια κρυμμένο μυστικό, όσες περισσότερες φορές γίνεται προσπάθεια να έρθουν στο φως, τόσο μεγαλύτερη ζημιά μπορεί να επέλθει. Μιλάμε για επιμόλυνση, για φθορά, για καταστροφή της μνήμης». Ειδικά δε στις μικρότερες ηλικίες που ανήκουν, δυστυχώς, τα περισσότερα θύματα, αχρηστεύονται ακόμα περισσότερο οι μαρτυρίες τους. Είναι εξαιρετικά σημαντικό η κατάθεση να είναι μια διαδικασία όσο το δυνατόν πιο φιλική αλλά και αξιόπιστη, καθώς ο μοναδικός μάρτυρας της κακοποίησης είναι το ίδιο το παιδί. «Γι αυτό τονίζουμε την έλλειψη αποδεικτικών στοιχείων και τη σημασία της μαρτυρίας» υπογραμμίζει η κ. Θεμελή, προσθέτοντας ότι «πρέπει να μάθουμε να ακούμε επιστημονικά, όχι μόνο με ενσυναίσθηση αλλά και με επιστημοσύνη». «Στις περιπτώσεις των ανηλίκων δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία, δεν έχουμε άλλου είδους ευρήματα. Ίσως είναι το μοναδικό έγκλημα τόσο υψηλής ηθικοκοινωνικής απαξίας που δεν μπορούμε να το αποδείξουμε γιατί οι πιο πολλές πράξεις είναι πράξεις ασέλγειας χωρίς ευρήματα παθογονικά. Δηλαδή ακόμη και μια ιατροδικαστική εξέταση θα είναι καθαρή. Πώς θα αποδείξει λοιπόν ένα παιδί την παραβίαση;».
Περιγράφοντας την διαδικασία που ακολουθείται σε τέτοιες περιπτώσεις στο εξωτερικό, η κ. Ξένη Δημητρίου ανέφερε ότι «ολόκληρη διεπιστημονική ομάδα παρακολουθεί την κατάθεση που γίνεται όμως από έναν μόνο ειδικά εκπαιδευμένο συνεντευκτή. Οι υπόλοιποι επαγγελματίες, όπως είναι ο εισαγγελέας, ο ανακριτής, ο ιατροδικαστής, πολλές φορές και ο δικηγόρος του δράστη παρακολουθούν από διαφορετικό δωμάτιο και έχουν τη δυνατότητα μέσω ακουστικού να υποβάλλουν ερωτήσεις τις οποίες όμως ξέρει ο συνεντευκτής με ποιο τρόπο θα τις θέσει στο παιδί ώστε να απαντηθούν τα ερωτήματα των εμπλεκομένων στην υπόθεση». Αντίστοιχη διαδικασία, εξήγησε η κ. Δημητρίου, ακολουθείται και σε περιπτώσεις διαζυγίου για θέματα επιμέλειας που έχουν σαν αφορμή την κακοποίηση μέσα στην οικογένεια. «Μια εισαγγελία είναι τρομακτικό κτήριο ακόμα και για ενήλικες που μπαίνουν για να καταθέσουν, πόσο μάλλον για τα παιδιά» συμπλήρωσε η κ. Δημητρίου, συνηγορώντας ότι δεν αρκεί απλά να βαφτίσουμε ένα κτήριο «Σπίτι του Παιδιού» αλλά πρόκειται για μια δομή προετοιμασμένη κατάλληλα για αυτό το σκοπό. Επιπλέον, «στην Ελλάδα απουσιάζει ένα σύστημα που να διασφαλίζει την προστασία του παιδιού από τη διαρροή των προσωπικών του δεδομένων και η δημοσιοποίηση από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης των λεπτομερειών της κακοποίησης του» τόνισε η πρώην εισαγγελέας του Αρείου Πάγου υπενθυμίζοντας το πρόσφατο περιστατικό της Θεσσαλονίκης.
