Εγκαίνια της έκθεσης «Όλοι εδώ. 50 χρόνια Δημοκρατία» στο MOMus
Πέτρα, σύρμα, ξύλο, γύψος και κατακόκκινα γαρύφαλλα πλαισιώνουν ένα σύνθημα που παραπέμπει στα συνθήματα της εξέγερσης των φοιτητών στο Πολυτεχνείο, τον Νοέμβριο του 1973 και είναι παράλληλα ο τίτλος της ιστορικής έκθεσης «Όλοι εδώ. 50 χρόνια Δημοκρατία» που οργανώνει το MOMus για τον εορτασμό των 50 χρόνων από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, από τις 18 Ιανουαρίου έως τις 14 Απριλίου 2024, στο MOMus-Μουσείο Άλεξ Μυλωνά στην Αθήνα.
Η έκθεση τελεί υπό την αιγίδα της Α.Ε. της Προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου.
Η έκθεση «Όλοι εδώ. 50 χρόνια Δημοκρατία» συγκεντρώνει έργα τεσσάρων από τους σημαντικότερους Έλληνες εικαστικούς της μεταπολεμικής περιόδου, του Βλάση Κανιάρη, του Δημήτρη Αληθεινού, της Βάσως Κατράκη και του Α. Τάσσου, έργα των οποίων παρουσιάστηκαν σε εκθέσεις κατά την περίοδο της χούντας ή αμέσως μετά, ως σύμβολα αντίστασης και εναντίωσης, ελπίδας και δημοκρατίας. Οι τέσσερις εικαστικοί δημιουργοί ήταν «παρόντες» με το έργο τους ως καλλιτεχνική έκφραση, ως «πολιτική» θέση και στάση, συνειδητά και αδιαμεσολάβητα, σε μια από τις πιο σκοτεινές περιόδους της ελληνικής ιστορίας.
Επιπλέον, το έργο του εικαστικού Γιάννη Παππά, ο οποίος ζει και εργάζεται στο Βερολίνο, παρουσιάζεται αντιστικτικά στην έκθεση, ως μια νέα προσέγγιση απέναντι στη μνήμη και την ιστορία, ως «γέφυρα» ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν.
Η ανώμαλη και έκρυθμη πολιτική κατάσταση που δημιουργείται στα μέσα της δεκαετίας του 1960 έχει ως τραγική κατάληξη τη δικτατορία της 21ης Απριλίου 1967. Η μη συμμετοχή σε κάθε είδους πολιτιστικές εκδηλώσεις, είναι ο βασικός τρόπος που επιλέγει η πλειοψηφία των καλλιτεχνών σε μια «άτυπη» μεταξύ τους συμφωνία, ώστε να εκφράσει την εναντίωσή της στη χούντα, να αποκλείσει οποιαδήποτε νομιμοποίησή της. Ταυτόχρονα, μερικοί δραστηριοποιούνται σε αντιδικτατορικές οργανώσεις, κάποιοι φεύγουν στο εξωτερικό, άλλοι συλλαμβάνονται και εξορίζονται, άλλοι σιωπούν και απομονώνονται στα εργαστήριά τους, λίγοι όμως είναι οι πολιτικά αδιάφοροι στη ζοφερή πραγματικότητα που βιώνουν, σ’ έναν κόσμο που συνταράσσεται από τον πόλεμο του Βιετνάμ, τη δολοφονία του Τσε Γκεβάρα, την επαναστατική ορμή των παρισινών οδοφραγμάτων του Μάη του ‘68. Όταν η στάση της αποχής φαίνεται ότι οδηγεί σε αδιέξοδο και εξαντλεί την όποια δυναμική της, οι καλλιτέχνες ανασυντάσσονται, αναθεωρώντας την απόφασή τους.
Η ατομική έκθεση (1969) του Βλάση Κανιάρη στη Νέα Γκαλερί, είναι από τις πρώτες εκθέσεις που σπάνε συμβολικά τη «σιωπή» των καλλιτεχνών. Οι συνθέσεις με τον γύψο, τα συρματοπλέγματα και τα κόκκινα γαρίφαλα (που συμβολίζουν τον αγώνα και την ελπίδα για τη νίκη) οδηγούν σε μια αμιγώς πολιτική ανάγνωση, παραπέμπουν στις συνθήκες στέρησης της ελευθερίας, στα βασανιστήρια, στην ωμότητα και στη σκληρότητα της χούντας των συνταγματαρχών.
