Η Popaganda και η Odeon σας πηγαίνουν στην Avant-Premiere της ταινίας “Δύσκολες Ώρες στο Ελ Ροαγιάλ”
Λίγα λόγια για την ταινία
Επτά άγνωστοι, ο καθένας με ένα κρυμμένο μυστικό, συναντιούνται στο Ελ Ροαγιάλ της Λίμνης Τάχο, ένα ερειπωμένο ξενοδοχείο με σκοτεινό παρελθόν. Κατά τη διάρκεια μιας μοιραίας νύχτας, όλοι θα έχουν μια τελευταία ευκαιρία για λύτρωση… πριν όλα πάνε κατά διαόλου. Οι Κρις Χέμσγουορθ, Τζον Χαμ, Ντακότα Τζόνσον, Τζέφ Μπρίτζες και Σίνθια Ερίβο πρωταγωνιστούν σε ένα καστ πολλών αστέρων στο Δύσκολες Ώρες στο Ελ Ροαγιάλ.
Φτάνοντας στο Ελ Ροαγιάλ
Το 1969 η τραγουδίστρια της soul Νταρλίν Σουίτ (Σίνθια Ερίβο) φτάνει στο Ελ Ροαγιάλ με μια βαλίτσα στο χέρι και γεμάτη συγκρατημένη αυτοπεποίθηση. Φορά ένα κίτρινο φόρεμα και ένα διάφανο αδιάβροχο. Η Νταρλίν θα συναντήσει έναν ιερέα, τον Πατέρα Ντάνιελ Φλιν (Τζεφ Μπρίτζες), ο οποίος δείχνει χαμένος και μπερδεμένος. «Νομίζεις ότι βλέπεις έναν καλόψυχο και φιλάνθρωπο ιερέα αλλά υπάρχουν μικρά στοιχεία που προδίδουν ότι κάτι δεν πάει καλά, όπως ότι τα ρούχα μου δεν ταιριάζουν ακριβώς μεταξύ τους και το κολάρο μου είναι χαλαρό. Δεν είμαι αυτός που φαίνομαι», λέει ο Τζεφ Μπρίτζες για τον ήρωα που υποδύεται.
Στη ρεσεψιόν του Ελ Ροαγιάλ, συναντούν τον Λάραμι Σίμουρ Σάλιβαν (Τζον Χαμ), έναν έμπορο από τον Νότο ντυμένο με ένα τσαλακωμένο πουκάμισο, μια γυαλιστερή γραβάτα και ένα φλύαρο πλεκτό σακάκι που καθρεφτίζει την πολυλογία του. Μέσα από τον μονόλογό του μαθαίνουμε την ιστορία του Ελ Ροαγιάλ, πως κάποτε συγκέντρωνε τους πολιτικούς και τους διάσημους της εποχής, οι οποίοι διασκέδαζαν στο καζίνο και όχι μόνο. Το Ελ Ροαγιάλ όμως έχασε την άδεια λειτουργίας του καζίνο και έτσι ξεκίνησε η παρακμή.
Σήμερα, στο άλλοτε ζωντανό λόμπι του, οι Σουίτ, Φλιν και Σάλιβαν καλωσορίζονται από τον 20χρονο εργαζόμενο Μάιλς Μίλερ (Λιούις Πούλμαν). Το παλιομοδίτικο κοστούμι που φοράει ο Μάιλς μοιάζει σαν να τον παράτησαν εκεί και ξέχασαν να καλέσουν την οικογένειά του για να τον πάρει.
Καθώς ο Φλιν και η Νταρλίν αποφασίζουν σε ποιο δωμάτιο θα μείνουν, ο ήχος των λάστιχων που τρίζουν θα φέρει στο Ελ Ροαγιάλ την Έμιλι Σάμερσπρινγκ (Ντακότα Τζόνσον), μια χίπισα που το ντύσιμό της προδίδει μια γυναίκα υπέρμαχο του δεύτερου κύματος του φεμινισμού. Ντυμένη με τζιν καμπάνα, αμάνικο γιλέκο και δερμάτινο μπουφάν με κρόσια, η Έμιλι απαιτεί ένα δωμάτιο, πετάει τα λεφτά της στον πάγκο και φεύγει αμέσως παίρνοντας τα κλειδιά της.
