Η ανεξέλεγκτη πυρκαγιά της Δαδιάς στον Έβρο, αφού έκαψε ό,τι βρήκε στο διάβα της, αναχαιτίστηκε ύστερα από 17 μέρες αφήνοντας ερειπωμένα 935.000 στρέμματα γης.
Η εικόνα του μαυρογύπα που επέστρεψε στο δάσος, το καμένο σπίτι του, συμπυκνώνει το μέγεθος της καταστροφής και των πολλαπλών επιπτώσεων των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα – από την εξόντωση του οικοσυστήματος μέχρι την επίδρασή τους στη σωματική και ψυχική υγεία. Ακόμα και για τους ανθρώπους που ζουν χιλιόμετρα μακριά από τα πύρινα μέτωπα, το πυκνό νέφος καπνού στον ουρανό και η μυρωδιά του καμένου δύσκολα προσπερνώνται.
Απευθυνθήκαμε στον Νικόλαο Καβατζά, καθηγητή της Ιατρικής Σχολής του ΕΚΠΑ και διευθυντή του μεταπτυχιακού προγράμματος «Περιβάλλον και Υγεία. Διαχείριση Περιβαλλοντικών Θεμάτων με Επιπτώσεις στην Υγεία», για να μάθουμε ποιες είναι οι βραχυπρόθεσμες και οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις των δασικών πυρκαγιών στην υγεία του ανθρώπου.
Τα μικροσωματίδια που απελευθερώνονται στην ατμόσφαιρα από το νέφος των πυρκαγιών, μεταφέρονται με τις ριπές ανέμου σε όλη τη χώρα. Όπως εξηγεί ο καθηγητής, «Δεδομένου ότι είχαμε ταυτόχρονα πολλές μεγάλες φωτιές στη χώρα, τα μικροσωματίδια μπορεί να μείνουν στην ατμόσφαιρα έως και 6-7 μέρες. Ιδιαίτερα στην Αλεξανδρούπολη, το καυσαέριο λόγω της έντασης της φωτιάς αυξήθηκε πολύ γρήγορα και επεκτάθηκε αρχικά σε Λευκάδα, Κεφαλονιά, Ζάκυνθο, ενώ στη συνέχεια μεταφέρθηκε στη δυτική Ελλάδα και τα παράλια της Κρήτης».
Η κατάσταση με τον καπνό γίνεται ακόμα πιο σύνθετη όταν το μέτωπο της πυρκαγιάς περάσει από βιομηχανική ζώνη, βιοτεχνία πλαστικών ή αν περάσει σε μια μεγάλη χωματερή. «Όταν μια δασική πυρκαγιά (η θερμοκρασία της οποίας κυμαίνεται από 600 βαθμούς έως 1.100) περάσει πάνω από μια χωματερή τότε δεν μιλάμε πια για απλή δασική πυρκαγιά, αλλά για ένα πολύ σύνθετο και επιθετικό στον άνθρωπο μείγμα ουσιών. Αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο πρέπει να υπάρχει αυστηρή επιτήρηση και να εξαφανιστούν οι παράνομες χωματερές», υπογραμμίζει ο κ. Καβατζάς.
Οι κίνδυνοι από το μονοξείδιο του άνθρακα και τα αιωρούμενα σωματίδια
Οι βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις των πυρκαγιών στην υγεία, κατά το πρώτο, άμεσο διάστημα από την εκδήλωση της φωτιάς, σύμφωνα με τον καθηγητή, «σχετίζονται άμεσα με παράγοντες όπως είναι η τοξικότητα των συστατικών του καπνού, τα χαρακτηριστικά της έκθεσης σε αυτόν, καθώς επίσης και ο βαθμός ευπάθειας του εκτιθέμενου πληθυσμού (άτομα με αναπνευστικά προβλήματα, ασθματικοί ασθενείς, ασθενείς με καρδιαγγειακά νοσήματα, έγκυες, βρέφη, ηλικιωμένοι και καπνιστές (στην περίπτωση των οποίων ο παράγοντας της τοξικότητας της πυρκαγιάς δρα συνεργικά με τον καπνό του τσιγάρου)».
