Μητρόπολη Πειραιά: «Ανούσιες» οι εκδηλώσεις για τον Μίκη Θεοδωράκη
Η Μητρόπολη Πειραιά, με ένα απερίγραπτο κείμενο, αναφέρεται στην απώλεια του μεγάλου μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, για να ασκήσει κριτική στον τρόπο που ένας ολόκληρος λαός τον αποχαιρέτισε.
Το κείμενο υπογράφεται από το «Γραφείο επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών» κι έχει τίτλο «Ανησυχητικά φαινόμενα ειδωλοποιήσεως ανθρώπων σπουδαίων κατά κόσμον». Ολόκληρο το κείμενο στην επίσημη ιστοσελίδα της Μητρόπολης Πειραιά εδώ.
Ολόκληρο το πρωτοφανές κείμενο της Μητρόπολης Πειραιά έχει ως εξής:
“Ένα από τα παράδοξα φαινόμενα της σύγχρονης κοινωνίας μας είναι και αυτό της ειδωλοποιήσεως και αποθεώσεως ανθρώπων, που θεωρήθηκαν ως σπουδαίοι και μεγάλοι, επειδή διέθεταν κάποια έκτακτα φυσικά χαρίσματα. Ο σύγχρονος αποστατημένος άνθρωπος, αφού απέρριψε από την ζωή του το μόνο αληθινό πρότυπο του τελείου ανθρώπου, τον Θεάνθρωπο Χριστό, δημιούργησε νέα, δικά του πρότυπα.
Πρόβαλε ως πρότυπα άξια προς μίμηση διάφορα ανθρώπινα πρόσωπα, που ανταποκρίνονται στις κοσμοθεωρίες και στον υλιστικό τρόπο ζωής του και ικανοποιούν τις μηδενιστικές και ηδονιστικές επιθυμίες του. Τα σύγχρονα ινδάλματα και πρότυπα της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινωνίας μας προέρχονται κυρίως από τον χώρο της επιστήμης, της πολιτικής, της τέχνης, του αθλητισμού κ.λ.π. Ο σύγχρονος άνθρωπος κατάντησε δυστυχώς ειδωλολάτρης, με την ευρεία, (ή και με τη στενή), έννοια του όρου.
Ο ταραγμένος περασμένος αιώνας με την καταπληκτική πρόοδο των θετικών επιστημών, τους δύο παγκοσμίους πολέμους και τις ριζικές πολιτικές και κοινωνικές ανακατατάξεις και ανατροπές, άφησε ανεξίτηλη τη σφραγίδα του στην πορεία της ανθρωπότητας. Όπως είναι γνωστό οι κυρίαρχες ιδεολογίες που επικράτησαν κατά την περίοδο αυτή, ήταν αυτές του Μαρξισμού, του Μηδενισμού και του Υπαρξισμού, γνήσια πνευματικά τέκνα του αθέου Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Οι θεωρίες αυτές διαπότισαν τις κοινωνίες με το δηλητήριο της πλάνης, της αθεΐας και του υλισμού, με αποτέλεσμα να φθάσει ο σύγχρονος ευρωπαίος άνθρωπος σε μια πρωτοφανή πνευματική και ηθική κατάπτωση και αποστασία. Η πίστη στον άγιο Τριαδικό Θεό συκοφαντήθηκε ως «μεσαιωνικό κατάλοιπο του σκοτεινού παρελθόντος», ενώ η χριστιανική ηθική ως «αναχρονιστική και σκοταδιστική», επειδή στερεί τον άνθρωπο από την απόλαυση των ηδονών της ζωής! Μεγάλες πνευματικές προσωπικότητες, που επί σειρά αιώνων αναδειχθήκαν αληθινοί διδάσκαλοι της ανθρωπότητος και μετέδωσαν στα έθνη και τους λαούς τις αξίες και τις αρχές του Ελληνορθοδόξου Πολιτισμού, τώρα πλέον παραμερίζονται, τίθενται στο περιθώριο και στοχοποιούνται ως «σκοταδιστές» και «αναχρονιστές», ως «συντηρητές της αντίδρασης» και ως «εχθροί της προόδου».
