Στις 2 Αυγούστου του 1997 φεύγει από τη ζωή ο Γουίλιαμ Μπάροουζ
O Γουίλιαμ Μπάροουζ (5 Φεβρουαρίου 1914 – 2 Αυγούστου 1997) ήταν Aμερικανός νοβελίστας, δοκιμιογράφος, ζωγράφος. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του είναι αυτοβιογραφικό, βασιζόμενο στις προσωπικές του εμπειρίες από τον εθισμό του στο όπιο, γεγονός που σημάδεψε τα τελευταία 50 χρόνια της ζωής του. Καθοριστική παρουσία της Μπητ γενιάς, ήταν ένας αβάν-γκαρντ συγγραφέας που επηρέασε τη λαϊκή κουλτούρα αλλά και τη λογοτεχνία. Το 1984 εκλέχθηκε μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας και Ινστιτούτου Γραμμάτων και Τεχνών.
Ο Μπάροουζ γεννήθηκε το 1914 και ήταν ο νεώτερος από τους δύο γιους του Μόρτιμερ Π. Μπάροουζ και της Λάουρα Χάμμον Λι. Ο παππούς του ίδρυσε εταιρεία με καινοτόμους αριθμητικούς υπολογιστές που είχε εφεύρει ο ίδιος. Η μητέρα του ήταν κόρη ιερέα και ο πατέρας του είχε κατάστημα με αντίκες και είδη δώρου.
Παρακολούθησε μαθήματα στο σχολείο Τζον Μπάροουζ, στο Σεντ Λούις του Μιζούρι. Εκεί έγραψε το πρώτο του δοκίμιο με τίτλο «Προσωπικός μαγνητισμός», το οποίο εκδόθηκε στην εφημερίδα του σχολείου το 1929. Μετά γράφτηκε στο σχολείο Λος Άλαμος Ραντς, στο Νέο Μεξικό, το οποίο ήταν πιεστικό γι’ αυτόν. Ήταν ένα σχολείο όπου «οι ανώριμοι γιοί των πλουσίων μπορούσαν να μεταμορφωθούν σε ευγενείς κύριους». Εκεί ένιωσε ερωτική επιθυμία για ένα συμφοιτητή του και κράτησε κρυφό ημερολόγιο για το γεγονός το οποίο απέκρυψε, σε όλη την εφηβεία του αλλά και ως ενήλικος, μέχρι την έκδοση του βιβλίου «Γυμνό Γεύμα», με το οποίο θεωρήθηκε από το κοινό ομοφυλόφιλος συγγραφέας. Τελικά αποβλήθηκε από το σχολείο λόγω ενός καυγά με συμμαθητή του.
Αποφοίτησε από το σχολείο Τέιλορ στο Σεντ Λούις το 1932 και πήγε στο Χάρβαρντ για να αποκτήσει πτυχίο καλών τεχνών. Το καλοκαίρι δούλεψε σαν ρεπόρτερ σε τοπική εφημερίδα αλλά η δουλειά δεν του άρεσε και αρνήθηκε να καλύψει κάποια γεγονότα, όπως το πνιγμό ενός παιδιού. Το ίδιο καλοκαίρι είχε τη πρώτη του σεξουαλική εμπειρία με μια πόρνη. Παράλληλα με τις σπουδές του στο Χάρβαρντ έκανε ταξίδια στη Νέα Υόρκη και πήγαινε σε πιάνο μπαρ και μέρη όπου σύχναζαν ομοφυλόφιλοι μαζί με τον ευκατάστατο φίλο του Ρίτσαρντ Στερν.