Πώς φτάσαμε στο Ελ Ροαγιάλ
Η ταινία είναι ένα όνειρο του Ντρου Γκόνταρντ που έγινε πραγματικότητα. Έχοντας δουλέψει σε αρκετές ταινίες με μεγάλο budget ως σεναριογράφος ή/και σκηνοθέτης, ο Γκόνταρντ ένιωσε ότι τον κούρασε το συγκεκριμένο στυλ και τα εντυπωσιακά εφέ γι’ αυτό και αποφάσισε να δημιουργήσει κάτι καινούριο. «Πόσο ενδιαφέρον μπορεί να έχει η συγκέντρωση κάποιων ανθρώπων σε έναν συγκεκριμένο και περιορισμένο χώρο; Αυτή ακριβώς ήταν η πρόκληση που έβαλα σε εμένα. Ήθελα να εξερευνήσω την ιδέα τού πώς μπορεί μια βραδιά σε ένα ξενοδοχείο να αλλάξει τις ζωές όλων. Για εμένα το νόημα είναι να γράφεις πράγματα που θέλεις να δεις. Εγώ κλείστηκα σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου και έγραψα την ταινία που ήθελα να δω», εξηγεί ο Γκόνταρντ που το 2016 ήταν υποψήφιος για Όσκαρ Καλύτερου Διασκευασμένου Σεναρίου για τη «Διάσωση» του Ρίντλεϊ Σκοτ.
Για να πετύχει τον στόχο του, έπρεπε να βρει το ιδανικό καστ. «Ήθελα να δουλέψω με το ιδανικό μου καστ, έτσι έπρεπε να ετοιμάσω κάτι που θα τους εντυπωσίαζε. Κάποιες στιγμές κοίταζα τον Τζεφ, τη Σίνθια, τον Τζον, τον Κρις, τη Ντακότα και σκεφτόμουν “πώς τα κατάφερα;” Δεν ξέρω πώς αλλά νιώθω πολύ τυχερός».
Ο Τζον Χαμ θυμάται πως σαν παιδί ταξίδευε πολύ συχνά με αυτοκίνητο ανά τη χώρα και το σκηνικό του Ελ Ροαγιάλ του φάνηκε οικείο καθώς είχε μείνει αρκετές φορές σε κάποιο μοτέλ και πάντα τον εντυπωσίαζε.
Για τον Λιούις Πούλμαν δεν ξύπνησαν οικείες μνήμες αλλά το σενάριο τον βρήκε να κάνει διακοπές σε ένα ανάλογο μέρος: «Είχα κάνει μια οντισιόν αλλά δεν ήξερα για ποια ταινία ακριβώς θα ήταν. Όταν μου ήρθε το σενάριο ήμουν σε ένα road trip στην Καλιφόρνια, στο ιδανικό μέρος για να διαβάσω αυτό το σενάριο. Είναι υπέροχο», αναφέρει.
«Υπέροχο» ήταν και για τον Τζεφ Μπρίτζες: «Ο Ντρου έχει έναν μοναδικό τρόπο να σκηνοθετεί, κάποιες λήψεις κρατούσαν για 10 συνεχόμενα λεπτά και αυτό επιτρέπει στον ηθοποιό να βυθιστεί στον χαρακτήρα του και στη σκηνή».
Ο Κρις Χέμσγουορθ ήταν ήδη μεγάλος θαυμαστής του Γκόνταρντ αφού είχαν ξαναδουλέψει μαζί, ωστόσο με το συγκεκριμένο σενάριο φαφνιάστηκε: «Είναι από τα καλύτερα πράγματα που έχω διαβάσει ποτέ. Δεν περίμενα ότι θα το διασκεδάσω τόσο πολύ. Στο μεγαλύτερο μέρος της καριέρας μου υποδύομαι τον ήρωα και καταλήγει να είναι πολύ προβλέψιμος. Το γεγονός ότι μπορούσα να είμαι απρόβλεπος και να κρατάω το κοινό σε αγωνία και απορία ήταν αναπάντεχα απολαυστικό».