Ο Δημήτρης Αληθεινός πραγματοποιεί το 1972 και το 1973 δύο «ιστορικές» εκθέσεις: στο μικρό θέατρο Studio 47 (οργανωμένη από την Αίθουσα Τέχνης Δεσμός) και στο Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα αντίστοιχα. Έργα όπως το ανακριτικό γραφείο, το κλουβί με τη νεκροκεφαλή και το ζωντανό καναρίνι, η «εσταυρωμένη» κόκκινη μορφή, καθώς και το «συμβάν» με τα λευκά κουτιά και τα ζωντανά ανθρώπινα μέλη, δεν αποτελούν μόνο πρωτοποριακές, για την ελληνική τέχνη της περιόδου, προτάσεις, αλλά θέτουν κρίσιμα ερωτήματα για τον ρόλο του δημιουργού και του έργου τέχνης ιδιαίτερα σε άγριες και ανελεύθερες εποχές, επιζητώντας την άμεση εμπλοκή, συμμετοχή και αντίδραση του θεατή.
Η Βάσω Κατράκη είναι μεταξύ των πρώτων που συλλαμβάνεται από το στρατιωτικό καθεστώς και εξορίζεται στη Γυάρο. Στα μαύρα μελάνια των χαρακτικών της, μετά την επιστροφή της από την εξορία, εικονοποιεί, με μοναδική εκφραστική ένταση και ευαισθησία, συναισθήματα και εμπειρίες σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Η έκθεσή της στο Καλλιτεχνικό Πνευματικό Κέντρο Ώρα (1972) συγκεντρώνει τις συνθέσεις της με τα ακρωτηριασμένα σώματα, τις ιερατικές γυναικείες μορφές (Πλατυτέρες) και την τραγική φιγούρα της Αντιγόνης που ετοιμάζεται να εκπληρώσει το χρέος της.
Οι εκθέσεις των Κανιάρη, Αληθεινού και Κατράκη, εν μέσω χαφιέδων και αστυνομικών, υπό την απειλή απαγορεύσεων και διώξεων, συγκεντρώνουν πλήθος κόσμου: η παρουσία του σ’ αυτές υποκαθιστά, κατά κάποιον τρόπο, την απαγορευμένη πολιτική δράση.
Οι ξυλογραφίες του Α. Τάσσου της περιόδου 1967-74, οι οποίες παρουσιάζονται, μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, στην Εθνική Πινακοθήκη (1975), αποτυπώνουν τον πόνο και τον ηρωισμό, την αντίσταση και την εναντίωση, γίνονται δυνατές αλληγορίες, επιβάλλονται με το επικό, μνημειακό τους ύφος. Οι σκλάβοι, τα στρεβλωμένα από τα συρματοπλέγματα σώματα και οι Τυραννοκτόνοι συνομιλούν με τον Τσε Γκεβάρα, τους σύγχρονους αγωνιστές και τους οπλισμένους αρχάγγελους στην πύλη του Πολυτεχνείου.
Ήταν ΟΛΟΙ ΕΚΕΙ και σήμερα εξακολουθούν να είναι ΟΛΟΙ ΕΔΩ.
Επιμέλεια έκθεσης: Γιάννης Μπόλης, Ιστορικός της Τέχνης-Προϊστάμενος Τμήματος Σύγχρονης Γλυπτικής, MOMus-Μουσείο Άλεξ Μυλωνά
Έργα για την έκθεση παραχώρησαν οι: Εταιρεία Εικαστικών Τεχνών Α. Τάσσος, Συλλογή Έργων Τέχνης Alpha Bank, Δημήτρης Αληθεινός, Χριστίνα Μουστακλή, Γιάννης Παππάς, οικογένεια Μαριάννας Κατράκη, οικογένεια Κανιάρη.
Την έκθεση συνοδεύει δίγλωσσος κατάλογος με πλούσιο εποπτικό υλικό και κείμενα ιστορικών, ιστορικών της Τέχνης και εικαστικών καλλιτεχνών: Μάνος Αυγερίδης, Δόμνα Γούναρη, Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Έλενα Κεχαγιά, Κώστας Κωστής, Θούλη Μισιρλόγλου, Σπύρος Μοσχονάς, Γιάννης Μπόλης, Ειρήνη Οράτη, Γιάννης Παππάς,Ευάνθης Χατζηβασιλείου, Κώστας Χριστόπουλος.