interstellar

Interstellar *****

ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, 2014, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Christopher Nolan

Πρωταγωνιστούν: Matthew McConaughey, Anne Hathaway, Michael Caine

Διάρκεια: 169’

Η Γη του μέλλοντος δε δείχνει να έχει καμία απολύτως ελπίδα. Το περιβάλλον σταδιακά γίνεται όλο και πιο εχθρικό, οι καλλιέργειες μειώνονται, ο αέρας είναι γεμάτος σκόνη. Το τέλος πλησιάζει. Λίγο πριν την καταστροφή, σαν από σύμπτωση, μια σκουληκότρυπα εμφανίζεται στο Γαλαξία και μυστικές μελέτες της ΝΑΣΑ μιλούν περί ενός φιλόξενου προς την ανθρωπότητα συμπλέγματος πλανητών. Έτσι, ένα επανδρωμένο διαστημόπλοιο στέλνεται να ερευνήσει την πιθανότητα ύπαρξης μιας δεύτερης ευκαιρίας, με τη χωροχρονική σχετικότητα να δυσκολεύει τα πράγματα. Η επιστημονική ακρίβεια και το βάθος των φιλοσοφικών αναζητήσεων μπορεί να τίθενται εύκολα υπό αμφισβήτηση, μα αυτό δεν αναιρεί πως ο Nolan έφτιαξε την πιο άρτια εικαστικά ταινία του, γεμάτη δυνατές (και όχι παραφορτωμένες) εικόνες, γοητευτική και επιβλητική, που παρά τα όποια σκαμπανεβάσματά της παραμένει μια ολοκληρωμένη φιλμική εμπειρία.

http://youtu.be/ePbKGoIGAXY

Αν πάμε να τον συγκρίνουμε με τον Kubrick, άκρη δε θα βγάλουμε. Μπορεί ο Nolan να έχει εκφράσει την αγάπη του για τον τιτάνα του κινηματογράφου πολλάκις, μα άλλο ο ένας και άλλο ο άλλος. Ο Kubrick επαναδομούσε τον κινηματογράφο τα χρόνια που ακόμα αυτός επιδεχόταν πρωτοφανείς ιδέες και έγινε τρανός. Ο Nolan στοχεύει σε ένα σαφώς πιο mainstream ακροατήριο, που έχει συνηθίσει την εξέλιξη του Μέσου, έχει σαφώς περισσότερες τεχνικές δυνατότητες και δε δείχνει και τόσο φιλοσοφημένος όσο εραστής της popular science με συχνές «τζούφιες» απόπειρες παραγεμίσματος των ταινιών του με παραστρογγυλεμένους και συχνά άτοπους πνευματικούς προβληματισμούς, ωστόσο έχει όραμα. Το Inception παραμένει ένα χαριτωμένο μα άνισο φιλμικό κείμενο που αν ειδωθεί κυνικά απομυθοποιείται. Με αυτά κατά νου και με ένα μικρό καλάθι ανά χείρας, το Interstellar δε μπορεί παρά να εντυπωσιάσει.

Προσοχή: πρόκειται μεν για ταινία εντυπωσιακή, μα αυτό δε σημαίνει πως δεν έχει τις ατέλειές της. Πολλοί μπορεί να θεωρήσουν τις εξώφθαλμες σε συγκεκριμένα σημεία αρρυθμίες της βαρετές. Η ερμηνεία του προσφάτως «αναγεννημένου» Matthew McConaughey, όσο και να πείθει στις αντρίκιες στιγμές της, άλλο τόσο φαίνεται αποσυντονισμένη όταν καλείται να δείξει μια συναισθηματικότερη και πιο σκεπτόμενη μεριά. Η Anne Hathaway κουράζει με την άχρωμη και κλισέ ερμηνεία της. Ορισμένες απλοϊκές μπαρούφες περί αγάπης δεν πείθουν ούτε τον πιο αφελή με την παιδιάστικη λογική τους. Το φινάλε είναι σαφώς κατώτερο, αισθητικά και νοηματικά, των όσων προηγήθηκαν. Και αυτά στο περίπου είναι τα αρνητικά της ταινίας.

Γιατί μετά περνάμε στα απείρως σημαντικότερα αβάτζο τα οποία είναι και πολύ περισσότερα. Ο Nolan επιτέλους επιτυγχάνει να φτάσει την εικονοπλασία του στο απόλυτο ζενίθ και να ζωγραφίσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το άπειρο του Διαστήματος. Έχει στα χέρια του μερικά από τα δυνατότερα χαρτιά που μπορούν να παιχτούν σε θέμα ειδικών εφέ, μα αντί να αρχίσει τον διαρκή οπτικό αυνανισμό, αρκείται σε μια σχεδόν μινιμαλιστική μα απόλυτα πειστική απόδοση των τοπίων που η κάμερά του εξερευνά. Δεν πρόκειται να δείτε ούτε φανταχτερούς κόσμους, ούτε μια διαρκή επίδειξη περίπλοκων λήψεων με ανταγωνιστικά πληθωρική λογική. Θα θαυμάσετε κόσμους επιβλητικούς, υπαρξιακά κενούς και εκφοβιστικούς. Θα μαγευτείτε από τη μεγαλοπρέπεια και τη γκράντε αισθητική του Διαστήματος αυτούσιου. Θα απολαύσετε την απόλυτη σιωπή, που όχι μόνο δε θα σας ξενίσει, μα θα σας δημιουργήσει αυτήν την παγωμένη αίσθηση απομόνωσης που επιβάλλεται σε αυτές τις εικόνες. Συγκεκριμένα, θα καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες να αποβάλλω από το μυαλό μου τη σκηνή που, αργά και σταθερά, το διαστημόπλοιο των πρωταγωνιστών περνά δίπλα από τον Κρόνο και την εικαστική του αρτιότητα.