Τη μεγαλύτερη έκπληξη όμως τη βίωσε η Σίνθια Ερίβο. «Ήξερα μόνο ότι θα χρειαστεί να τραγουδήσω κι έτσι περίμενα ότι θα έχω κάποιο πολύ μικρό ρόλο. Θυμάμαι ότι στο κάστινγκ πέρασα υπέροχα. Αργότερα κοιτώντας το συμβόλαιο σκέφτηκα, “Α, πολύ ωραία! Είναι πολύ γενναιόδωροι! Αλλά γιατί;’’. Δεν είχα ιδέα ότι η Νταρλίν είναι πρωταγωνίστρια», θυμάται.
Καλώς ήρθατε στο Ελ Ροαγιάλ
Ίσως τον σημαντικότερο ρόλο στην ταινία να τον έχει το ίδιο το Ελ Ροαγιάλ. Εκτός από τα flashbacks στην ιστορία των ηρώων μας, όλη η δράση συμβαίνει σε μία τοποθεσία μόνο. «Ήταν ξεκάθαρο ότι έπρεπε να χτίσουμε όλο τον εξωτερικό χώρο του Ελ Ροαγιάλ αλλά και τον εσωτερικό, το κάθε δωμάτιο και την υποδοχή του ξενοδοχείου. Όσον αφορά το budget, ήταν δύσκολο αλλά χρειαζόμασταν έναν μεγάλο χώρο ώστε να μπορούμε να κινούμαστε χωρίς να χρειάζεται να διακόπτεται συχνά η λήψη», εξηγεί ο καλλιτεχνικός διευθυντής Μάρτιν Γουίστ. Το αποτέλεσμα είναι 930 τ.μ. σκηνικά σε χώρο 5.574 τ.μ.
Η ιστορία συμπληρώνεται από την εξαιρετική επιλογή της μουσικής από τον μουσικό παραγωγό Χάρβεϊ Μέισον. Μάλιστα, πολλές φορές οι στίχοι των τραγουδιών δίνουν επιπλέον πληροφορίες για τον κάθε ήρωα. «Ο Ντρου είχε πολύ συγκεκριμένη άποψη γι’ αυτό που ήθελε να ακούσει. Τα τραγούδια μπλέκονται με το σενάριο, είναι σαν μιούζικαλ αλλά δεν είναι καθόλου μιούζικαλ», σχολιάζει ο Μέισον.
Η μουσική στιγμή που κλέβει την παράσταση είναι φυσικά η ζωντανή ερμηνεία της Ερίβο. «Κάθε φορά που με βλέπετε να τραγουδάω στην ταινία τραγουδάω στ’ αλήθεια. Ήταν δύσκολο και απαιτητικό, σκεφτείτε ότι μπορεί να χρειαζόταν να γυρίσουμε την ίδια σκηνή 20 φορές και το τραγούδι κρατάει περίπου τέσσερα λεπτά. Ευτυχώς ήταν όλοι πολύ καλοί και μου έδωσαν όσο χρόνο χρειάστηκα για να τα καταφέρω», λέει η ίδια.
Η τελευταία μεγάλη πρόκληση που αντιμετώπισε η παραγωγή ήταν η απόφαση του Γκόνταρντ να γυρίσει την ταινία αναμορφικά. «Επειδή οι λήψεις ήταν αναμορφικές, ευρυγώνιες, είχε μεγάλη σημασία το έδαφος και το ταβάνι στο σκηνικό. Αν έχεις πολύ ψηλό ταβάνι για παράδειγμα και μεγάλο κενό χώρο χάνεις την αίσθηση του χώρου», εξηγεί ο Γουίστ. Η ταινία είναι γυρισμένη με φιλμ και όχι με ψηφιακά μέσα, κάτι που για τον σκηνοθέτη ήταν απαραίτητη προϋπόθεση. «Όταν έγραφα την ταινία συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να γυριστεί με φιλμ. Ήταν σχεδόν συναισθηματικοί οι λόγοι που με έκαναν να θέλω το φιλμ. Ήθελα να έχω τον κόκκο, τις εκπλήξεις που μπορεί να προκύψουν», σημειώνει.