Δύο τραπέζια όλα κι όλα χωράνε στο χαμηλοτάβανο, κλειστοφοβικό πατάρι του Dr Feelgood, και σε αυτό που μοιάζει με οντά, ένα βράδυ ο Πέτρος Κουτσούμπας είχε πιάσει στα πράσα μια παρέα μοϊκανών, δύο αγόρια και άλλα τόσα κορίτσια αν δεν τον γελάει η μνήμη του, να κάνουν περίπου όσα «αυστηρώς ακατάλληλα» μπορείτε να φανταστείτε (όχι, δεν περιποιούνταν τις «λωρίδες» τους), κάτω από το ίδιο νέον ημίφως που κάθεται τώρα κι εκείνος, ενώ δίπλα του στέκεται προς στιγμή ο ανήσυχος σκύλος του, λίγο πριν κατέβει τρέχοντας για πολλοστή φορά την ξύλινη σκάλα που τρίζει ακραία πολύ, μόλις ακούσει την πόρτα αυτού του μπαρ που ακόμη κι αν δεν είχε ένα κασκόλ του Αστέρα Εξαρχείων και μία αφίσα του Άσιμου ως διακριτικά, τοποθετημένα σε στρατηγικά επιλεγμένα σημεία, θα συνέχιζε να μοιάζει με χαλασμένη χρονοκάψουλα, που δεν μπορεί να δραπετεύσει από μία (αισθητική και όχι μόνο) εποχή των Εξαρχείων που εν πολλοίς δεν υπάρχει πια. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι ισχύει το ίδιο και για τον Κουτσούμπα, μια φυσιογνωμία όχι απλώς εμβληματική για τη διαχρονικά πιο ζωντανή περιοχή αυτής της πόλης, αλλά και ουσιαστικά καθοριστική για τη δημιουργία και εξέλιξη ενός παράλληλου με το κανονικό, το mainstream, σύμπαντος, με ανεπανάληπτη αφετηρία τον ιστορικό Πήγασο και πανηγυρική συνέχεια το AN Club – δύο λαϊβάδικα εφάμιλλου ειδικού βάρους για την Αθήνα με του CBGB’s για τη Νέα Υόρκη. Κυρίως για τις ιστορίες εντός, εκτός και επί τα αυτά των συγκεκριμένων «ναών» τον αναζήτησα. Τον Κουτσούμπα, όμως, που αν και χαριτολογώντας δηλώνει προβληματισμένος ως «αμετανόητο «φρικιό» που νοσταλγεί την εποχή ακόμη και πριν από τον Πήγασο και οι διηγήσεις του είναι σαν ολίγον τι θολές εικόνες ενός «αμάσητου» viewmaster, είναι άλλα τα πράγματα που τον απασχολούν περισσότερο. Όχι μόνο τώρα. Και τότε. Και, απ’ ότι φαίνεται, για πάντα.
Στις αρχές των 80s ήταν τελείως διαφορετική εποχή, δεν ξέρω αν μπορούν οι πιτσιρικάδες σήμερα να καταλάβουν πόσο αλλιώτικα ήταν τα πράγματα στην Αθήνα. Εκτός από την Πλάκα, όπου κυλούσε το πιο τουριστικό ρεύμα αλλά υπήρχαν και ορισμένα μπαράκια με μουσική από DJs, όπως το Τριπ και το Χρυσό Κλειδί και δεν θυμάμαι ποια άλλα, στην Αθήνα ήταν γενικά ελάχιστα τα μαγαζάκια με μουσική από πικάπ, ροκ και τέτοια. Είχε φτιαχτεί εδώ στα Εξάρχεια ο Τουταγχαμών, το Επέκεινα στην Καλλιδρομίου, ο Ιπποπόταμος, μετρημένα ακόμη στα δάχτυλα του ενός χεριού. Έλα μου όμως που άρχισε ξαφνικά η ελληνική νεολαία να προσανατολίζεται σε κάτι διαφορετικό, πέρα από ταβερνάκια και κουτούκια…Τότε μέναμε στην Τηλεμάχου 10, σε ένα κτίριο υπό ημικατάληψη, ένα παλιό νεοκλασικό, σχεδόν παρατημένο, που το είχε φτιάξει ένας φίλος μου από την αρχιτεκτονική ονόματι Γιώργος Μεταξάς. Εκεί μέσα, λοιπόν, ζούσαμε μια συλλογικότητα ανθρώπων, σύμφωνα με τα δικά μας ήθη. Ήταν μια καταπληκτική εποχή που αναπολώ συχνά. Τέλος πάντων. Ένας άλλος φίλος μου, ο Τάκης Κρεμμύδας, είχε την ιδέα να κάνουμε εκεί ένα μπαράκι. Τελικά το κάναμε μαζί και με τον Ντάνυ (σ.σ. θρυλική μορφή του αθηναϊκού underground που αρκετά χρόνια αργότερα θα γινόταν υπεύθυνος του μπαρ στο Ρόδον). Κάπως έτσι φτιάχτηκε ο Πήγασος.
