Η υπερβολική χρήση των ηλεκτρονικών συσκευών και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης επηρεάζει την υγεία των εφήβων
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με νέα ερευνητικά δεδομένα, η άνω των τριών ωρών καθημερινή χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης συνδέεται με κακές συνήθειες ύπνου, ενώ η υπερβολική χρήση ηλεκτρονικών συσκευών σχετίζεται με αυξημένη κατανάλωση ζάχαρης και καφεΐνης.
Στην πρώτη έρευνα, που δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση “BMJ Open”, διαπιστώθηκε ότι οι έφηβοι στη Βρετανία που χρησιμοποιούσαν τα social media πάνω από τρεις ώρες την ημέρα δεν είχαν προβλήματα στο πρόγραμμα ύπνου τους, για παράδειγμα, μπορεί να κοιμούνταν 11 το βράδυ τις καθημερινές ή μπορεί να ξυπνούσαν κατά τη διάρκεια της νύχτας.
Υπάρχει ολοένα αυξανόμενη ανησυχία σχετικά με τις δυνητικές επιπτώσεις του χρόνου που περνά ένας έφηβος μπροστά σε μια οθόνη (ιδιαίτερα χρησιμοποιώντας τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης) στην ψυχική και σωματική του υγεία.
Στην παρούσα έρευνα αναλύθηκαν δεδομένα από 11.872 εφήβους που είχαν γεννηθεί μεταξύ του 2000 και του 2002. Αυτοί ανέφεραν πόσο χρόνο περνούσαν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (Facebook, Twitter, WhatsApp) καθώς και τις τυπικές συνήθειες ύπνου τους (ώρα βραδινού ύπνου και αφύπνισης σχολικές μέρες και σαββατοκύριακα, πόση ώρα τους έπαιρνε να καταφέρουν να κοιμηθούν και το πόσο δυσκολεύονταν να ξανακοιμηθούν αν ξυπνούσαν κατά τη διάρκεια της νύχτας).
Πάνω από το ένα τρίτο των εφήβων (33,7%) ήταν χαμηλού επιπέδου χρήστες και χρησιμοποιούσαν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης λιγότερο από μία ώρα ημερησίως, λίγο κάτω από το ένα τρίτο (31,6%) χαρακτηρίστηκαν χρήστες μέσου επιπέδου (1 – 3 ώρες ημερησίως). Επίσης το 14% ήταν χρήστες υψηλού επιπέδου (3-5 ώρες) και το 21% πολύ υψηλού επιπέδου (πάνω από 5 ώρες χρήσης την ημέρα).
Βρέθηκε ότι χρήστες πολύ υψηλού επιπέδου ήταν 70% πιθανότερο να κοιμούνται μετά τις 11 τις καθημερινές και μετά τα μεσάνυχτα τις μέρες που δεν είχαν σχολείο συγκριτικά με τους χρήστες μέσου επιπέδου. Επίσης τόσο οι χρήστες υψηλού όσο και εκείνοι πολύ υψηλού επιπέδου ξυπνούσαν πιο αργά (μετά τις 8 πμ.) τις μέρες που είχαν σχολείο σε σχέση με τους χρήστες μέσου επιπέδου, ενώ οι χρήστες πολύ υψηλού επιπέδου δήλωναν ότι αντιμετώπιζαν δυσκολίες στην επέλευση του ύπνου αν ξυπνούσαν κατά τη διάρκεια της νύχτας. Τα κορίτσια χρησιμοποιούσαν τα social media περισσότερο από τα αγόρια.
Από την άλλη, οι χρήστες χαμηλού επιπέδου είχαν λιγότερες πιθανότητες να κοιμούνται και να ξυπνούν αργά, εύρημα που ενισχύει την υπόθεση ότι η χρήση των social media συνδέεται με τις συνήθειες ύπνου. Αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό, κατά τους ερευνητές, ιδιαίτερα για τις σχολικές μέρες, καθώς ο περιορισμένος ύπνος έχει συσχετιστεί με χειρότερες επιδόσεις στο σχολείο και λιγότερο καλή ψυχική υγεία.
Οι ερευνητές εξηγούν ότι η υπερβολική χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και του ύπνου μπορεί να αντανακλούν υποβόσκοντα προβλήματα υγείας. Οι ίδιοι φιλοδοξούν πως η μελλοντική έρευνα θα δώσει μια πιο συνολική κατανόηση της σχέσης χρήσης κοινωνικών δικτύων και ύπνου. Τέλος, διερευνώνται προσεγγίσεις που θα βοηθήσουν τους νέους να βρουν μια ισορροπία μεταξύ της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και ενός κατάλληλου προγράμματος ύπνου που θα επιτρέψει επαρκή ύπνο κατά τις μέρες σχολείου, γεγονός που θα έχει οφέλη στην υγεία και στις επιδόσεις των εφήβων.