Η μεγάλη συγκέντρωση του καπνού οδηγεί το αναπνευστικό σύστημα σε ασφυκτικά φαινόμενα, λόγω των δηλητηριωδών αερίων, με κύριο το μονοξείδιο του άνθρακα. «Το μονοξείδιο του άνθρακα είναι ένας αέριος ρυπαντής, που εκλύεται σε πολύ μεγάλη ποσότητα από τις πυρκαγιές. Το μονοξείδιο του άνθρακα δεσμεύεται από την αιμοσφαιρίνη στις θέσεις δέσμευσης του οξυγόνου, με αποτέλεσμα να μειώνονται τα ποσοστά οξυγόνου στο αίμα και τελικά έχουμε υποξία, και σε σοβαρότερες περιπτώσεις δηλητηρίασης, φτάνουμε μέχρι τον θάνατο. Στη συμπτωματολογία της δηλητηρίασης από το μονοξείδιο του άνθρακα, έχουμε αρχικά παροξυσμικά έντονο βήχα, δύσπνοια, συρίττουσα αναπνοή, ενώ υπάρχει και το αίσθημα πνιγμού που μπορεί να συνοδεύεται και από έντονο βάρος στην περιοχή του θώρακα».
Πέρα από τα συμπτώματα που αφορούν στο αναπνευστικό σύστημα, υπάρχουν και τα πιο γενικά, όπως η κεφαλαλγία, η ζάλη, η αδυναμία, η ναυτία, κάποιες φορές ο εμετός, και, σε σοβαρότερες περιπτώσεις, η απώλεια της συνείδησης.
Μιλώντας στη συνέχεια για τα αιωρούμενα σωματίδια που υπάρχουν στον καπνό, ο κ. Καβατζάς τονίζει ότι «αυτά παράγονται συνήθως από χημικές αντιδράσεις μεταξύ των διαφόρων ρύπων που συναντώνται στις πυρκαγιές. Στα ήπια φαινόμενα από τη δράση των αιωρούμενων σωματιδίων, θα πρέπει να συμπεριλάβουμε τη ρινοφαρυγγίτιδα, την παρουσία έντονου βήχα και σε σοβαρότερες περιπτώσεις, τη δύσπνοια».
Στα οξέα φαινόμενα που προκαλούνται εξαιτίας των αιωρούμενων σωματιδίων, συναντάται το εισπνευστικό ή χημικό έγκαυμα, δηλαδή μια χημική πνευμονία κατά την οποία μπορεί να προσβληθεί απευθείας το κυψελιδικό δίκτυο των πνευμόνων, που αποτελεί το λειτουργικό μέρος του πνεύμονα. «Αν η βλάβη φτάσει ως εκεί, έχουμε χημική πνευμονία, καθώς και ερεθισμό της τραχείας και των βρόγχων από θερμική ή/και χημική βλάβη. Ιδιαίτερα οι ασθενείς με υπάρχοντα καρδιαγγειακά προβλήματα καθίστανται επιρρεπείς, καθώς μπορεί να παρουσιάσουν επιδείνωση του νοσήματος και ενδεχόμενες επιπλοκές από αυτό».
Σύμφωνα με τον γιατρό, τα οξέα εγκαύματα αποτελούν επίσης έναν από τους πιο επώδυνους τραυματισμούς που σχετίζονται με τις πυρκαγιές, και μπορούν να καταστρέψουν τις νευρικές απολήξεις και να βλάψουν την ισορροπία υγρών και ηλεκτρολυτών του σώματος, καθώς και τη θερμοκρασία του.
Οι παθήσεις του κατώτερου αναπνευστικού και του ανοσοποιητικού συστήματος
Καθώς οι πυρκαγιές εντείνονται και εξαπλώνονται ταχύτερα, οι ερευνητές έχουν αρχίσει να εστιάζουν σε ανθρώπους που εκτίθενται σε αυτές για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Χαρακτηριστικά, εμπειρογνώμονες από το Πανεπιστήμιο Davis της Καλιφόρνιας παρακολουθούν μέχρι σήμερα τους επιζώντες της πυρκαγιάς του 2018 στην κομητεία Butte. Αντίστοιχα, στο Πανεπιστήμιο McGill του Καναδά, επιστήμονες ανέλυσαν αρχεία δημόσιας υγείας περίπου δύο δεκαετιών, για να κατανοήσουν καλύτερα τις επιπτώσεις των πυρκαγιών στην υγεία, με κυρίαρχη αφορμή τις χρονιές με ρεκόρ πυρκαγιών στο Οντάριο και τη Βρετανική Κολομβία.