«Μια εισαγγελία είναι τρομακτικό κτήριο ακόμα και για ενήλικες που μπαίνουν για να καταθέσουν, πόσο μάλλον για τα παιδιά»
«Εάν εσείς το αντιμετωπίζατε σαν ενήλικες, πραγματικά θα βγαίνατε από αυτή τη διαδικασία αλώβητοι;» διερωτήθηκε εκ μέρους της οργάνωσης Παιδικά Χωριά SOS, ο κ. Στέργιος Σιφνιός. Μάλιστα, ο κ. Σιφνιός ζήτησε από τους συμμετέχοντες στην διαδικτυακή συζήτηση να μπουν στη θέση ενός παιδιού που το βρίσκει η αστυνομία, μετά την κακοποίησή του, η οποία δεν είναι απίθανο να έχει συμβεί υπό την επήρεια ουσιών ώστε να διευκολυνθεί ο θύτης. «Η αστυνομία μπαίνει εξ αρχής σε διαδικασία ανάκρισης γιατί κανείς δεν τους έχει πει ότι το παιδί αυτό που πρώτα χρειάζεται είναι η φροντίδα. Υφίσταται λοιπόν αυτό το παιδί σε αυτή την κατάσταση ερωτήσεις: τι έγινε; τι σου κάνανε; πώς στο κάνανε;» τόνισε ο κ. Σιφνιός, επισημαίνοντας ότι τα Παιδικά Χωριά SOS βάζουν αμέσως τα ανήλικα θύματα στη διαδικασία της θεραπείας και της προετοιμασίας για τον Γολγοθά που θα ακολουθήσει. Πρόκειται για «καταπάτηση του βασικού δικαιώματος του παιδιού να έχει προστασία σε μια στιγμή η οποία θα είναι η πιο οδυνηρή σε όλη του τη ζωή και θα τον/την ακολουθεί για πάντα» σημείωσε ο κ. Σιφνιός.
Μιλώντας εκ μέρους της Terre des Hommes Hellas, η κ. Μελίνα Σπαθάρη τόνισε ότι «ο ρόλος της δικαιοσύνης δεν πρέπει να είναι στείρα τιμωρητικός αλλά αντίθετα επανορθωτικός. Το βάρος δεν πρέπει να δίνεται αποκλειστικά στην τιμωρία του δράστη αλλά ταυτόχρονα και πρωτίστως στη φροντίδα του θύματος. Αυτό είναι κάτι που συχνά το ξεχνάμε και το βλέπουμε και τις τελευταίες ημέρες πού επικεντρώνεται ο δημόσιος διάλογος. Σε μια ιστορία κακοποίησης πρωταγωνιστής είναι το παιδί που καταγγέλλει την κακοποίηση, όχι ο θύτης. Η διαδικασία που προβλέπεται για τα «Σπίτια του Παιδιού» και το πρωτόκολλο δικανικής εξέτασης επιβάλλουν την αξιολόγηση των αναγκών του παιδιού και την κατάθεση του με τέτοιο τρόπο ώστε το παιδί να μην αποκτά δευτερεύοντα ρόλο, να μην εργαλειοποιείται στο πλαίσιο της ανακριτικής διαδικασίας στην προσπάθεια καταδίκης του δράστη αλλά αντίθετα να λαμβάνει την φροντίδα που πρέπει και να υποστηρίζεται σωστά καθ’ όλη τη διάρκεια».
«Είναι αρκετά απογοητευτικό ότι στην Ελλάδα είναι πολύ συνηθισμένη η φράση ότι “τα παιδιά είναι το μέλλον μας” και “πρώτα το παιδί” αλλά στην πράξη δεν ισχύει αυτό και νομίζω ότι ένα πολύ καλό παράδειγμα είναι η περίπτωση των “Σπιτιών του Παιδιού”» σημείωσε ο Πάνος Χριστοδούλου, από την οργάνωση Δίκτυο για τα Δικαιώματα του Παιδιού, προσθέτοντας ότι «με προβληματίζει πάρα πολύ το γεγονός ότι συζητάμε για ένα μέτρο στο πλαίσιο της καταστολής και δεν έχουμε φτάσει στο σημείο να συζητάμε για την πρόληψη που είναι και το πιο σημαντικό. Προφανώς είναι αναγκαία τα “Σπίτια του Παιδιού” αλλά καλό θα ήταν να μη χρειαζόταν να τα χρησιμοποιήσουμε ποτέ. Θα έπρεπε δηλαδή να γίνει πολύ μεγαλύτερη προσπάθεια στην εκπαίδευση όλων, παιδιών και ενηλίκων, και στην εδραίωση αντιλήψεων πολύ διαφορετικών από αυτές που υπάρχουν τώρα. Αυτή είναι μια πολύ αργή και κοπιαστική εργασία που όμως είναι απαραίτητη και δυστυχώς μέχρι στιγμής ό,τι γίνεται είναι αποσπασματικό και χωρίς διάρκεια».