Κατατέθηκε ο προϋπολογισμός του 2025 – Αναλυτικά όσα προβλέπει
Η ελληνική οικονομία αποδεικνύεται ανθεκτική στο δυσμενές και αβέβαιο διεθνές περιβάλλον, επισημαίνεται στο τελικό σχέδιο του νέου προϋπολογισμού που κατατέθηκε στη Βουλή. Και το οποίο προβλέπει ισχυρή ανάπτυξη, «έκρηξη» των επενδύσεων, ποσοστιαία άνοδο των εξαγωγών μεγαλύτερη από εκείνη των εισαγωγών, αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και περαιτέρω μείωση της ανεργίας.
Ειδικότερα, προβλέπονται: Άνοδος του ΑΕΠ κατά 2,3% το 2025, από 2,2% το 2024 και 2,3% το 2022. Οι ιδιωτικές επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν κατά 6,7% το 2024 και 8,4% το 2025, από 6,6% πέρυσι. Το ποσοστό ανεργίας θα μειωθεί από 11,1% το 2023 και 10,3% το 2024 σε 9,7% το 2025. Ενώ η απασχόληση θα αυξηθεί από 1,2% πέρυσι και 1,1% εφέτος, κατά 0,7% το 2025. Το ΑΕΠ σε ονομαστικούς όρους αναμένεται να αυξηθεί κατά περίπου 10 δισ. ευρώ το 2025 και ο λόγος του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης προς το ΑΕΠ να μειωθεί από 163,9% το 2023 σε 154% το 2024 και περαιτέρω σε 147,5% το 2025. Ενώ, προβλέπεται πρωτογενές πλεόνασμα 2,5% του ΑΕΠ εφέτος και 2,4% του ΑΕΠ το 2025.
Ο πληθωρισμός, από 3,5% σε μέσα επίπεδα πέρυσι, αναμένεται να αυξηθεί κατά 2,7% εφέτος και να μειωθεί ο ρυθμός ανόδου σε 2,1% το 2025. Η ιδιωτική κατανάλωση θα αυξηθεί από 2,3% το 2023 και 2,2% εφέτος σε 2,3% το 2025. Η δημόσια κατανάλωση, αντίθετα, θα περιοριστεί από 1,8% πέρυσι, σε 1,7% εφέτος και σε 1,6% το 2025. Οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών θα αυξηθούν από 1,9% πέρυσι, κατά 5,4% εφέτος και κατά 4% το 2025. Ενώ οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, θα αυξάνονται από 0,9% το 2023, κατά 4% εφέτος και κατά 3,6% το 2025.
Παράλληλα, ο προϋπολογισμός περιλαμβάνει το σύνολο των παρεμβάσεων που έχουν ανακοινωθεί, συμπεριλαμβανομένων όσων παρουσιάστηκαν στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Τα νέα μόνιμα δημοσιονομικά μέτρα που επηρεάζουν τον τακτικό προϋπολογισμό επιφέρουν επιπλέον δημοσιονομικό κόστος το 2025 σε σχέση με το 2024, ύψους 1,1 δισ. ευρώ, ενώ πλήθος άλλων παρεμβάσεων χρηματοδοτείται από πόρους του προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων (εθνικό και συγχρηματοδοτούμενο σκέλος και Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας – ΤΑΑ). Σε αυτό το πλαίσιο οι επενδυτικές δαπάνες αναμένεται να αυξηθούν από 13,15 δισ. ευρώ το 2024 σε 14,1 δισ. ευρώ το 2025, πλέον των πόρων του δανειακού σκέλους του ΤΑΑ.
Σύμφωνα με το ΥΠΕΘΟ, τα ανωτέρω θετικά αποτελέσματα για την ελληνική οικονομία επιτυγχάνονται στη βάση της δημοσιονομικής σύνεσης. Παράλληλα, ενισχύεται το κοινωνικό κράτος και εφαρμόζεται ένα πλέγμα δημοσιονομικών παρεμβάσεων, το οποίο βελτιώνει το πραγματικό εισόδημα των πολιτών και μειώνει τις κοινωνικές ανισότητες.