Είναι πολύ χαρακτηριστικός και εύστοχος ο λόγος του νεοφανούς αγίου Ιουστίνου του Πόποβιτς για την ειδωλοποίηση της Ευρώπης: «Αναμφίβολα οι αρχές και οι δυνάμεις της ευρωπαϊκής κουλτούρας και του πολιτισμού είναι Χριστομάχες. Για πολύν καιρό διαμορφωνόταν ο τύπος του Ευρωπαίου ανθρώπου εωσότου αυτός αντικατέστησε τον Θεάνθρωπο Χριστό με την φιλοσοφία και την επιστήμη του, με την πολιτική και την τεχνική του, με την θρησκεία και την ηθική του. Με τα σύγχρονα τεχνικά μέσα και τις πολιτικο-κοινωνικές επαναστάσεις, οι οποίες είναι και αυτές γέννημα και θρέμμα της επανάστασης της Ευρώπης, ο τύπος αυτός του Ευρωπαίου ανθρώπου καθίσταται πρότυπο του τέλειου ανθρώπου σ’ όλη την οικουμένη! Στη Δύση ούτε γνωρίζουν την Εκκλησία, ούτε γνωρίζουν την οδό, ούτε γνωρίζουν έξοδο από τα αδιέξοδα. Εκεί όλα έχουν βυθιστεί στην ψυχοφθόρα ειδωλολατρία και φιλαυτία, φιληδονία και σαρκολατρία. Γι’ αυτό, Ευρώπη ίσον αναγέννηση της ειδωλολατρίας. Ψευδόχριστοι και ψευδοθεοί έχουν πλημμυρίσει την Ευρώπη και από εκεί εξάγονται σε όλες τις αγορές της Οικουμένης, έχοντας ως κύριο έργο τους να φονεύσουν τον Θεό και την ψυχή στον άνθρωπο και έτσι να στερήσουν από τον κόσμο τη μοναδική ελπίδα και αυτή την ίδια τη δυνατότητα της αληθινής κοινωνίας» [Από το βιβλίο: Αρχιμ. Ιουστίνου Πόποβιτς, Ορθόδοξος Εκκλησία και Οικουμενισμός, Εκδόσεις «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 161, 164, 184 (αποσπάσματα, με γλωσσική απλοποίηση)].
Αφορμή για την παρούσα ανακοίνωσή μας πήραμε από τις πομπώδεις εκδηλώσεις αποθεώσεως προς τον πρόσφατα αποθανόντα διάσημο μουσικοσυνθέτη Μιχαήλ (Μίκη) Θεοδωράκη. Αναμφίβολα ο μακαρίτης καλλιτέχνης υπήρξε μια σπάνια ιδιοφυία στο χώρο της μουσικής με παγκόσμια ακτινοβολία. Τα μουσικά του έργα, με επαναστατικό κυρίως χαρακτήρα, τον έκαναν γνωστό σε όλο τον κόσμο και τα τραγούδια του έγιναν επαναστατικά «εμβατήρια». Δημιούργησε, (μαζί με τον άλλο μεγάλο καλλιτέχνη, τον Μάνο Χατζιδάκη) «τομές στον κορμό του ελληνικού τραγουδιού και γενικότερα του πολιτισμού, αλλάζοντας την μορφή του, εισάγοντας τον ποιητικό λόγο στην καθημερινότητα των απλών ανθρώπων· στη μουσική, έφεραν την αναδιάταξη των οργάνων στην ενορχήστρωση – συνοδεία των μελωδιών…Τα τραγούδια εκείνα προκάλεσαν μια ορμητική ενέργεια· δημιούργησαν μια θάλασσα μελωδιών, συμφωνικών έργων, κύκλους τραγουδιών, εν πάσει περιπτώσει, έθεσαν βάσεις για τη σύγχρονη ελληνική μελοποιία.…Εκείνη η χρονική στιγμή τού ’50, έμελλε να είναι η σπίθα που θα γινόταν φλόγα και η φλόγα φωτιά! Πύρινος λόγος ατομικής και κοινωνικής συνείδησης. Η παρουσία του από εκείνη τη στιγμή υπήρξε καταλυτική, βάζοντας (μαζί με τον Χατζιδάκη) τα θεμέλια μιας νέας τραγουδιστικής αντίληψης, αλλά και πολιτισμικής αυτογνωσίας», (Νότης Μαυρουδής: «Σκόρπιες σκέψεις για τον απόντα Μίκη». Ωστόσο ένα κατά τη γνώμη μας αρνητικό στοιχείο στις μουσικές του συνθέσεις ήταν το γεγονός ότι τα έργα που μελοποίησε ήταν, κατά κανόνα, έργα μαρξιστών ποιητών και νεοεποχιτών. Αναφέρουμε εδώ τα ποιήματα του Οδυσσέα Ελίτη, τα οποία εκφράζουν τις αρχές της «Νέας Εποχής» και δυστυχώς του Νεοπαγανισμού.
