Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου: Σημαντικά κενά και γκρίζα σημεία στο υπό σύσταση «Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και Οπτικοακουστικών Μέσων»
Δημόσια παρέμβαση με θέμα τον υπό σύσταση φορέα, Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και Οπτικοακουστικών Μέσων, που θα συνενώσει το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου (ΕΚΚ) και το Εθνικό Κέντρο Οπτικoακουστικών Μέσων και Επικοινωνίας (ΕΚΟΜΕ), έκανε χθες (22/4)η Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου (ΕΑΚ). Στο πάνελ συμμετείχαν ο πρόεδρος της ΕΑΚ και σκηνοθέτης Λευτέρης Χαρίτος, η σκηνοθέτις και μέλος της ΕΑΚ Ελίνα Ψύκου, ο σκηνοθέτης και πρώην πρόεδρος της ΕΑΚ Γιώργος Τσεμπερόπουλος, ο παραγωγός και μέλος της ΕΑΚ Γιώργος Καρναβάς και η ηθοποιός και μέλος της ΕΑΚ Κόρα Καρβούνη. Το «παρώ» στην εκδήλωση έδωσαν ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ΕΚΟΜΕ, Λεωνίδας Χριστόπουλος, ο πρόεδρος του ΕΚΚ, Μάρκος Χολέβας, εκπρόσωποι σωματείων και φορέων, πολιτικοί, καλλιτέχνες και δημοσιογράφοι.
Όπως αναφέρει σε ανακοίνωσή της, η Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου τοποθετήθηκε στην πρόσφατη δημόσια διαβούλευση επί του νομοσχεδίου επισημαίνοντας, κατ’ αρχάς, «τη σύμφωνη γνώμη της με την ενοποίηση των δύο φορέων ως μία πρώτη κίνηση στο πλαίσιο χάραξης μιας ενιαίας εθνικής πολιτικής για τον κινηματογράφο και τις οπτικοακουστικές παραγωγές». Περνώντας στο περιεχόμενο του νομοσχεδίου, όπως τόνισαν οι ομιλητές και μέλη της ΕΑΚ «διαπιστώθηκαν σημαντικές ελλείψεις στη διευκρίνιση της λειτουργίας και του σκοπού του νέου φορέα και κυρίως του τρόπου με τον οποίο θα συνεχίσει η διακριτή λειτουργία των δύο φορέων που απορροφά».
Τον λόγο πρώτος πήρε ο Λευτέρης Χαρίτος επισημαίνοντας πως «μοιάζει ότι με τον νέο φορέα το ΕΚΟΜΕ θα λειτουργήσει καλύτερα. Ταυτόχρονα αναγνωρίζουμε μια βασική αδυναμία στο συγκεκριμένο νομοσχέδιο, την ασάφεια γύρω από τον διαμοιρασμό του χρηματοδοτικού προϋπολογισμού του νέου φορέα μεταξύ των επιμέρους πυλώνων του και ειδικότερα μεταξύ των επιλεκτικών και αυτόματων προγραμμάτων». Ο κ. Χαρίτος ολοκλήρωσε, λέγοντας ότι παρότι πολλές από τις παρατηρήσεις της ΕΑΚ ελήφθησαν υπόψη στη δημόσια διαβούλευση, παραμένουν σημαντικά κενά και γκρίζα σημεία.
Η Ελίνα Ψύκου τόνισε με τη σειρά της την καθοριστική σημασία του προς ψήφιση νομοσχεδίου. Ανέφερε συγκεκριμένα ότι «είναι κοινός τόπος μεταξύ των ενεργών κινηματογραφιστών ότι τα τελευταία χρόνια το ΕΚΚ κατάφερε να ορθοποδήσει και να λειτουργήσει αποτελεσματικά».