Οι παρεμβάσεις είναι εντός των δημοσιονομικών στόχων που τίθενται στο Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό- Διαρθρωτικό Σχέδιο 2025- 2028, καθώς προβλέπεται αύξηση των καθαρών πρωτογενών δαπανών κατά 3,6% το 2025 σε σχέση με το 2024, ενώ ο σχετικός στόχος ανέρχεται σε αύξηση δαπανών έως 3,7%. Σε αυτό το πλαίσιο, το πρωτογενές αποτέλεσμα της Γενικής Κυβέρνησης αναμένεται να διαμορφωθεί σε 2,5% το 2024 και 2,4% το 2025 και το συνολικό αποτέλεσμα σε -0,7% το 2024 και -0,6% το 2025.
Όπως επισημαίνεται στον προϋπολογισμό, οι νέες δημοσιονομικές παρεμβάσεις, που συμπληρώνονται από σειρά θεσμικών μέτρων, εστιάζουν στη στήριξη του διαθέσιμου εισοδήματος, στην ενίσχυση των επενδύσεων και της καινοτομίας, στην αντιμετώπιση του δημογραφικού και του στεγαστικού ζητήματος καθώς και στην αντιμετώπιση των προκλήσεων της κλιματικής αλλαγής. Καθώς, και στην αντιμετώπιση των σύγχρονων προκλήσεων, όπως είναι το δημογραφικό και το στεγαστικό πρόβλημα, η κλιματική κρίση, αλλά και να καλύψει τις αναγκαίες δαπάνες για την ενίσχυση του συστήματος Υγείας και της Εθνικής ‘Αμυνας.
Αναλυτικότερα, στο κείμενο του νέου προϋπολογισμού αναγράφονται τα εξής:
Ο ρυθμός πραγματικής ανάπτυξης στην Ελλάδα προβλέπεται να ανέλθει σε 2,3% το 2025 από 2,2% το 2024 και 2,3% το 2023, ενισχυόμενος, ως προς την εγχώρια ζήτηση, από τη δυναμικότερη ώθηση των επενδύσεων, την περαιτέρω άνοδο της απασχόλησης και των εισοδημάτων και τη σταθερή μεγέθυνση της καταναλωτικής δαπάνης.
Η αναπτυξιακή δυναμική στην Ελλάδα προβλέπεται να διατηρηθεί σημαντικά υψηλότερη από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, έχοντας ως μοχλούς τις επενδύσεις, την ιδιωτική κατανάλωση και την εξαγωγική δραστηριότητα. Το 2025 προβλέπεται να αποτελέσει για την Ελλάδα το τρίτο συνεχόμενο έτος, μετά την ανάκτηση των απωλειών ΑΕΠ της πανδημίας, που θα καταγράψει ρυθμό πραγματικής ανάπτυξης άνω του 2%, ο οποίος αντιστοιχεί σε μέσο ρυθμό τριετίας υπερδιπλάσιο από τον μέσο εκτιμώμενο ρυθμό για την Ευρωζώνη την ίδια περίοδο (σύμφωνα με τις τελευταίες διαθέσιμες οικονομικές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Φθινόπωρο 2024).
Το 2025 οι επενδύσεις αναμένεται να αναδειχθούν σε κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης αντικαθιστώντας την ιδιωτική κατανάλωση, η οποία είχε την πρωταρχική συμβολή τα προηγούμενα έτη, ως αποτέλεσμα της φιλοεπενδυτικής οικονομικής πολιτικής, της εντατικότερης αξιοποίησης των ευρωπαϊκών πόρων, των κεκτημένων από τις εθνικές διαρθρωτικές πολιτικές για το επιχειρηματικό περιβάλλον και των ευνοϊκών συνθηκών χρηματοδότησης, σε συνέχεια της χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ και της εμπέδωσης του κλίματος εμπιστοσύνης από την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για τη χώρα. Ο ρυθμός της αύξησης των επενδύσεων προβλέπεται να διαμορφωθεί σε 8,4% το 2025, ενισχυμένος έναντι του 2024 (6,7%).