Βέβαια, η ταινία δεν είναι μόνο αυτά, σιωπή και λιτά οπτικά εφέ. Ο Nolan πλέον έχει ψηθεί στο κουρμπέτι και ξέρει που μπορεί να ανεβάσει ρυθμούς, να τα δώσει όλα σε οπτική υπερβολή μα με σωστή τοποθέτηση. Ακόμα και αν δείχνει τον εμφανή ενδοκαλλιτεχνικό διάλογο με τον Kubrick (και τον Tarkovsky όταν παραμένει στα γκρίζα, σχεδόν θρησκευτικά σκηνικά), παραμένει σκηνοθέτης με δική του σφραγίδα, κάνοντας τα έντονα εφέ μιας τρομακτικής καταβύθισης μεταξύ διαστάσεων να φαίνεται όντως αγχώδης. Και ας φέρνει κατά νου τα ταξίδια του 2001, με σαφώς λιγότερο ψυχεδελικό χαρακτήρα.

Τέλος η μουσική. Τον καταστροφολόγο-«κοσμογράφο» Hans Zimmer τον έχουμε μάθει και από την καλή και από την ανάποδη πλέον. Μα το (σίγουρα θα βραβευτεί με Όσκαρ) σάουντράκ του δείχνει να βρίσκεται σε απόλυτη σύμπνοια με τις εικόνες που επενδύουν ηχητικά. Εναρμονίζονται σε τέτοιον βαθμό που (όταν αυτή η εκπληκτική ησυχία δεν υφίσταται) δε θα μπορούσες να φανταστείς αυτή τη μουσική χωρίς αυτές τις εικόνες ή και το αντίστροφο. Και πέρα από την σταθερά επική του πλευρά, αποκτά και έναν πιο εσωτερικό χαρακτήρα. Υπάρχει μέχρι και κομμάτι που μου θύμισε έντονα το Host of Seraphim των Dead Can Dance σε a capella έκδοση.

Τέτοιες μέρες πέρσι απογοητεύτηκα σφόδρα με το βαθύτατα υπερεκτιμημένο και μηδενικά ουσιαστικό Gravity. Ευτυχώς, οι όσοι ατυχείς συνειρμοί περί «sci-fi ταινίας του Νοέμβρη» διαλύθηκαν και ο Nolan έκανε αυτά που πριν από ένα χρόνο επιθυμούσα να μου δώσει ο Cuarón. Μια πλήρη καταβύθιση σε άλλους, πιο επικίνδυνους κόσμους, και μάλιστα χωρίς 3D αυτοσκοπούς. Αισθάνομαι πλήρης που βρήκα ένα τέτοιο blockbuster. 

line-630
u03B4u03C5u03BF u03B7u03BCu03B5u03C1u03B5u03C2 u03BCu03B9u03B1 u03BDu03C5u03C7u03C4u03B1

Δύο Ημέρες, Μία Νύχτα (Deux Jours, Une Nuit) *****

Βέλγιο, Γαλλία, Ιταλία, 2014, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Jean-Pierre και Luc Dardenne

ΠρωταγωνιστούνMarion Cotillard, Fabrizio Rongione, Pili Groyne

Διάρκεια: 95’

Η Sandra αναρρώνει από μια πρόσφατη περιπέτεια με την κατάθλιψη. Η ανάρρωσή της όμως θα υποτροπιάσει όταν μάθει πως απολύεται από τη δουλειά της, καθώς πλέον θεωρείται περιττό προσωπικό και η δουλειά μπορεί να βγει με λιγότερα άτομα. Προσπαθώντας να κρατήσει τη δουλειά της και να ξαναορθοποδήσει ψυχολογικά, προσεγγίζει έναν-έναν τους δεκαέξι πρώην συναδέλφους της, προσπαθώντας να τους μεταπείσει μέχρι την οριστική επαναψηφοφορία, η οποία θα γίνει σε τρεις μέρες. Οι αδερφοί Dardenne μπορεί να είναι από τα πιο αγαπημένα σκηνοθετικά δίδυμα, μα τα χρόνια τους ως δημιουργοί δεν αναιρούν το ότι εδώ απογοητεύουν με την παντελή έλλειψη αιχμής, αισθητικής και, πάνω απ’ όλα, αιτίας.

