«Οι συζητήσεις μεταξύ Ελλάδας και θεσμών δεν απέτυχαν από ατύχημα»
«Η επιλογή της Κυριακής θα είναι δυστυχώς μεταξύ της ατελείωτης λιτότητας και ενός άμεσου χάους». Με αυτή την πρόταση επιχειρεί η αρθρογράφος του Guardian, η Ζόι Γουίλιαμς, να περιγράψει τις δύο επιλογές που θα έχουν οι Έλληνες πολίτες την προσεχή Κυριακή, όταν και θα κληθούν να εγκρίνουν ή να απορρίψουν την πρόταση των δανειστών.
Η Τρόικα, κατά την Γουίλιαμς, δεν ασπάστηκε τον πολιτικό λόγο του ΣΥΡΙΖΑ, που επιχείρησε να αναδείξει στους δανειστές τις επιπτώσεις από τις πολιτικές λιτότητας που εφαρμόστηκαν τα τελευταία πέντε χρόνια στην Ελλάδα. Το αποτέλεσμα; «Το Eurogroup έχει ήδη νικήσει: οι Έλληνες μπορούν να ψηφίσουν ό,τι θέλουν. Όμως δεν μπορούν να έχουν ό,τι θέλουν».
Πρώτο σημείο που προκαλεί εντύπωση είναι η απάντηση που έλαβε ο Γιάνης Βαρουφάκης, όταν ζήτησε να μάθει αν μπορεί το Eurogroup να τον αποκλείσει από την συνεδρίαση του: «Το Eurogroup είναι ένα άτυπο όργανο. Άρα δεν δεσμεύεται από συνθήκες ή γραπτούς κανονισμούς» του απάντησαν οι Υπουργοί Οικονομικών των κρατών της Ευρωζώνης. Με άλλα λόγια, αναφέρει η αρθρογράφος, το Eurogroup είπε στον Έλληνα Υπουργό Οικονομικών: «Ποτέ δεν είχαμε προτεραιότητα μας την ανάγκη λογοδοσίας, κορόιδο».
Ακόμη πιο εντυπωσιακή, ωστόσο, είναι η ακόλουθη αράδα στη δήλωση του Eurogroup: «Το Eurogroup παρέμεινε μέχρι την τελευταία στιγμή ανοιχτό σε περαιτέρω στήριξη του ελληνικού λαού μέσω ενός προγράμματος που θα στοχεύει στην ανάπτυξη». Η πραγματικότητα όμως δείχνει κάτι άλλο: τα προγράμματα λιτότητας που εφαρμόστηκαν τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα οδήγησαν σε οικονομική ύφεση ανάλογη με αυτή που υφίσταται μία χώρα που βρίσκεται σε πόλεμο. Το 25% του ενεργού πληθυσμού είναι άνεργο, η ανεργία των νέων φτάνει το 50%, ενώ το 40% των παιδιών ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας. «Η τελευταία πρόταση των δανειστών προσφέρει στην Ελλάδα μία από τα ίδια», αναφέρει η αρθρογράφος του Guardian, για να προσθέσει: «Η ιδέα ότι οποιαδήποτε πρόταση των δανειστών στοχεύει στην ανάπτυξη είναι πασιφανώς λανθασμένη. Ο πρόεδρος του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ, άρχισε να παρουσιάζει το μαύρο άσπρο».
Πέρα όμως από τα τρέχοντα θέματα, η Γουίλιαμς δίνει μία πολύ σημαντική πτυχή της προβληματικής γύρω από το πώς σχεδιάστηκε η αρχιτεκτονική του Ευρώ: «Ο οικονομολόγος Γουίν Γκόντλεϊ» μίλησε το 1992 για το «κενό της συνθήκης του Μάαστριχτ: παρότι η εν λόγω συνθήκη για το κοινό νόμισμα προέβλεπε τη δημιουργία μίας κεντρικής τράπεζας, δεν έκανε καμία πρόβλεψη για το ζήτημα πώς θα αντικαθίσταντο οι δημοκρατικοί θεσμοί – και συγκεκριμένα οι εθνικές κυβερνήσεις, των οποίων η δύναμη θα περιορίζονταν, από τη στιγμή που θα έχαναν τον έλεγχο πάνω στο εθνικό τους νόμισμα».
Οι συζητήσεις μεταξύ Ελλάδας και θεσμών «δεν απέτυχαν από ατύχημα. Οι Έλληνες έπρεπε να ταπεινωθούν, γιατί η εναλλακτική – το να τους αντιμετωπίζουν ως ισότιμους εταίρους ή ενήλικες, όπως ήθελε η Λαγκάρντ να συμπεριφέρονται – θα οδηγούσε σε μία νέα συζήτηση γύρω από το Eurogroup: ποια είναι τα θεμέλιά του, ποιο είδος λογοδοσίας θα έπρεπε να του επιβληθεί και ποιο είναι το επίπεδο δημοκρατίας του- αν βέβαια έχει κάποιο», αναφέρει η Γουίλιαμς. Με άλλα λόγια: η αλληλεγγύη προς την Ελλάδα σημαίνει προώθηση αυτής της συζήτησης, καθώς «η χώρα θυσιάζεται για να παραμείνει ανέπαφο ένα πλέγμα από αυταπάτες που βλάπτει όλους μας».