Το επενδυτικό κενό της Ελλάδας σε σχέση με τις χώρες της ευρωζώνης, το οποίο κορυφώθηκε το 2019, μετά τη διεύρυνσή του κατά την περίοδο της οικονομικής προσαρμογής, θα συνεχίσει να περιορίζεται το 2025, για έκτη συνεχή χρονιά. Μάλιστα, σύμφωνα με τα αναθεωρημένα στοιχεία εθνικών λογαριασμών για το 2023 που δημοσίευσε η ΕΛΣΤΑΤ τον Οκτώβριο 2024, το κλείσιμο του επενδυτικού κενού συντελείται με ακόμα μεγαλύτερη ταχύτητα σε σύγκριση με τα σχετικά στοιχεία του προσχεδίου του κρατικού προϋπολογισμού 2025, λόγω της δυναμικότερης αύξησης των πραγματικών επενδύσεων μετά το 2019, κυρίως κατά τα έτη 2022 και 2023. Ως αποτέλεσμα, ο στόχος του προσχεδίου του κρατικού προϋπολογισμού για τη μείωση του πραγματικού επενδυτικού κενού το 2025 έχει συντελεστεί ήδη από το 2023, σε 5,4 ποσοστιαίες μονάδες σύμφωνα με τα αναθεωρημένα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ. Το 2025 οι πραγματικές επενδύσεις στην Ελλάδα προβλέπεται να ανακάμψουν περαιτέρω, σε 17,5% του ΑΕΠ έναντι του 20,8% του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη. Αυτό αντιστοιχεί σε σωρευτική βελτίωση άνω των δύο τρίτων (69,4%) του επενδυτικού κενού της Ελλάδας το 2025 έναντι του 2019, με το ύψος του επενδυτικού κενού για το έτος να διαμορφώνεται σε 3,3 ποσοστιαίες μονάδες, το χαμηλότερο ποσοστό από το 2010 έως σήμερα.
Το ποσοστό της ετήσιας πραγματικής ανάπτυξης του 2025, που δεν εξηγείται από τη δυναμική των επενδύσεων, εκτιμάται ότι θα προέλθει σε καθαρή βάση από την αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης (+1,6% σε ετήσια βάση), η οποία συντηρείται από τις θετικές τάσεις στην απασχόληση (+0,7%), στα ονομαστικά εισοδήματα από μισθωτή εργασία ιδιωτικού και δημόσιου τομέα (+3,4%) και στα πραγματικά εισοδήματα των νοικοκυριών, υπό τη μειούμενη επίδραση του πληθωρισμού.
Η ενίσχυση των εισοδημάτων (ονομαστικών και πραγματικών) χαρακτηρίζει τις κυβερνητικές παρεμβάσεις, οι οποίες ανακοινώθηκαν στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης εφέτος, αφορούν στο 2025 και εκτείνονται μέχρι το 2027, με κύριο γνώμονα τη βελτίωση του επιπέδου ευημερίας για όλες τις κοινωνικές ομάδες. Στόχος, μεταξύ άλλων, είναι η αύξηση του μέσου εισοδήματος στον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα, η ενίσχυση των συντάξεων, η αντιμετώπιση του στεγαστικού και του δημογραφικού προβλήματος, η στήριξη των ευπαθών ομάδων, ο περιορισμός των ανισοτήτων, η αναβάθμιση των υπηρεσιών της δημόσιας υγείας και της παιδείας καθώς και η προώθηση της επιχειρηματικότητας.