Ωστόσο ο Μίκης, πέρα από μουσικοσυνθέτης, συνέδεσε τη ζωή του με το μαρξιστικό κίνημα στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι ξεκίνησε στα εφηβικά του χρόνια στην πολιτική παράταξη της «δεξιάς» και μάλιστα ως μέλος της ΕΟΝ, του Ιωάννη Μεταξά. Είχε δυστυχώς ταλαιπωρηθεί στα χρόνια μετά τον αδελφοκτόνο εμφύλιο σπαραγμό και αργότερα στα χρόνια της επταετούς δικτατορίας, επί των ημερών της οποίας τα τραγούδια του είχαν γίνει εμβατήρια αγώνων και «σημαία» ενάντια στο απαράδεκτο στρατιωτικό καθεστώς της Χούντας. Ο ίδιος είχε ένα ασταθή πολιτικό και ιδεολογικό προσανατολισμό, αναμειγνύοντας τις διεθνιστικές αρχές της μαρξιστικής αριστεράς με εθνικά και πατριωτικά στοιχεία. Αναφέρουμε εδώ την πατριωτική του στάση και τη συστράτευσή του με όλες τις υγιείς παραδοσιακές δυνάμεις του τόπου στο θέμα της λεγομένης «Συμφωνίας των Πρεσπών», και τη συμμετοχή του στα πολυπληθή συλλαλητήρια της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας, πράγμα το οποίο προκάλεσε, όπως ήταν επόμενο, την οργή της τότε κυβέρνησης του Σύριζα.
Εις ό,τι αφορά τη στάση του απέναντι στην Ορθόδοξη πίστη μας, δεν υπήρξε συνεπής πολέμιος της Εκκλησίας, διότι δεν υπήρξε ποτέ συνεπής μαρξιστής. Από τα κατά καιρούς λεγόμενά του μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι μάλλον έκλινε προς τον αγνωστικισμό, διαμορφώνοντας μια σκιώδη «πίστη» σ’ έναν απροσδιόριστο Θεό, τον Οποίο όμως αμφισβήτησε πολλές φορές. Παρ’ όλα αυτά σεβάστηκε την Ορθόδοξη παράδοσή μας και μελοποίησε εκκλησιαστικούς ύμνους, τους οποίους μεταποίησε σε ορατόρια, όπως η Θεία Λειτουργία, η νεκρώσιμη ακολουθία, το τροπάριο της Κασσιανής κλπ. Γι’ αυτό και ο μακαριστός Μίκης εθεωρείτο ως «αιρετικός» από την αριστερά, η οποία μόνον μετά το θάνατό του τον «θυμήθηκε» για να τον τιμήσει!
Από τη δική μας σκοπιά ο μακαρίτης Μίκης υπήρξε όντως ένας σπάνιος καλλιτέχνης και τιμούμε το καλλιτεχνικό του έργο. Όμως δε μπορούμε να πούμε το ίδιο για τον ιδεολογικό, αλλά και τον ασταθή και μεταβαλλόμενο πολιτικό του προσανατολισμό, ενώ θλίψη και οδύνη προξενεί στις ψυχές μας η ρηχή και σκιώδης πίστη του στον άγιο Τριαδικό Θεό, η οποία μάλιστα εκδηλώθηκε με την εν ζωή επιθυμία του να μη στηθεί Σταυρός και καντήλι στον τάφο του!