Μια δεύτερη έρευνα που διεξήχθη από το Πανεπιστήμιο “Μακ Μάστερ” έδειξε ότι όσο περισσότερο χρόνο καταναλώνουν οι έφηβοι ασχολούμενοι με ηλεκτρονικές συσκευές τόσο περισσότερη ζάχαρη και καφεΐνη καταναλώνουν.
Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης, που δημοσιεύτηκαν στην επιστημονική επιθεώρηση “PLOS ONE”, έδειξαν ότι πάνω από το 27% των εφήβων υπερβαίνουν τη συνιστώμενη ποσότητα πρόσληψης ζάχαρης και το 21% ξεπερνά τα αντίστοιχα επίπεδα καφεΐνης που παίρνουν από τα αναψυκτικά και τα ενεργειακά ποτά. Οι άντρες κατανάλωναν περισσότερες αναψυκτικά και ενεργειακά ποτά από τις γυναίκες και οι έφηβοι δευτέρας γυμνασίου περισσότερα από αυτούς της πρώτης λυκείου.
Η δρ Κάθριν Μόρισον, καθηγήτρια παιδιατρικής στο Πανεπιστήμιο “Μακ Μάστερ”, συν-διευθύντρια του Κέντρου Έρευνας για το Μεταβολισμό, την Παχυσαρκία και το Διαβήτη του αντίστοιχου Πανεπιστημίου και ενδοκρινολόγος για παιδιά στο Νοσοκομείο Παίδων “Μακ Μάστερ”, εξήγησε ότι μεταξύ του 2013 και του 2016 υπήρξε μια πίεση να μειωθεί η κατανάλωση αναψυκτικών και ενεργειακών ποτών στις ΗΠΑ αλλά φαίνεται ότι η αυξημένη χρήση των ηλεκτρονικών συσκευών και ιδιαίτερα της τηλεόρασης συνδέεται με αυξημένη κατανάλωση ζάχαρης και καφεΐνης.
“Η αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος μέσω της συμβουλευτικής ή πρόληψης θα μπορούσε να βοηθήσει”, τονίζει η ίδια.
Οι ερευνητές ανέλυσαν δεδομένα από 32.418 συμμετέχοντες, εφήβους από 13-14 ετών και 15-16 ετών (δευτέρα γυμνασίου έως πρώτη λυκείου).
Φάνηκε πως κάθε επιπλέον ώρα τηλεόρασης συνδέθηκε με 32% μεγαλύτερη πιθανότητα υπέρβασης των συνιστώμενων, από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), επιπέδων ζάχαρης και με 28% αυξημένη πιθανότητα υπέρβασης των αντίστοιχων επιπέδων καφεΐνης. Παράλληλα κάθε ώρα που περνούν οι έφηβοι μιλώντας στο κινητό ή χρησιμοποιώντας τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αύξησε επίσης τον κίνδυνο υπέρβασης των συνιστώμενων επιπέδων ζάχαρης ή καφεΐνης.
Οι ερευνητές εξεπλάγησαν από το γεγονός ότι η χρήση των βιντεοπαιχνιδιών συνδέθηκε ελάχιστα με την κατανάλωση περισσότερης καφεΐνης.
“Λαμβάνοντας υπόψη τις εκστρατείες μάρκετινγκ που στοχεύουν σε αυτούς που παίζουν βιντεοπαιχνίδια, αναμενόταν μια ιδιαίτερα ισχυρή συσχέτιση μεταξύ της πρόσληψης καφεΐνης από ενεργειακά ποτά ή αναψυκτικά και της χρήσης βιντεοπαιχνιδιών, η τηλεόραση, πάντως, συνδέθηκε πιο έντονα με υπερβολική κατανάλωση αυτών των στοιχείων”, δήλωσε η Μόρισον.
Ωστόσο, η χρήση υπολογιστή στο πλαίσιο του σχολείου συνδέθηκε με χαμηλότερη πιθανότητα υπέρβασης των συνιστώμενων επιπέδων κατανάλωσης ζάχαρης.
Τα ποτά που είτε περιλαμβάνουν ζάχαρη είτε τεχνητά γλυκαντικά συνδέονται με την παχυσαρκία, τον διαβήτη, τα σφραγίσματα στα δόντια και τις κακές συνήθειες ύπνου. Η αυξημένη καφεΐνη, που συναντάται στα ενεργειακά ποτά, συνδέεται με πονοκεφάλους, υψηλότερη αρτηριακή πίεση, ναυτία, εμετό, διάρροια και πόνο στο στήθος, καθώς και κακό ύπνο. Ως εκ τούτου, τόσο η Αμερικανική Παιδιατρική Ακαδημία όσο και η Καναδική Παιδιατρική Εταιρεία παροτρύνουν τους γιατρούς να ευαισθητοποιήσουν τους νέους και τις οικογένειες για τους κινδύνους αυτών των σκευασμάτων και τους συστήνουν να αποφεύγουν την κατανάλωσή τους.