Η συλλογικότητα που έμενε στο κτίριο μετακόμισε στη Βουλγαροκτόνου 64. Ο κόσμος δεν το ξέρει – και γιατί να το ξέρει άλλωστε; – αλλά η κατάληψη της Βουλγαροκτόνου, που δεν ήταν ακριβώς κατάληψη γιατί δίναμε ένα μικρό αντίτιμο, ήταν πιο σημαντική κατάσταση από τον Πήγασο. Ήταν όμορφα όσα γίνονταν εκεί, τα πάντα ήταν κοινά, υπήρχε ένα κοινό ταμείο που ο καθένας έβαζε σύμφωνα με τις δυνατότητές του και έπαιρνε σύμφωνα με τις ανάγκες του, και το όλο πράγμα λειτουργούσε μέσα από μία γενική συνέλευση, όπως συνέβαινε και παλιότερα στην Τηλεμάχου. Ήταν πάρα πολύ ρομαντικό όλο αυτό. Είπαμε, τελείως διαφορετική εποχή.
Η σκηνή ήταν μασίφ. Δε μπορώ να πω ότι αγαπιόμασταν όλοι μεταξύ μας, αλλά αναγνωρίζαμε ο ένας στον άλλο τη συντροφικότητα και την αλληλεγγύη.
Ο Πήγασος στην αρχή φτιάχτηκε ως piano bar, μια κατάσταση που θύμιζε μικρή μπουάτ. Αργότερα εξελίχθηκε, άρχισαν να γίνονται ροκ συναυλίες, με ευθύνη δική μου, του Ντάνυ και του Γιάννη Ντρενογιάννη, που ήταν ο βασικός κιθαρίστας των Anti-Troppau Council και όλη αυτή η βαβούρα, η κίνηση, του άρεσε. Ήθελε και λίγο να φαίνεται, είχε προσωπικές φιλοδοξίες. Ήταν μεγάλο μαμούνι. Για καλό το λέω αυτό. Τον θυμάμαι με αγάπη. Είχε πάντα την έπαρση του, ότι αυτός είναι κι άλλος δεν είναι, αλλά προσέφερε πολλά, αγωνιζόταν, έτρεχε. Είχε πλατύ πνεύμα και αυτό σε συνδυασμό με εμάς, βοήθησε στο να δημιουργηθεί όλη η σκηνή.