«Στα 15 χρόνια έμπρακτης εφαρμογής του νόμου 3905 διαμορφώθηκαν τα τρέχοντα χρηματοδοτικά προγράμματα τα οποία, αποδεδειγμένα μέσα από τα έργα που παράχθηκαν με τη στήριξή τους, ανταποκρίνονται στις ανάγκες της ελληνικής οπτικοακουστικής παραγωγής. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι η τελευταία δεκαπενταετία ήταν μια περίοδος ιδιαίτερα εξωστρεφής για τον ελληνικό κινηματογράφο, με σταθερή παρουσία σε όλα τα μεγάλα κινηματογραφικά φεστιβάλ και εμπορική διανομή σε πλήθος χωρών, παρά τις τρομερές οικονομικές δυσκολίες που έχουμε επισημάνει. Αυτός λοιπόν ο οργανισμός έρχεται να συνενωθεί με το ΕΚΟΜΕ μέσα από ένα νομοσχέδιο που αναμένεται να ψηφιστεί εντός των επόμενων ημερών. Έχουμε ένα νομοσχέδιο του οποίου περίπου τα 2/3 αφορούν τη λειτουργία του cash rebate. Με άλλα λόγια έχουμε ένα νομοσχέδιο, το οποίο για άγνωστο λόγο τηρεί σιγή ιχθύος για τα επιλεκτικά προγράμματα χρηματοδότησης που έως τώρα διαχειριζόταν το ΕΚΚ. Όντως ο σύντομος βίος του ΕΚΟΜΕ ήταν γεμάτος παθογένειες, τις οποίες το νομοσχέδιο προσπαθεί να διευθετήσει. Όμως για την ελληνική κινηματογραφική κοινότητα η προστασία του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και αυτού του οποίου σηματοδοτεί είναι ζήτημα υπαρξιακό και πολλαπλάσιας βαρύτητας. Αυτό που ζητάμε είναι να διασφαλιστεί ρητά στο νομοσχέδιο η λειτουργία και η αυτοτέλεια των επιλεκτικών προγραμμάτων» ανέφερε και πρόσθεσε:
«Ως έχει το νομοσχέδιο δεν παρέχει κανένα εχέγγυο ότι η σύζευξη των δύο φορέων συνιστά μια ουσιαστική χάραξη ενιαίας κινηματογραφικής πολιτικής… Δεν θέλουμε ένα νομοσχέδιο το οποίο θα προσανατολίζει την ελληνική οπτικοακουστική παραγωγή μόνο στην παροχή υπηρεσιών για ξένες παραγωγές, αλλά θα δίνει εξίσου και μεγαλύτερη βαρύτητα στην εθνική μας κινηματογραφία».
Ο Γιώργος Τσεμπερόπουλος αναφέρθηκε στην πάγια υποχρηματοδότηση του ΕΚΚ ως πληγή της ελληνικής κινηματογραφίας. Επισημάνθηκε ότι επί του παρόντος το ΕΚΚ διαχειρίζεται 3.5 εκατ. ευρώ ετησίως, ποσό που περιλαμβάνει και τα λειτουργικά έξοδα του και παρότι εξαιρετικά μικρό έχει επιτρέψει να γίνουν «μικρά θαύματα». «Περιμέναμε ότι με το νέο νομοσχέδιο θα ωφελούνταν το Κέντρο Κινηματογράφου, για την ώρα όμως στα χαρτιά δεν φαίνεται να υπάρχει πραγματικό ενδιαφέρον να ενισχυθεί… Υπάρχουν εδώ τόσο καθορισμένες λεπτομέρειες για τα οικονομικά, για παράδειγμα των αμοιβών του διοικητικού συμβουλίου που θα κοστίζει στον φορολογούμενο 453.000 ευρώ τον χρόνο (από 12.500 που κοστίζει σήμερα το Δ.Σ του ΕΚΚ), τη στιγμή που δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη σχετικά με τη χρηματοδότηση του νέου φορέα… Το νομοσχέδιο δεν λέει ούτε πόσα λεφτά θα έχει ο νέος φορέας, ούτε από πού θα τα λαμβάνει», σημείωσε.
