Μυθικές μορφές της μουσικής: Οι άνθρωποι πίσω από το έργο ή άνθρωποι ήταν και αυτοί
Με αφορμή την ερμηνεία εμβληματικών έργων τους στο πλαίσιο του 12ου Φεστιβάλ Μουσικής Δωματίου Χανίων βουτάμε στα αχαρτογράφητα νερά της προσωπικής τους ζωής φωτίζοντας κρίσιμες πτυχές της προσωπικότητας του ανθρώπου που βρίσκεται πίσω από το έργο.
Πόσες φορές σκεφτόμαστε ιστορικές μορφές των τεχνών σαν απρόσωπες φιγούρες, ταυτισμένες μόνο με το έργο τους; Πόσο συχνά αναρωτιόμαστε για το προσωπικό στοιχείο πίσω από τη μάσκα τής δημόσιας σφαίρας; Είναι άραγε ευτυχισμένος ο συνθέτης που γράφει αισιόδοξα; Είναι δυστυχισμένος τη στιγμή που γράφει δραματικά; Μήπως το έργο δεν είναι πάντα καθρέφτης της πραγματικής συνθήκης υπό την οποία υλοποιείται; Αλήθεια πώς επιβίωναν οικονομικά κορυφαίοι δημιουργοί; Πόσο εύκολο ή δύσκολο ήταν να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις της καθημερινότητας; Με αφορμή το Σεπτέτο op. 20 του Μπετόβεν και το Οκτέτο D.803 του Σούμπερτ, δύο συνθέσεις που συνδέονται και μεταξύ τους -και παρουσιάζονται στο 12ο Φεστιβάλ Μουσικής Δωματίου Χανίων- , τρυπώνουμε στο παρασκήνιο της σύλληψης κι ολοκλήρωσής τους. Ρίχνουμε αδιάκριτες ματιές στις συνθήκες ζωής αυτών των θρυλικών συνθετών την περίοδο που τα έγραφαν. Αποκρυπτογραφούμε τη σχέση τους με τον έρωτα και τον θάνατο, αποκαλύπτοντας στοιχεία για την ανθρώπινη υπόστασή τους. To Σεπτέτο τού Μπετόβεν πρωτοπαρουσιάστηκε το 1800, όταν γινόταν 30 ετών. Ο Σούμπερτ συνέθεσε το Οκτέτο του το 1824, δηλαδή στα 27 του χρόνια. Αν και σχεδόν συνομήλικοι δε βρίσκονταν ωστόσο στην ίδια δημιουργική φάση. Το 1800 για τον Μπετόβεν θεωρείται σχετικά πρώιμο στην εργογραφία του, ενώ το 1824 για τον Σούμπερτ ως «ώριμη περίοδος», λόγω και του πολύ πρόωρου θανάτου του το 1829.
ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΚΑΤ’ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ
Στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα, με τις τεράστιες κοινωνικές αλλαγές που επιφέρει η βιομηχανική επανάσταση και με την άνοδο της αστικής τάξης, αλλάζουν δραστικά και τα δεδομένα για την επαγγελματική θέση των μουσικών. Ο συνθέτης παύει να είναι άμεσα εξαρτώμενος από προστάτες και αυλές, αρχίζοντας να ασκεί την τέχνη του ως ελεύθερος επαγγελματίας. Ο Μπετόβεν είναι ο πρώτος που καταγράφεται από την ιστορία ως επιτυχημένος συνθέτης στην ελεύθερη αγορά. Βρισκόμαστε στην περίοδο που η μουσική ξεκινά να βγαίνει από το κλειστό κύκλωμα των ευγενών και να δημιουργείται η ιδέα τής αίθουσας συναυλιών όπως την ξέρουμε, με πηγή εσόδων τα εισιτήρια που θα αγόραζε η νέα μέση κοινωνική τάξη.
Στο Σεπτέτο, ο Μπετόβεν διαχειρίζεται έξυπνα τα νέα δεδομένα και δημιουργεί ένα σύνολο ανάμεσα στη μουσική δωματίου και την ορχηστρική γραφή, καταφέρνοντας να το κάνει οικονομικά ελκυστικό για τους ιμπρεσάριους και αισθητικά γοητευτικό για το κοινό. Ο κατά 27 χρόνια νεότερος Σούμπερτ, κινείται στην ίδια κοινωνία, όμως καθιερώνεται πρωτίστως ως συνθέτης τραγουδιών (Lieder), περισσότερο δηλαδή σε μικρής κλίμακας έργα που παίζονταν σε σπίτια και σαλόνια. Γι’ αυτό και ποτέ δεν ήταν ο οικονομικά εύρωστος συνθέτης, αλλά αναζητούσε το εισόδημά του σε γενναιόδωρες χορηγίες και στη διδασκαλία.
ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΑΣ
Ο Ρομαίν Ρολλάν στο βιβλίο του Μπετόβεν γράφει χαρακτηριστικά: «ο Μπετόβεν ήταν ένας ερωτόπληκτος» και «ποτέ του δεν ήταν χωρίς κάποιο πάθος στην καρδιά». Οι επιστολές προς την «Αθάνατη Αγαπημένη» έχουν κεντρική θέση σε κάθε βιογραφία του, και μια πρόχειρη ματιά στο σύνολο της αλληλογραφίας του αρκεί για να διαπιστώσουμε πόσες φορές ερωτεύτηκε, αλλά και πόσο άτυχος υπήρξε στην προσωπική του ζωή. Φαίνεται σχεδόν δυσεξήγητο ότι σε μεγάλο μέρος τού έργου του επιστρατεύει το χιούμορ και γράφει μουσική χαρμόσυνη (όπως στο Σεπτέτο), ενώ στην πραγματική του ζωή ήταν μάλλον δυστυχής.
Ακόμη πιο συναρπαστική αλλά εξίσου δραματική ήταν η σχέση τού Σούμπερτ με τον έρωτα και την ανεκπλήρωτη επιθυμία. Η αλληλογραφία αποδεικνύεται και πάλι μια πολύτιμη πηγή για την κατανόηση του ψυχισμού και τη συναισθηματική κατάσταση του συνθέτη. Στα γράμματα του Σούμπερτ βρίσκουμε συχνές περιγραφές τής απελπισίας του. Αυτή ακριβώς η απελπισία μοιάζει να τον έσπρωχνε σε μια άσωτη ζωή, γεμάτη από αλκοόλ και πληρωμένο έρωτα. Σύμφωνα με σύγχρονες προσεγγίσεις, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη και τις σχέσεις του με τους φίλους του, ανοιχτή είναι και η εκδοχή μιας καλυμμένης –αν όχι καταπιεσμένης– ομοφυλοφιλίας.
ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ
Κοινό σημείο αποτελεί για τους δύο μεγάλους συνθέτες και η σχέση τους με τον θάνατο, ο οποίος τους απασχολεί από νωρίς, καθώς και οι δύο ασθένησαν πολύ νέοι. Επιστρέφοντας και πάλι στο παράδειγμα του Σεπτέτου, ο Μπετόβεν κάθε άλλο παρά ανέμελος υπήρξε κατά την περίοδο που το συνέθετε. Η ασθένεια που τον οδηγούσε σταδιακά στην κώφωση είχε ήδη ξεκινήσει να δίνει τα σημάδια της πριν από τα 30 του χρόνια, και γύρω στο 1800 υποφέρει ήδη από δυσάρεστα συμπτώματα. Στην επικοινωνία του με γιατρούς και φίλους διαβάζουμε ότι οι εμβοές τον ταλαιπωρούν πολύ και ότι η ιδιαίτερα οξυμένη ακοή του χάνεται με γρήγορους ρυθμούς. Η επιδείνωση της υγείας τού Μπετόβεν μεταφράζεται όλο και περισσότερο ως τραγικό στοιχείο στη μουσική του. Ακριβώς με τον ίδιο τρόπο αποτυπώνεται ο φόβος τού θανάτου και στην τελευταία περίοδο της ζωής τού Σούμπερτ, όπως στην Ημιτελή Συμφωνία και το Χειμωνιάτικο Ταξίδι. Ο Σούμπερτ υπέφερε από σύφιλη ήδη από το 1822, εξαιτίας τής οποίας νοσηλεύτηκε τον επόμενο χρόνο και η οποία τον οδήγησε στον θάνατο πέντε χρόνια αργότερα. Το Οκτέτο γράφεται το 1824, και μπορούμε να δούμε εμφανή τα σημάδια της αγωνίας, και πάλι όμως με ενότητες γαλήνιες και ένα ιδιαίτερα ενεργητικό και αισιόδοξο φινάλε.
Ιχνηλατώντας τις πραγματικές συνθήκες ζωής κατά την περίοδο τής σύνθεσης, διαπιστώνουμε ότι οι συνθέτες βασανίστηκαν από τις αγωνίες και τα καθημερινά πάθη κάθε ανθρώπου, έχοντας όμως την τεράστια δύναμη να τα εξυψώνουν σε μεγάλη τέχνη, είτε υπερβαίνοντάς τα, είτε χρησιμοποιώντας τα. Κοινός παρονομαστής είναι ότι κανένας τους δε βολευόταν ή δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στα συνηθισμένα μέτρα μιας μέσης κοινωνικής ζωής.
ΙΝFO
12ο Φεστιβάλ Μουσικής Δωματίου Χανίων
26 Αυγούστου – 4 Σεπτεμβρίου
Minoa Palace Resort & Θέατρο αρχαίας Άπτερας
Περισσότερα εδώ
Online αγορά εδώ