Η συγκεκριμένη μελέτη έδειξε ότι όσοι ζούσαν σε απόσταση περίπου 50 χιλιομέτρων από κάποια πυρκαγιά την τελευταία δεκαετία είχαν περίπου 5% περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν καρκίνο του πνεύμονα και 10% περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν όγκους στον εγκέφαλο, σε σχέση με όσους ζούσαν πιο μακριά.
Εστιάζοντας στις μακροχρόνιες επιπτώσεις από την εισπνοή αιωρούμενων σωματιδίων στην υγεία, όπως αυτές αναδεικνύονται τα τελευταία χρόνια από σχετικές μελέτες, ο κ. Καβατζάς συγκαταλέγει σε αυτές τις παθήσεις του κατώτερου αναπνευστικού συστήματος, και κυρίως των πνευμόνων αλλά και του ανοσοποιητικού συστήματος: «Μετά από μεγάλα χρονικά διαστήματα – τουλάχιστον ύστερα από μία πενταετία – βλέπουμε να αυξάνεται η επίπτωση των αναπνευστικών παθήσεων σε περιοχές που έχουν εκδηλωθεί πυρκαγιές. Η εισπνοή αιωρούμενων σωματιδίων μπορεί να προκαλέσει αύξηση κρουσμάτων, ειδικά στην περίπτωση ασθενών οι οποίοι πάσχουν ήδη από χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, αλλά και σε ασθενείς με καρδιαγγειακά νοσήματα».
Στους ασθενείς με αποφρακτική πνευμονοπάθεια υπάγονται εκείνοι που πάσχουν από χρόνια βρογχίτιδα, πνευμονικό εμφύσημα ή βρογχικό άσθμα. «Αρχικά, οι ασθενείς με χρόνια βρογχίτιδα εμφανίζουν φλεγμονή στις αναπνευστικές οδούς και όταν οι βρόγχοι παρουσιάζουν φλεγμονή, τότε λιγότερος αέρας εισέρχεται από και προς τους πνεύμονες και έτσι σχηματίζεται ένα στρώμα παχιάς βλέννας στους βρόγχους. Το πνευμονικό εμφύσημα, με τη σειρά του, αφορά στην καταστροφή των πνευμονικών κυψελίδων, όπου γίνεται η ανταλλαγή των αερίων. Εφόσον πλέον δεν υπάρχει ικανή έκταση για να γίνει η ανταλλαγή των αερίων, ο/η ασθενής θα εμφανίσει φαινόμενα αναπνευστικής δυσχέριας, δηλαδή ελάττωση του οξυγόνου του αίματος, και τελικά ελάττωση του οξυγόνου που αφορά στους ιστούς», επισημαίνει ο καθηγητής.
Τέλος, όσον αφορά στη σύνδεση του καρκίνου του πνεύμονα με τον καπνό των πυρκαγιών, «υπάρχουν πιθανές καρκινογόνες και μεταλλαξιογόνες ουσίες, όπως το βενζόλιο και οι πολυκυκλικοί αρωματικοί υδρογονάνθρακες, οι οποίοι εισπνέονται, και μέσω αυτών μπορεί να εμφανιστούν ορισμένα νεοπλάσματα, δηλαδή όγκοι. Οι έρευνες που αφορούν αυτού του είδους τις επιπτώσεις των πυρκαγιών είναι αρκετά πρόσφατες και εξελίσσονται διαρκώς».
Ο κ. Καβατζάς επισημαίνει και το ψυχοκοινωνικό σκέλος των επιπτώσεων στην υγεία του ανθρώπου, το οποίο συχνά αγνοείται: «Οι πυρκαγιές αποτελούν ένα σημαντικό στρεσογόνο και τραυματικό γεγονός. Αμέσως μετά την καταστροφή, εκλύονται στους ανθρώπους που έχουν εκτεθεί στις φωτιές, συναισθήματα άρνησης, θυμού, απογοήτευσης, νευρικότητας, σοκ, ακόμα και κατάθλιψης. Περιπτώσεις μετατραυματικού στρες, εκδηλώνονται μακροπρόθεσμα ανάλογα με την εσωτερίκευση του βιώματος. Δεν βιώνουν όλοι, βέβαια, την ψυχολογική δυσφορία που προέρχεται από την πυρκαγιά με τον ίδιο τρόπο. Εξαρτάται από το επίπεδο έκθεσης στη φωτιά, τις απώλειες, τον βαθμό απειλής για την ίδια τη ζωή, τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του κάθε ατόμου κ.ά. Διαφέρει επίσης η γνωστική διεργασία του γεγονότος από άνθρωπο σε άνθρωπο».