Αν είχες μια μπάντα και ήθελες να παίξεις στον Πήγασο, ερχόσουν, σου δίναμε την τάδε ημερομηνία και έπαιζες. Δεν υπήρχαν δοκιμαστικά. Υπήρχε ένα μικρό εισιτήριο στην πόρτα που μοιραζόταν το μαγαζί και η μπάντα. Ήταν καταπληκτική ατμόσφαιρα. Η όλη φάση ξεκίνησε με δύο-τρία συγκροτήματα αλλά εξαπλώθηκε αστραπιαία. Πραγματικά έβλεπες ότι κάτι γεννιέται εκεί μέσα. Τι να λέμε, από εκεί βγήκαν πάρα πολλά πράγματα, ποιο να πρωτοθυμηθώ. Οι Cpt. Νέφος, οι Libido Blume, οι Χωρίς Περιδέραιο, οι Anti-Troppau Council…
Ο Πήγασος θα μπορούσε να λειτουργήσει για πολύ περισσότερα χρόνια, αν δε συνέβαιναν δύο σημαντικά γεγονότα. Το ένα ήταν ότι στη γωνία Τηλεμάχου-Καλλιδρομίου, σε ένα παλιό κληροδότημα, χτίστηκε το αστυνομικό τμήμα. Και ακόμη πιο σημαντικό ήταν ότι όλος ο Πήγασος συμμετείχε ενεργά και στο πρώτο και στο δεύτερο Χημείο (σ.σ. οι ιστορικές καταλήψεις που έγιναν στις 4/12/79 και 9/5/85 αντίστοιχα, ενώ ακολούθησε και η τρίτη στις 17/11 της ίδιας χρονιάς, μετά τη δολοφονία του Μιχάλη Καλτεζά από την αστυνομία). Ειδικά μετά το δεύτερο Χημείο, έγινε χαμός με συλλήψεις και στο μαγαζί – εγώ τη γλίτωσα γιατί έτυχε να είμαι στη Νομική με τις Συσπειρώσεις. Μπήκαν, λοιπόν, τα ΜΑΤ μέσα στο μαγαζί, εκκένωσαν το χώρο, έστησαν τον κόσμο στον απέναντι τοίχο, και αφού σάπισαν στο ξύλο όλους όσους μαζευτήκαμε εκεί, δεν μας επέτρεψαν να μπούμε μέσα ούτε καν για να μαζέψουμε τα πράγματα μας. Έτσι έκλεισε ο Πήγασος.
Η όλη ιστορία του Πήγασου συνεχίστηκε για ένα χειμώνα ακόμη στο 127 Ντεσιμπέλ, εκεί που τώρα είναι ο πάνω όροφος της Όστριας, το 86, αν θυμάμαι καλά. Ώσπου πάλι μας έκλεισε η αστυνομία, μετά από μια περίφημη συναυλία ροκαμπιλάδων, των Blue Jeans και των Rebels of 60s. Όλα τα ροκαμπίλια, λοιπόν, χόρευαν ρυθμικά και το πάτωμα που δεν ήταν και τίποτα της προκοπής, ταλαντευόταν άγρια. Οπότε ήρθε πάνω ο τύπος που είχε την Όστρια και ωρυόταν ότι θα πέσει το πάτωμα να τους πλακώσει. Εγώ βγήκα στο μικρόφωνο και είπα στους ροκαμπιλάδες «ώπα παιδιά λίγο πιο ήρεμα, ταλαντωνόμαστε», εκείνοι φυσικά το διασκέδαζαν και το έκαναν ακόμη πιο δυνατά, ώσπου τελικά ήρθαν οι κλούβες, εκκένωσαν το χώρο και μας έκλεισαν, τέλος.Θυμάμαι ένα βράδυ που καθόμουν έξω από τον Πήγασο, ήρθε μπουχτισμένος ο Ντρενογιάννης γιατί τον είχαν αφήσει ξεκρέμαστο κάτι τύποι που έλεγαν ότι θα του βγάλουνε το δίσκο. Είχα λίγα λεφτάκια εκείνη την περίοδο, οπότε του λέω «τι έπαθες ρε Γιάννη και είσαι χάλια;». «Άσε ρε Πέτρο, μας πούλησαν και δε μπορούμε να βγάλουμε το δίσκο μας». Κι εγώ, χωρίς να ξέρω καν πως είναι αυτός ο δίσκος, του λέω «και γι’ αυτό σκας ρε Γιάννη; Θα το βγάλουμε εμείς». Έτσι δημιουργήθηκε η Pegasus Records. Η μεγάλη πλάκα είναι ότι πρώτη φορά άκουσα το A Way Out των Anti-Troppau Council στο αεροπλάνο για Θεσσαλονίκη, όταν πηγαίναμε στο Αγροτικόν (σ.σ. το περίφημο στούντιο του Νίκου Παπάζογλου) για να το γράψουμε, κι όπως φόραγα τα ακουστικά και ξεκίνησε το «I Believe», άρχισα να φωνάζω δυνατά «θα τους πάρουμε τα σώβρακα!» Και ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι όλο το αεροπλάνο ήταν γεμάτο ΠΑΟΚτσήδες που γύριζαν από κάποιο ματς και μας κοιτούσαν αρπαγμένοι. Η Pegasus Records έβγαλε μερικά αριστουργήματα. Anti-Troppau Council, Mushrooms, τη συλλογή Cicadas (με Mushrooms, Villa 21, Blue Light, κ.α.) σε επιμέλεια του Χρήστου Δασκαλόπουλου, που θεωρώ ότι είναι από τις καλύτερες στην ιστορία του ελληνικού underground. Έβγαλα τους Blues Cargo, απίθανη blues μπάντα. Έβγαλα ροκαμπίλια σαν τους Jive Rockets. Σε μετα-πανκ έβγαλα τους Vice Versa και τους Terminal Curve. Μεγάλο κεφάλαιο και οι Purple Overdose, με έναν από τους πιο ιδιοφυείς ψυχεδελάδες, τον Κώστα Κωνσταντίνου. Λεφτά φυσικά δεν έβγαιναν. Ήμουν ευχαριστημένος όμως αν έβγαζα τα έξοδα μου.