Αποφοίτησε από το Χάρβαρντ το 1936. Οι γονείς του αποφάσισαν μετά την αποφοίτησή του να του παραχωρήσουν μηνιαίο εισόδημα 200 δολάρια, γενναιόδωρο για την εποχή ποσό. Ήταν αρκετό για να τον συντηρεί και εγγυόταν την άνετη ζωή του για τα επόμενα 25 χρόνια. Αυτό το εισόδημα αποτέλεσε το εισιτήριο για την ελευθερία του, του έδωσε τη δυνατότητα να ζει όπου θέλει χωρίς την ανάγκη για σκληρή εργασία. Τα χρήματα αυτά προέρχονταν από τη πώληση των δικαιωμάτων της εφεύρεσης του παππού του Μπάροουζ, για 200.000 δολάρια κατά το οικονομικό κραχ του 1929.
Αφού έφυγε από το Χάρβαρντ σπούδασε για μικρό διάστημα ιατρική στη Βιέννη. Ταξιδεύοντας στην Ευρώπη ήρθε σε επαφή με ομοφυλόφιλους εκεί, έβρισκε αγόρια στις δημόσιες τουαλέτες και κινούταν σε περιθωριακούς κύκλους. Εκεί γνώρισε την Ίλζε Κλάππερ, μια εβραία που κρυβόταν από το ναζιστικό καθεστώς. Αν και δεν είχαν ποτέ σχέση την παντρεύτηκε, παρά την αντίθεση των γονιών του, για να της εξασφαλίσει την είσοδο στις Η.Π.Α. Μετά την είσοδό της στη χώρα χώρισαν αλλά παρέμειναν φίλοι για πολλά χρόνια. το 1939, η ψυχική του υγεία απασχόλησε τους γονείς του, ιδίως μετά τον αυτοτραυματισμό του στο δάχτυλο του χεριού για να εντυπωσιάσει έναν άντρα. Αυτό το γεγονός τον οδήγησε να γράψει τη μικρού μήκους ιστορία «Το Δάχτυλο».
Οι υπεύθυνοι του εκδοτικού οίκου που έβγαλε το «Γυμνό Γεύμα» συνελήφθησαν λόγω του άσεμνου περιεχομένου του και το στοκ κατασχέθηκε . Tρία χρόνια μετά ακολούθησε η δίκη του συγγραφέα σχετικά με το βιβλίο και μόλις τον Ιούλιο του 1966 το Aνώτατο Δικαστήριο της Mασαχουσέτης αποφάσισε να επιτρέψει την κυκλοφορία του βιβλίου, μια ιστορική απόφαση που σημείωσε το τέλος της λογοκρισίας στις HΠA, στο πεδίο της λογοτεχνίας. Μαζί με το «Στο δρόμο» του Kέρουακ και το «Oυρλιαχτό» του Γκίνσμπεργκ αποτελούν πλέον την «κoρυφαία τριάδα» της μπητ γενιάς στη λογοτεχνία.
Ο Μπάροουζ κατατάχθηκε στο στρατό των Η.Π.Α το 1942, αμέσως μετά το βομβαρδισμό του Περλ Χάρμπορ που έφερε τις Η.Π.Α στο Δεύτερο Παγκόσμιο, αλλά όταν αξιολογήθηκε ως απλός στρατιώτης και όχι αξιωματικός απογοητεύτηκε. Η μητέρα του τον απάλλαξε από τη στρατιωτική θητεία λόγω προϋπάρχουσας πνευματικής διαταραχής. Η διαδικασία πήρε 5 μήνες και όταν τελικά ήταν ελεύθερος, μετακόμισε στο Σικάγο ακολουθώντας 2 φίλους, τον Λουσιέν Καρ και τον Ντέιβιντ Κάμερερ. Στο νέο επαγγελματικό του ξεκίνημα, έκανε απεντομώσεις, μια και οι δυνατότητες απασχόλησης το 1942 στην πόλη του Σικάγου ήταν περιορισμένες. Το 1944 ο Μπάροουζ συγκατοίκησε με την Τζόαν Βόλμερ Άνταμς σε ένα διαμέρισμα που μοιράζονταν με τον Τζακ Κέρουακ και την Έντυ Πάρκερ , πρώτη σύζυγο του Κέρουακ.