http://youtu.be/SjCakcF6kb0

Ζούμε στην εποχή του κοινωνικοοικονομικού σπαραγμού. Δεδομένο; Δεδομένο. Έξτρα φόροι, έξτρα ΦΠΑ, έξτρα σκατά τραγούδαγε ο Κωνσταντίνος Βήτα, τονίζοντας ήδη από Το Ταξίδι Της Φάλαινας που βρισκόμαστε και που πάμε. Κάποιοι (θέλω ρομαντικά να πιστεύω όχι οι περισσότεροι) θα ήθελαν να κερδίζουν περισσότερα στη δουλειά τους, ακόμα και αν αυτό σήμαινε την απόλυση κάποιου συναδέλφου τους. . Και, φυσικά, το χειρότερο απ’ όλα είναι το ότι δείχνουμε να αναισθητοποιούμαστε όλο και περισσότερο μπροστά σε αυτό το «κοινό μυστικό». Η Τέχνη το ‘χει πει πολλές φορές και πρέπει να εξακολουθεί να το λέει, αφυπνίζοντας συνειδήσεις, να υπενθυμίζει τι τρέχει εκεί έξω και να επαναφέρει τη δικαιοσύνη στη συλλογική συνείδηση. Οι αδερφοί Dardenne, δύο από τους εξαιρετικούς auteur του Κινηματογράφου, θέλουν να το υπενθυμίσουν αυτό, μα, αντιθέτως, καταλήγουν να φαίνονται αφελώς καλοπροαίρετοι στο Δύο Ημέρες, Μία Νύχτα.

Όταν είδα Το Παιδί στα εφηβικά μου χρόνια ένιωσα ψυχολογικά διαλυμένος. Με τη Ροζέτα μεγαλύτερος μειδίασα μπροστά στην τραγική συνειδητοποίηση ότι σε αυτόν τον κόσμο ούτε η Έξοδος δεν πραγματοποιείται με την επιλογή μας. Σήμερα, νιώθω σαν να παρακολούθησα ένα επεισόδιο του Μπάρνεϊ του Μωβ Δεινόσαυρου στα γαλλικά με προσκεκλημένη τη Marion Cotillard. Και αυτό επειδή τίποτα δεν κατάφερε να με πείσει ως συνειδητοποιημένο (με ερωτηματικό) ενήλικα για το ότι πρέπει να πολεμήσω ενάντια στην κοινωνική αδικία. Ένα σενάριο ενάντιο στην αισθητική των αδερφών, με ορισμένες υπενθυμίσεις περί των αλλοτινών μεγαλείων αλλά πλήρη παιδική αθωότητα να το σκεπάζει και να το τυλίγει με ένα ανόητα δοσμένο κλείσιμο-περιτύλιγμα περί της συνειδητοποίησης της ισότητας και του αγώνα για επιβίωση. Μια σκηνοθεσία απόλυτα συμβατική –για τα δεδομένα των σκηνοθετών- που μυρίζει παραίτηση από τα μοτίβο που τους καθιέρωσαν. Ήρωες παιδικά δοσμένοι αδικαιολόγητα διπολικοί, με πολύ γρήγορες ψυχικές εναλλαγές. Δεν αντιμάχομαι την Cotillard, μα δε δείχνει να κολλάει ούτε στο ελάχιστο με το πλήρες ρεαλιστικό παρελθόν των σκηνοθετών, παραμένοντας παράταιρα θεατρική. Και, εν τέλει, το επιμύθιο θέλει «της γης τους κολασμένους» να αποδεικνύονται οι καλοί και αγνοί, ενώ όλοι οι υπόλοιποι είναι οι κακοί. Μαύρο/άσπρο σε έναν καμβά που μέχρι πρότινος εντυπωσίαζε για το ορθό γκρίζο της ανθρώπινης υπόστασης; Σφάλμα μέγιστο. Ακόμα και ο Bertolluci ο οποίος στο Εγώ Και Εσύ δείχνει γερασμένος φροντίζει να «αμαυρώσει» λίγο το χάπι εντ σκηνικό. Εδώ η μόνη σχέση που τα αδέρφια έχουν με τον μέντορά τους, Robert Bresson, είναι η θρησκευτικής φύσεως κατηγοριοποίηση στο καλό και το κακό που αυτός είχε, έστω και σε δευτερεύον επίπεδο στην πλειοψηφία των ταινιών του.

Γενικώς, αν δεν είστε από αυτούς που ντε και καλά προσπαθούν να δικαιολογήσουν τα πρότυπά τους βλέποντας μόνο τα καλά της υπόθεσης, θα απογοητευτείτε σε μεγάλο βαθμό. Γιατί, αν δεν απαιτούμε πλέον να μας σοκάρουν όπως άλλοτε, απαιτούμε να μας προβληματίσουν όπως αυτοί ξέρουν και να μας αντιμετωπίσουν σοβαρά. Όχι σαν ένα ποίμνιο που θα δικαιολογήσει κάποιο στραβοπάτημα μιλώντας περί «ευγενούς θελήσεως». 

Στην επόμενη σελίδα: The Drop / Blue Ruin / We Are the Best!