Το 2025 ο εναρμονισμένος πληθωρισμός εκτιμάται ότι θα προσεγγίσει σημαντικά τον μεσοπρόθεσμο στόχο της ΕΚΤ (+2,1%), καθώς οι υποκείμενες πιέσεις τιμών στα τρόφιμα και στην ενέργεια θα μετριάζονται περαιτέρω και ο πυρήνας πληθωρισμού θα εξομαλύνεται σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα, κοντά στο επίπεδο που προβλέπεται για τον γενικό δείκτη (+2,2%).
Σε όρους Έρευνας Εργατικού Δυναμικού, η ανεργία προβλέπεται να μειωθεί το 2025, για πρώτη φορά από το 2009, σε μονοψήφιο ποσοστό 9,7% του εργατικού δυναμικού και ακόμα χαμηλότερα σε εθνικολογιστικούς όρους, σε 8,2% του εργατικού δυναμικού, επωφελούμενη από την εύρωστη εγχώρια οικονομική δραστηριότητα, τις παρεμβάσεις στις αμοιβές και τις ασφαλιστικές εισφορές και από συνέργειες του εθνικού και συγχρηματοδοτούμενου σκέλους του ΑΠΔΕ και του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας «Ελλάδα 2.0» για την απασχόληση.
Σε συμφωνία με τις εαρινές προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η εθνική πρόβλεψη για αύξηση το 2025 των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας κατά 3,4% και των αμοιβών ανά εργαζόμενο κατά 2,7%, με ρυθμό μεγαλύτερο του πληθωρισμού (2,1%), υποδηλώνει κέρδη για τον πραγματικό μέσο μισθό για τρίτη συνεχόμενη χρονιά, η οποία συνδέεται και με την περαιτέρω αύξηση του κατώτατου και του μέσου μισθού (με κυβερνητικό στόχο τα 950 ευρώ και τα 1.500 ευρώ, αντίστοιχα, το 2027). Σημειώνεται ότι εάν ληφθεί υπόψη η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, η αύξηση των καθαρών εισοδημάτων είναι ακόμα μεγαλύτερη, ενώ στις φθινοπωρινές της προβλέψεις η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναθεωρεί προς τα πάνω την πρόβλεψή της για την ετήσια ονομαστική αύξηση το 2025, σε 3,2% από 2,7%, για τις αμοιβές εξαρτημένης εργασίας ανά εργαζόμενο. Η παραγωγικότητα της εργασίας αναμένεται να αυξηθεί πιο δυναμικά το 2025 (+1,5% σε ετήσια βάση από +1% το 2024), αντλώντας οφέλη από τον μετασχηματισμό της οικονομίας, υπό το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και από τις κυβερνητικές μεταρρυθμίσεις, διαφυλάττοντας την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.
Αυξημένα κατά 2.5 δισ. ευρώ τα φορολογικά έσοδα έναντι του 2024 – Κατά 4 δισ. αυξημένες οι δαπάνες
Κατά 2,5 δισ. ευρώ αυξημένα έναντι του 2024, θα είναι για την επόμενη χρονιά τα φορολογικά έσοδα, όπως προβλέπεται στον προϋπολογισμό του 2025, ενώ οι δαπάνες εμφανίζονται αυξημένες κατά 4 δισ. ευρώ.