Εις ό,τι αφορά τις ανούσιες και υπέρμετρες εκδηλώσεις τιμής του έργου και του προσώπου του, (με τη συμμετοχή της πολιτικής και πολιτειακής ηγεσίας του τόπου μας), κατά την κηδεία του και πριν από αυτήν, τις θεωρούμε απαράδεκτες από την άποψη της Ορθόδοξης χριστιανικής πίστεως. Η Εκκλησία με άλλα κριτήρια κρίνει την μεγαλοσύνη ενός ανθρώπου και με άλλα ο κόσμος. Για την Εκκλησία αληθινά μεγάλοι είναι εκείνοι, που με την Χάρη του Θεού επέτυχαν την πιο μεγάλη νίκη. Είναι εκείνοι που νίκησαν τα πάθη του παλαιού άνθρωπου, τον κόσμο της αμαρτίας και τον διάβολο. Είναι εκείνοι που κατόρθωσαν να κάνουν κτήμα τους τις αρετές και να φθάσουν στη θέωση. Που ενώθηκαν από τώρα, από την παρούσα ζωή, με την πηγή της ζωής, τον Χριστό και αξιώθηκαν να γίνουν μέτοχοι της βασιλείας των ουρανών. Είναι τέλος εκείνοι, τους οποίους ο Θεός εδόξασε, ήδη από την παρούσα ζωή, με δόξα άφθαρτη, αληθινή και αιώνια. Και αυτοί βέβαια είναι οι άγιοι της Εκκλησίας μας. Επομένως οι ιαχές «αθάνατος», που ακούστηκαν κατά την ταφή του, όπως και η άποψη που εξέφρασε κορυφαίο πολιτειακό πρόσωπο, ότι ο Μίκης υπήρξε δήθεν «ο παιδαγωγός του λαού», δεν έχουν κατά την ταπεινή μας γνώμη καμία αξία και περιεχόμενο.
Περαίνοντας, δηλώνουμε ότι τιμούμε τον εκλιπόντα σπουδαίο καλλιτέχνη. Όμως δεν «πέφτουμε στην παγίδα» να τον αποθεώσουμε, έχοντας υπ’ όψη μας την προσωπική του ζωή και τον ασταθή πολιτικό χαρακτήρα του. Πολύ περισσότερο δεν έχουμε δικαίωμα να τον τιμήσουμε, ή να τον προβάλουμε, ως πρότυπο προς μίμηση μέσα στον χώρο της Εκκλησίας, η οποία γνωρίζει να τιμά και να προβάλλει ως πρότυπα προς μίμηση μόνο τα ζωντανά και πιστά μέλη της, δηλαδή τους αγίους της. Ο Μίκης θα ήταν πραγματικά μεγάλος και θα προσέφερε σπουδαία υπηρεσία στην Εκκλησία και στην κοινωνία, εάν με την ζωή και το έργο του γινόταν ο εμπνευστής και ο χειραγωγός του λαού προς την εν Χριστώ ζωή. Εάν με τα τραγούδια του και τις μουσικές του συνθέσεις μας ανύψωνε από τα πρόσκαιρα στα αιώνια. Εάν γινόταν ο κήρυκας της Ορθοδόξου πίστεως και της αιωνίου ζωής.
Όλα όσα προηγουμένως ελέχθησαν αποσκοπούν στο να μας δώσουν ορισμένα εκκλησιολογικά κριτήρια, που είναι τα μόνα ορθά και υγιή κριτήρια, με τα οποία μπορούμε να αξιολογήσουμε την μεγαλοσύνη, ή όχι, των ανθρώπων εκείνων, που θεωρούνται ως μεγάλοι και σπουδαίοι κατά κόσμον. Και τούτο διότι με βάση αυτά θα μας κρίνει ο Θεός την ημέρα της κρίσεως. Να μας προφυλάξουν από ακρότητες και υπερβολές, στις οποίες εύκολα μπορούμε να παρασυρθούμε οι πάντες, ακόμη και εκκλησιαστικά πρόσωπα. Και τέλος να αποτελέσουν σύμφωνα και πάλι με τον άγιο Ιουστίνο Πόποβιτς «μία εκ βαθέων κραυγή και εν προσευχή πρόσκληση στη μοναδική οδό της σωτηρίας μέσω της μετάνοιας»! Αυτό άλλωστε είναι και η ουσία του ταπεινού μας έργου, το κήρυγμα της μετάνοιας!
Εκ του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών»