Σάλι Χόρνερ: Η αληθινή ιστορία της 11χρονης που έγινε πηγή έμπνευσης για τη «Λολίτα» του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ
Εάν δεν είχε περάσει πλέον στο Πάνθεον της κλασσικής λογοτεχνίας και δεν είχε παγιωθεί ως συμβολική εικόνα στο κοινωνικό (και κυρίως στο ανδρικό) ασυνείδητο, το πασίγνωστο μυθιστόρημα του Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ «Λολίτα» υπό τις σημερινές αντιλήψεις περί πορνογραφίας και δικαιωμάτων των ανηλίκων θα είχε καταδικασθεί στο «πύρ το εξώτερον» και ο συγγραφέας του αντί για λογοτεχνικές δάφνες θα είχε χαθεί σε έναν κυκεώνα δικών και διώξεων.
Η επιτυχία της Λολίτας όμως, εάν δεν καθαγιάζει το θέμα –κοινωνικό ταμπού , το έχει καταστήσει θεμιτό λογοτεχνικά και συνάμα έχει επικυρώσει μία αρχέτυπη εικόνα, που επιβιώνει ως πρότυπο επιθυμίας από την αρχαιότητα έως σήμερα.
Η ισπανική εφημερίδα El Pais με ένα δημοσίευμα του ανταποκριτή της στη Νέα Υόρκη, επανέρχεται στο αντικείμενο του βιβλίου, βάσει μίας νέας μελέτης που από σήμερα θα πωλείται στα αμερικανικά και βρετανικά βιβλιοπωλεία και υπογραμμίζει την μεγάλη ομοιότητα που έχουν η πλοκή της «Λολίτας» με τα αληθινά γεγονότα της ιστορίας της 11χρονης Σάλι Χόρνερ, που στο μακρινό 1948 είχε απαχθεί και κακοποιηθεί από έναν παιδεραστή, ονόματι Φρανκ Λα Σαλ, επί δύο χρόνια σε μία απόμακρη κρυψώνα. Ίσως η αφήγηση από τις εφημερίδες της περιπέτειάς της, έδωσε έμπνευση στον Ναμπόκοφ, που την περίοδο 1950-52 βρισκόταν σε αδιέξοδο με την συγγραφή του βιβλίου του «Το βασίλειο κοντά στη θάλασσα», που δεν μπορούσε να τελειώσει. Η ιστορία της Σάλι, φαίνεται του ενέπνευσε νέο οίστρο, ο οποίος ενσαρκώθηκε στην πλοκή της «Λολίτας», βιβλίο που τον εκτόξευσε στο παγκόσμιο λογοτεχνικό στερέωμα.
«Η πρόταση αυτή της συγγραφέως Σάρα Γουάινμαν στο βιβλίο της The Real Lolita: The kidnapping of Sally Horner (Ecco) (Η αληθινή Λολίτα: η απαγωγή της Σάλι Χόρνερ), καρπού μίας τετράχρονης έρευνας για την αληθινή ταυτότητα του δίδυμου (αλλά με σάρκα και οστά) χαρακτήρα της Λολίτας, εμβαθύνει μία υπόθεση που ήταν από καιρό γνωστή, αλλά δεν είχε καταγραφεί στην πληρότητά της», τονίζει η εφημερίδα. «Ήδη από το 2005, ο Ρώσος πανεπιστημιακός Αλεξάντερ Νταλίνιν, ειδήμων στο έργο του Ναμπόκοφ, είχε αποκαλύψει τις απίστευτες ομοιότητες ανάμεσα στην Σάλι Χόρνερ και την ηρωΐδα του βιβλίου Ντολόρες Χέιζ. Αμφότερες ήσαν καστανές, οι μητέρες τους ήσαν χήρες, απήχθησαν σχεδόν την ίδια ηλικία και οι συνθήκες της κράτησής τους ήσαν σχεδόν παρόμοιες», προσθέτει το δημοσίευμα.
«Η ζωή της Σάλι, που ήταν βραχύχρονη και τραγική, αποτελεί την απαρχή άλλων δεινών που υπέφεραν γυναίκες και κορίτσια. Με το βιβλίο τούτο θέλησα να καταστήσω αθάνατη τη Σάλι, διότι η ζωή της είχε σημασία και εξακολουθεί να έχει», υποστηρίζει από την πλευρά της η συγγραφέας.
Κατά την El Pais, η ιστορία ξεκινά στο Κάμντεν, του Νιου Τζέρσεϊ, όπου ζούσε η Σάλι με τη μητέρα της. Μία ημέρα, η 11χρονη μαζί με κάποιες φίλες της τολμά να κλέψει ένα τετράδιο, αξίας 5 σέντς. «Σχεδόν αμέσως μετά την σταματά ένας άνδρας, που δηλώνει πράκτορας του FBI, λέγοντάς της πως πρέπει να περάσει κάποιες μέρες στο αναμορφωτήριο. Απέναντι στις γοερές της παρακλήσεις, της δηλώνει πως δεν τη συλλαμβάνει, όμως με την προϋπόθεση να παραμείνει σε επαφή μαζύ του και να υπακούει σε ό,τι την διατάσσει στο μέλλον».
«Όμως ο πράκτορας δεν είναι αληθινός, είναι ο 50χρονος ΛαΣαλ, ένας απλός μηχανικός με βεβαρυμμένο παρελθόν για ασέλγεια σε ανήλικους. Λίγο αργότερα παρουσιάζει στη Σάλι μία καινούργια αποστολή που οφείλει, στο πλαίσιο της ποινής, να εκτελέσει: να τον συνοδεύσει στο Ατλάντικ Σίτι, την πόλη των καζίνο στην Ανατολική Ακτή. Για να πεισθεί η μητέρα της, η Σάλι θα πρέπει να την πείσει πως θα περάσει κάποιες εβδομάδες στο σπίτι μίας φίλης. Η μητέρα έχει αμφιβολίες αρχικά, αλλά μετά βλέπει στην επίσκεψη αυτή τη δυνατότητα διακοπών που η ίδια δεν μπορεί να προσφέρει στη μικρή. Συνόδευσε λοιπόν την κόρη της στο λεωφορείο κι έκτοτε την έχασε, για να την ξαναδεί 21 μήνες αργότερα, όταν η Σάλι κατόρθωσε να τηλεφωνήσει στην οικογένειά της από την Καλιφόρνια, χάρις στη βοήθεια μίας γειτόνισσας. Όμως το δράμα της ζωής της δεν είχε τέλος, καθώς δύο χρόνια μετά την επιστροφή της στο σπίτι, έχασε τη ζωή της σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα», τονίζει η εφημερίδα, επικαλούμενη το βιβλίο.
Κατά την El Pais, «η υπόθεση Σάλι Χόρνερ επηρέασε τον Ναμπόκοφ, ο οποίος μάλιστα έκανε και μία άμεση αναφορά σε αυτήν στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου: «Θα έκανε άραγε με την Ντόλι ο ίδιος εκείνο που έκανε ο Φρανκ ΛαΣαλ, ένας 50χρονος μηχανικός το 1948 με την 11χρονη Σάλι Χόρνερ;» Το 1952 μάλιστα ο Ναμπόκοφ αντέγραψε ένα τυλέτυπο για τον θάνατο της Σάλι σε μία από τις σημειώσεις, που χρησιμοποιούσε για την πλοκή της Λολίτας, και η οποία σήμερα φυλάσσεται στη Βιβλιοθήκη του Κογκρέσου στην Ουάσιγκτον. Λίγους μήνες αργότερα κατόρθωνε να ολοκληρώσει το μυθιστόρημα».
«Η ιστορία της Σάλι είχε σημασία για τον Ναμπόκοφ, γιατί δεν θα μπορούσε να τελειώσει τη Λολίτα εάν δεν είχε διαβάσει για την απαγωγή», τονίζει η ίδια Γουάινμαν, που είναι πεπεισμένη πως ο συγγραφέας γνώριζε την υπόθεση από το 1950, στην αρχική κιόλας φάση της σύλληψης του μυθιστορήματος. Στοιχεία για τούτο δεν υπάρχουν, όμως υπάρχουν πλήθος ενδείξεις. Για παράδειγμα, ο ήρωας της Λολίτας Χάμπερτ Χάμπερτ επίσης απειλεί να κλείσει την ανήλικη σε αναμορφωτήριο και στο τελευταίο κεφάλαιο εκφράζει φόβο «μην καταδικασθεί σε 35 χρόνια για βιασμό» ανηλίκου, όμως είναι βέβαιος πως θα «απαλλαγεί για τις υπόλοιπες κατηγορίες». Αυτή ήταν ακριβώς η καταδικαστική απόφαση για τον ΛαΣαλ», τονίζεται στο δημοσίευμα.
Όμως, «έως την ύστατη στιγμή, ο Ναμπόκοφ πάντοτε αρνείτο πως η υπόθεση Χόρνερ του ενέπνευσε την πλοκή και τα πρόσωπα. «Η Λολίτα ποτέ δεν είχε ένα πρότυπο. Γεννήθηκε στο μυαλό μου, ποτέ δεν υπήρξε. Ενώ έγραφα το βιβλίο, εμφανίσθηκαν στις εφημερίδες όλων των ειδών ιστορίες για ενηλίκους που κυνηγούσαν μικρά κορίτσια. Ήταν μία ενδιαφέρουσα συγκυρία, τίποτε περισσότερο όμως», τόνισε ο ίδιος στο BBC το 1962. Το ίδιο έγινε, μέσω της συζύγου του, το 1963, όταν το περιοδικό Nugget τον κατηγόρησε πως δεν εφηύρε τίποτε και πως αντέγραψε αυτολεξεί την ιστορία της Σάλι Χόρνερ, προσθέτοντας πως για τη συγγραφή της Λολίτας μελέτησε πολλές ανάλογες περιπτώσεις».
«Για την Γουάινμαν, γράφει η El Pais, η αντίδραση του Ναμπόκοφ είναι κατανοητή: όπως τονίζει, το ζεύγος εκτιμούσε την τέχνη για την τέχνη. Ο,τιδήποτε υπαινίσσεται μία σχέση με την καθημερινή ζωή θεωρούσαν ότι αφαιρεί τη μαγεία της δημιουργικότητας».