Ο Γιώργος Καρναβάς από την πλευρά του τόνισε ότι «απαραίτητη προϋπόθεση για να έρθουν ξένες κινηματογραφικές παραγωγές στη χώρα μας αυτή είναι ότι θα τις υποδεχτεί μια στέρεη και αξιόπιστη εγχώρια κινηματογραφία, αυτό είναι το added value μας. Με άλλα λόγια, η στήριξη της εθνικής κινηματογραφικής παραγωγής είναι το ελάχιστο αυτονόητο βήμα, προκειμένου να προσελκύσει η Ελλάδα ξένες παραγωγές». «Στο πρακτικό κομμάτι», συνέχισε, «αυτό που βιώνουμε είναι ότι από τη στιγμή που ανακοινώθηκε ότι το ΕΚΟΜΕ θα σταματήσει στις 5 Μαΐου για να γίνει η μετάβαση, χωρίς να ξέρουμε πόσο θα είναι το μεσοδιάστημα και τι θα συμβεί στη διάρκειά του, αντιμετωπίζουμε σοβαρότατο ζήτημα με τις χρηματοδοτήσεις των ήδη εγκεκριμένων ταινιών μας… Η μετάβαση αυτή είναι αχαρτογράφητη και στο Φεστιβάλ Καννών τον Μάιο όλοι οι παραγωγοί θα χρειαστεί να δίνουμε εξηγήσεις και να καθησυχάζουμε τους ξένους συνεργάτες μας για να μη διαλυθούν τα προσεχή πρότζεκτ. Αυτό είναι και το βασικό πρόβλημα με αυτό το νομοσχέδιο, υπάρχει μια καλή πρόθεση αλλά δεν καταγράφεται πουθενά ο τρόπος με τον οποίο θα πάμε μπροστά».
Στη δευτερολογία της, απευθυνόμενη στον Λεωνίδα Χριστόπουλο, η Ελίνα Ψύκου επανέλαβε ότι είναι υψίστης σημασίας να γίνει ρητή αναφορά στο νομοσχέδιο στα επιλεκτικά προγράμματα που ως τώρα υπηρετεί το ΕΚΚ και στην οικονομική ποσόστωση υπέρ αυτών έναντι των αυτόματων που ως τώρα διαχειρίζονταν το ΕΚΟΜΕ.
Απαντώντας ο κ.Χριστόπουλος ανέφερε ότι «όλοι συμφωνούμε στην έως τώρα διοικητική παθογένεια, είχαμε δύο φορείς με το ίδιο βασικό αντικείμενο σε διαφορετικά υπουργεία και δημιουργούνταν ζητήματα στην πράξη. Αυτό αποφασίστηκε ότι πρέπει να εξορθολογιστεί, να ενοποιηθούν και να πάνε κάτω από το υπουργείο Πολιτισμού, τον φυσικό τους τόπο. Και συγκεκριμένα το ΕΚΟΜΕ να έρθει κάτω από το ΕΚΚ και κάτω από το ΥΠΠΟ και να υπηρετεί την ευρύτερη πολιτική για τον κινηματογράφο». Ολοκλήρωσε λέγοντας ότι «τα επιλεκτικά προγράμματα βασίζονται στον νόμο 3905/2010 που δεν καταργείται, ισχύει. Απαγορεύεται ρητώς πόροι του επιλεκτικού να χρησιμοποιηθούν για το cash rebate. Επιπλέον, βάσει του δημόσιου λογιστικού του κράτους, τα επιλεκτικά προγράμματα χρηματοδοτούνται από τον τακτικό προϋπολογισμό, ενώ του cash rebate από τον προϋπολογισμό Δημοσίων Επενδύσεων και το ΕΣΠΑ».
Ολοκληρώνοντας τη συνέντευξη τύπου, ο Λευτέρης Χαρίτος επεσήμανε ότι υπάρχει αρκετός χρόνος για τελικές διορθώσεις και διευκρινίσεις στο νομοσχέδιο. «Υπάρχει μεγάλη αγωνία και κυρίως ανάγκη για απόλυτη σαφήνεια ως προς επίτευξη του κοινού στόχου, που είναι μια υγιής ελληνική κινηματογραφία», είπε. Εξέφρασε τέλος την προτροπή προς τον υφυπουργό Πολιτισμού, Χρίστο Δήμα να προχωρήσει η διαδικασία χαρακτηρισμού και των χειμερινών κινηματογράφων ως διατηρητέων. Σημειώνεται ότι το νομοσχέδιο για τον ενιαίο φορέα ψηφίζεται στη Βουλή αύριο, Τετάρτη 24 Απριλίου.