Ειδικότερα τα καθαρά έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού, σε δημοσιονομική βάση, μετά την αφαίρεση των επιστροφών φόρων, προβλέπεται να διαμορφωθούν στο ποσό των 74,573 δισ. ευρώ, αυξημένα κατά 3,432 δις ευρώ ή 4,8% έναντι της εκτίμησης του 2024. Ειδικότερα:
Φόροι
Τα έσοδα από φόρους αναμένεται να ανέλθουν στο ύψος των 69,203 δις ευρώ, αυξημένα κατά 2,490 δις ευρώ ή 3,7% έναντι του 2024, κυρίως λόγω της προβλεπόμενης μεγέθυνσης της οικονομίας, όπως αντικατοπτρίζεται στις μακροοικονομικές προβλέψεις. Πιο συγκεκριμένα:
Φόροι επί αγαθών και υπηρεσιών
Τα έσοδα από φόρους επί αγαθών και υπηρεσιών προβλέπεται να ανέλθουν στο ποσό των 38,019 δις ευρώ, αυξημένα κατά 1,609 δις ευρώ ή 4,4% έναντι του 2024. Ειδικότερα:
- τα έσοδα από ΦΠΑ αναμένεται να ανέλθουν στο ποσό των 26,673 δις ευρώ, αυξημένα κατά 1,332 δις ευρώ έναντι του 2024 και
- οι ΕΦΚ προβλέπονται στο ποσό των 7,276 δις ευρώ και είναι αυξημένοι κατά 47 εκατ. ευρώ έναντι του 2024.
Φόροι και δασμοί επί εισαγωγών
Από φόρους και δασμούς επί εισαγωγών προβλέπονται έσοδα ύψους 362 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 18 εκατ. ευρώ έναντι του 2024.
Τακτικοί φόροι ακίνητης περιουσίας
Τα έσοδα από τους τακτικούς φόρους ακίνητης περιουσίας αναμένεται να ανέλθουν στο ποσό των 2,394 δις ευρώ, μειωμένα κατά 40 εκατ. ευρώ έναντι του 2024. Μέρος της μεταβολής προκύπτει από τη μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 20% στους ιδιοκτήτες που θα ασφαλίσουν τις κατοικίες τους με φορολογητέα αξία έως 500.000 ευρώ για φυσικές καταστροφές.
Λοιποί φόροι επί παραγωγής
Από τους λοιπούς φόρους επί παραγωγής προβλέπονται έσοδα ύψους 460 εκατ. ευρώ, μειωμένα κατά 155 εκατ. ευρώ έναντι της εκτίμησης του 2024, κυρίως λόγω της κατάργησης του τέλους επιτηδεύματος στους ελεύθερους επαγγελματίες.
Φόρος εισοδήματος
Τα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος αναμένεται να ανέλθουν στο ποσό των 25,212 δις ευρώ, αυξημένα κατά 1,009 δις ευρώ ή 4,2% έναντι του 2024. Ειδικότερα:
- ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων προβλέπεται να διαμορφωθεί στο ποσό των 15,244 δις ευρώ, αυξημένος κατά 882 εκατ. ευρώ έναντι του 2024, ως απόρροια της προβλεπόμενης αύξησης των αμοιβών εξαρτημένης εργασίας και της αναμενόμενης νέας αύξησης του κατώτατου μισθού και
- ο φόρος εισοδήματος νομικών προσώπων προβλέπεται να ανέλθει στο ποσό των 7,972 δις ευρώ, αυξημένος κατά 120 εκατ. ευρώ έναντι του 2024, παρά την εξισορρόπηση των παραγόντων που επέδρασαν δημοσιονομικά στο προηγούμενο οικονομικό έτος από την Προσωρινή Συνεισφορά Αλληλεγγύης στις εταιρείες διύλισης.
Φόροι κεφαλαίου
Οι φόροι κεφαλαίου προβλέπεται να ανέλθουν σε 235 εκατ. ευρώ, στο ίδιο ύψος με αυτό του 2024.
Λοιποί τρέχοντες φόροι
Τα έσοδα από τους λοιπούς τρέχοντες φόρους προβλέπεται να ανέλθουν στο ποσό των 2,523 δις ευρώ, αυξημένα κατά 49 εκατ. ευρώ έναντι του 2024.
Μεταβιβάσεις
Τα έσοδα από μεταβιβάσεις αναμένεται να ανέλθουν στο ποσό των 8,794 δις ευρώ, αυξημένα κατά 2,206 δις ευρώ έναντι του 2024, κυρίως λόγω της αύξησης, μετά την προσαρμογή κατά ESA, των εσόδων του προϋπολογισμού δημοσίων επενδύσεων και συγκεκριμένα του ΤΑΑ κατά 1,299 δις ευρώ και του συγχρηματοδοτούμενου σκέλους κατά 961 εκατ. ευρώ.
Πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών
Από τις πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών προβλέπονται έσοδα ύψους 965 εκατ. ευρώ, αυξημένα κατά 109 εκατ. ευρώ έναντι του 2024, κυρίως λόγω:
- του δεδουλευμένου εσόδου, ύψους 19 εκατ. ευρώ, από τη σύμβαση παραχώρησης της Εγνατίας Οδού, το οποίο καταχωρίζεται στο έτος 2025 και
- του δεδουλευμένου εσόδου, ύψους 131 εκατ. ευρώ, αυξημένου κατά 109 εκατ. ευρώ έναντι του 2024, από την επέκταση της σύμβασης παραχώρησης της Αττικής Οδού, το οποίο καταχωρίζεται στο έτος 2025.
Δαπάνες σε δημοσιονομική βάση
Οι συνολικές δαπάνες του κρατικού προϋπολογισμού για το έτος 2025 προβλέπεται ότι θα διαμορφωθούν σε 80,502 δις ευρώ, αυξημένες κατά 4,001 δις ευρώ σε σχέση με την αντίστοιχη εκτίμηση έτους 2024, κυρίως λόγω της επιτάχυνσης των έργων που χρηματοδοτούνται από το ΤΑΑ, των αυξημένων φυσικών παραλαβών των οπλικών συστημάτων του Υπουργείου Εθνικής Άμυνας, της κάλυψης μέσω επιχορήγησης της απώλειας εσόδων του ΕΟΠΥΥ λόγω της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών, της αύξησης των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων και λόγω των αυξημένων μεταβιβάσεων για την ενίσχυση της λειτουργίας των νοσοκομείων του ΕΣΥ.
Παροχές σε εργαζόμενους
Οι δαπάνες της κατηγορίας αυτής προβλέπεται να ανέλθουν στο ποσό των 14,790 δις ευρώ, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης των εργοδοτικών εισφορών από 01.01.2025, λαμβανομένων υπόψη των αποχωρήσεων και χωρίς, ωστόσο, να συνυπολογίζεται η δαπάνη των νέων προσλήψεων καθώς και των αυξήσεων των μισθών από 01.4.2025, οι οποίες περιλαμβάνονται στις πιστώσεις υπό κατανομή με συνολικό προβλεπόμενο κόστος για την Κεντρική Διοίκηση 650 εκατ. ευρώ.
Πρόβλεψη εσόδων 1,8 δισ. ευρώ από αποκρατικοποιήσεις
Στα 365 δισ. ευρώ ή 154% του ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο τέλος του 2024 το δημόσιο χρέος, έναντι 369,099 δισ. ευρώ ή 163,9% του ΑΕΠ το 2023, παρουσιάζοντας μείωση κατά 9,9 ποσοστιαίες μονάδες έναντι του 2023. Για το 2025, προβλέπεται ότι θα διαμορφωθεί, επίσης, στα 365 δισ. ευρώ του ΑΕΠ, παρουσιάζοντας μείωση κατά 6,5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ έναντι του 2024, γεγονός που άπτεται της διαφοράς ύψους του ΑΕΠ.
Η πρόωρη αποπληρωμή των ευρωπαϊκών δανείων του μηχανισμού GLF, τα οποία έχουν κυμαινόμενο επιτόκιο, αναμένεται να συνεχιστεί τον Δεκέμβριο 2024 με την αποπληρωμή δανείων που λήγουν τα έτη 2026, 2027 και 2028, συνολικού ύψους 7,935 δισ. ευρώ. Έχουν προηγηθεί οι αποπληρωμές δανείων ύψους 5,29 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο 2023 και 2,645 δισ. ευρώ τον Δεκέμβριο 2022.