Μέχρι τη στιγμή που προσέγγισα το ΑΝ, δούλευε σαν μουσική σκηνή. Βρήκα τον ιδιοκτήτη της, το Νίκο Σκορδαλάκη, που είχε βαρεθεί, γιατί ήθελε να πάει στην Κρήτη να ζήσει μέσα σε καϊκι και τον έπεισα να μου αφήσει το μαγαζί. Θυμάμαι η πρώτη συναυλία που έκανα ήταν με τους No Man’s Land. Αυτός έπαθε πλάκα από τον κόσμο και τη φάση. Είναι φοβερό πάντως. Από εκείνη την πρώτη συναυλία, το ΑΝ κι εγώ «επικοινωνήσαμε». Υπήρξε μία χημεία ρε παιδί μου. Και κάπως έτσι ξεκίνησε η ιστορία του, με Σιδηρόπουλο, Τρύπες και πάει λέγοντας. Νομίζω ότι η εικοσαετία του ΑΝ, από το 84 μέχρι το 2004 περίπου, είναι και η πιο σημαντική στη συναυλιακή ιστορία τη ελληνικής σκηνής. Από ροκ μέχρι χιπ χοπ.
Τι να πρωτοθυμηθώ από τον Σιδηρόπουλο. Όταν του πρότεινα να μην έχει πρόγραμμα 10-15 μέρες, όπως έκανε μέχρι τότε, κάτι που δημιουργούσε ελάττωση του κοινού όσο περνούσαν οι μέρες, αλλά να κάνουμε διήμερα-τριήμερα, ήταν πολύ διστακτικός στην αρχή. Όταν είδε όμως ότι με αυτόν τον τρόπο γινόταν το αδιαχώρητο, του άρεσε. Πώς να μην του άρεσε;
Ο Παύλος πεθανε μια Πέμπτη (σ.σ. 6/12/90), αν θυμάμαι καλά, που στο ΑΝ έπαιζαν οι Alexandros Perros & the Lone Stars. Εκείνος ήταν να παίξει Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή. Κάπου δεν τον προσέξαμε, κάπου τον αφήσαμε μόνο του, κάπου ενώ είχε κάνει πολύ καιρό off, ξανακύλησε, τελικά «έφυγε». Και ήταν κρίμα, γιατί ο δίσκος που ετοίμαζε ήταν και πάλι μια μεγάλη τομή σε σχέση με τα δεδομένα του ροκ στην Ελλάδα. Ήταν γεμάτος έμπνευση και δημιουργία ο Παύλος, μέχρι το τέλος.
Όπως έγραψα και σ’ ένα επικήδειο έξω από το ΑΝ: «ο Παύλος μας έστησε απόψε για τελευταία φορά. Αλλά μην ανησυχείτε, δεν έκανε λάθος. Ο Παύλος ούτως ή άλλως ζούσε στον κόσμο του Χέντριξ, της Τζόπλιν, του Μόρισον». Ήταν σαν να το ήξερε ότι θα έφευγε έτσι. Δεν ήταν Τζάγκερ ο Παύλος, παρόλο που ήταν πολύ καλός στις διασκευές του Τζάγκερ. Δεν είχε τη νοοτροπία να βγάλει λεφτά. Ήθελε απλώς την ενέργεια του ροκ.