Μετά την αναβάθμιση του αξιόχρεου του Δημοσίου στην επενδυτική βαθμίδα (ΒΒΒ-) κατά τη διάρκεια του δεύτερου εξαμήνου του 2023 από τους οίκους αξιολόγησης DBRS Morningstar, Standard & Poor’s, Fitch Ratings, R & I και Scope, καθώς επίσης και την αναβάθμιση από τη Moody’s στη βαθμίδα Ba1, ακολούθησε κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους η αναβάθμιση των προοπτικών της ελληνικής οικονομίας από τους οίκους αξιολόγησης Standard & Poor’s, Scope, DBRS Morningstar και Moody’s. Το γεγονός αυτό καθιστά πιθανή μία νέα αναβάθμιση του αξιόχρεου κατά τους προσεχείς μήνες.
Στις 30/9/2024 το σύνολο των δανείων που έχουν χορηγηθεί από τον Μηχανισμό Στήριξης διαμορφώθηκε σε 226.790,1 εκατ. ευρώ, τα οποία μετά την πλήρη εξόφληση του ΔΝΤ συνίστανται αποκλειστικά σε ευρωπαϊκά δάνεια των κρατών μελών της ευρωζώνης.
Αποκρατικοποιήσεις
Τα ταμειακά έσοδα αποκρατικοποιήσεων που αναμένεται να πραγματοποιηθούν μέσω του ΤΑΙΠΕΔ, προβλέπονται στο ποσό των 1,881 δισ. ευρώ και διακρίνονται ως εξής:
- ποσό 1,378 δισ. ευρώ που περιλαμβάνεται στις κατηγορίες «Πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών» και «Λοιπά τρέχοντα έσοδα» (μη χρηματοοικονομικές συναλλαγές), αφορά σε συμβάσεις παραχώρησης, με κυριότερη τη σύμβαση παραχώρησης της Εγνατίας Οδού με προβλεπόμενα έσοδα 1,35 δισ. ευρώ,
- ποσό 37 εκατ. ευρώ που περιλαμβάνεται στην κατηγορία «Πωλήσεις παγίων περιουσιακών στοιχείων» (μη χρηματοοικονομικές συναλλαγές), αφορά σε πωλήσεις παγίων, και
- ποσό 467 εκατ. ευρώ που περιλαμβάνεται στην κατηγορία 45 «Συμμετοχικοί τίτλοι και μερίδια επενδυτικών κεφαλαίων» (χρηματοοικονομικές συναλλαγές), αφορά σε πωλήσεις μετοχών διάφορων εταιρειών με μέτοχο το Δημόσιο ή/και το ΤΑΙΠΕΔ.
Παράλληλα, το 2025 αναμένεται να είναι το έτος της πλήρους μετεξέλιξης της ΕΕΣΥΠ (Υπερταμείο) σε Sovereign Wealth Fund, με την ολοκλήρωση της απορρόφησης του ΤΑΙΠΕΔ και των περιουσιακών στοιχείων του ΤΧΣ καθώς και με την ενεργοποίηση του νέου Επενδυτικού Ταμείου, οι επενδύσεις του οποίου αναμένεται να αποτελέσουν καταλύτη προσέλκυσης περαιτέρω κεφαλαίων.
Επιπλέον, προβλέπεται:
- η έναρξη νέων σημαντικών έργων, όπως η ανάπλαση της ΔΕΘ και η βελτίωση των υπηρεσιών προς τους πολίτες, όπως το «Tap ‘n’ Pay» και
- η αύξηση των επενδύσεων, τόσο απευθείας από την ΕΕΣΥΠ, όσο και μέσω του νέου επενδυτικού της βραχίονα, που θα συμβάλλουν στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας και στη βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών, προάγοντας ένα νέο πρότυπο όπου οι εταιρείες του χαρτοφυλακίου της θα αποτελούν παράδειγμα βέλτιστων πρακτικών για τον δημόσιο τομέα.
Κύριες πηγές κινδύνου για τις δημοσιονομικές προβλέψεις
Σύμφωνα με το ΥΠΕΘΟ, οι δημοσιονομικές προβλέψεις του προϋπολογισμού 2025 υπόκεινται σε κινδύνους και αβεβαιότητες. Υπό τις παρούσες συνθήκες, οι σημαντικότεροι κίνδυνοι σχετίζονται με τις τρέχουσες γεωπολιτικές εξελίξεις και συγκεκριμένα με την εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία και των συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή. Οι εν λόγω εξελίξεις μπορεί να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στη διεθνή οικονομική δραστηριότητα, ιδίως μέσω των τιμών της ενέργειας.
Πέραν της εξέλιξης του πολέμου, επιπρόσθετοι παράγοντες κινδύνου και αβεβαιότητας εντοπίζονται σε σχέση με την ταχύτητα επιστροφής του πληθωρισμού στον μεσοπρόθεσμο στόχο της ΕΚΤ, καθώς και με τις επιπτώσεις αυτών των εξελίξεων στην πορεία της νομισματικής πολιτικής. Ταυτόχρονα, πηγή αβεβαιότητας αποτελούν η δημοσιονομική προσαρμογή που παρατηρείται σε μεγάλες οικονομίες της ΕΕ καθώς και η πιθανή επίταση των εμπορικών εντάσεων σε διεθνές επίπεδο.
Η ανάλυση ευαισθησίας αποσκοπεί στην εκτίμηση της πορείας των κύριων δημοσιονομικών μεταβλητών κάτω από διαφορετικές παραδοχές περί του ρυθμού μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας κατά το 2025. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της ανάλυσης έχει εκτιμηθεί η επίδραση στο εκτιμώμενο δημοσιονομικό αποτέλεσμα για το 2025 από μία μείωση του ρυθμού ονομαστικής μεγέθυνσης του ΑΕΠ κατά 0,5% σε σχέση με το βασικό μακροοικονομικό σενάριο του προϋπολογισμού. Η επίπτωση αυτή έχει εκτιμηθεί μέσω των ελαστικοτήτων που χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής δημοσιονομικής εποπτείας και οι οποίες περιγράφονται στην έκδοση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής «Report on Public Finances in EMU 2018».
Η μείωση του ονομαστικού ρυθμού μεγέθυνσης κατά 0,5% σε σχέση με το βασικό μακροοικονομικό σενάριο συνεπάγεται ότι το ΑΕΠ του 2025 (σε τρέχουσες τιμές) θα διαμορφωθεί σε 246,3 δισ. ευρώ από 237 δισ. ευρώ το 2024 έναντι ονομαστικού ΑΕΠ ύψους 247,5 δισ. ευρώ το 2025, σύμφωνα με το βασικό σενάριο. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της ανάλυσης ευαισθησίας, μία τέτοια μεταβολή του επιπέδου του ονομαστικού ΑΕΠ θα οδηγούσε σε επιδείνωση του δημοσιονομικού αποτελέσματος κατά 0,25% του ΑΕΠ σε σχέση με το σενάριο του προϋπολογισμού 2025.
Συγκεκριμένα, στην περίπτωση αυτή το ισοζύγιο της Γενικής Κυβέρνησης κατά ESA θα διαμορφωνόταν σε -0,8% του ΑΕΠ έναντι -0,6% του ΑΕΠ, ενώ το πρωτογενές δημοσιονομικό αποτέλεσμα κατά ESA θα διαμορφωνόταν σε +2,2% του ΑΕΠ έναντι +2,4% του ΑΕΠ. Σε απόλυτους όρους ο μειωμένος κατά 0,5% ονομαστικός ρυθμός μεγέθυνσης θα οδηγούσε σε επιπλέον δημοσιονομική επιβάρυνση της τάξης του 0,61 δισ. ευρώ.
(ΑΠΕ-ΜΠΕ)