Κοίτα ποιος μιλάει!
Ποια αμερικανική εφημερίδα είχε το παρατσούκλι «Πράβδα του Potomac»; Ποια γερμανική εφημερίδα θέλει να δει την ΕΕ «στάχτη και μπούρμπερι» και σε ποια γαλλική εφημερίδα υπήρχαν πράκτορες της KGB;
Με την προκήρυξη των εκλογών, άρχισε ξαφνικά όλη η αφρόκρεμα του παγκόσμιου τύπου να ασχολείται με την Ελλάδα και να κάνει προβλέψεις για την μικρή οικονομία της Mεσογείου. Ψάξαμε λοιπόν να δούμε «τι καπνό φουμάρουν» όλοι αυτοί και γιατί τους κόπτει τόσο το εκλογικό αποτέλεσμα σε μία χώρα έχει μόνο το 2% στην πίτα του ΑΕΠ της Ευρωζώνης.
Ξεκινάμε το ταξίδι μας από τη μακρινή Αμερική και τους γνωστούς μας New York Times, οι οποίοι αφιέρωσαν προ λίγων ημερών το editorial στην κατάσταση που επικρατεί στην ελληνική κοινωνία και οικονομία. Πρόκειται για μία κατά βάση φιλελεύθερη εφημερίδα, που ωστόσο συχνά κλείνει το μάτι στις συντηρητικές τάσεις της αμερικανικής κοινωνίας. Ωστόσο από τα μέσα της περασμένης δεκαετίας επιχείρησε να παρουσιάσει ένα πιο προοδευτικό πρόσωπο, υιοθετώντας περισσότερο φιλελεύθερες απόψεις σε κοινωνικά ζητήματα, όπως οι αμβλώσεις και οι γάμοι ομοφυλοφίλων. Δεν ήταν ωστόσο λίγοι εκείνοι που είδαν αυτή τη στροφή ως μία προσπάθεια της εφημερίδας να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, λόγω της κριτικής που είχε δεχτεί για «χαλαρή» κριτική στην κυβέρνηση Bush και τον πόλεμο στο Ιράκ.
Συχνές αναφορές στην ελληνική πραγματικότητα κάνει κατά καιρούς και η Washington Post, εφημερίδα που στα χρόνια κυκλοφορίας της έχει διατρέξει όλο το φάσμα των πολιτικών ιδεολογιών. Στα μέσα της δεκαετίας του ’70 οι φιλελεύθεροι και συντηρητικοί ανταγωνιστές της την αποκαλούσαν «Πράβδα του Potomac»(περιοχή στην περιφέρεια της Washington) , εξαιτίας της διακριτής αριστερής τοποθέτησης της τόσο στο ρεπορτάζ, όσο και στις γνώμες. Παραδοσιακά απείχε από το να στηρίζει προεκλογικά δημοκρατικούς ή ρεπουμπλικάνους υποψήφιους, τακτική που παγίως ακολουθούν μεγάλες αμερικανικές εφημερίδες. Όμως στην πορεία άλλαξε τακτική και μετατοπίστηκε αισθητά δεξιότερα υιοθετώντας συντηρητικότερες απόψεις, στην προσπάθεια της να ανταπεξέλθει στον όλο και εντονότερο ανταγωνισμό που επικρατεί στο χώρο του τύπου.
Η Wall Street Journal, εφημερίδα με αρκετή ύλη γύρω από την οικονομία και τις επιχειρήσεις, και εξ αυτού του λόγου ευαίσθητη στα οικονομικά θέματα της Ευρώπης και της χώρας μας, υποστηρίζει με πάθος την όσο το δυνατό μικρότερη παρέμβαση του κράτους στην ελεύθερη αγορά, ενώ υποστηρίζει όσες πολιτικές αποβλέπουν σε μία παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Για αυτό το λόγο αρνείται οποιοδήποτε περιορισμό στη μετανάστευση και υποστηρίζει τη μείωση της φορολογίας στις επιχειρήσεις. Τα τελευταία χρόνια η εφημερίδα απόκτησε ένα ακόμη πιο συντηρητικό προφίλ, με έντονα κριτικό λόγο προς τους Δημοκρατικούς.
Φεύγουμε από την Αμερική και πάμε στην politically correct Αγγλία. Ηγετική θέση στον τύπο έχουν οι Times, που, μεταπολεμικά, υποστήριζαν παραδοσιακά τους φιλελεύθερους συντηρητικούς. Η εφημερίδα, ωστόσο, προχώρησε σε μία ενδιαφέρουσα στροφή προς το τέλος της δεκαετίας του ’90, αποφασίζοντας να απέχει από την υποστήριξη οποιουδήποτε κόμματος. Αντίθετα, επέλεξε να στηρίζει αυτοτελώς υποψηφίους, κοινό χαρακτηριστικό των οποίων είναι η ευρωσκεπτικιστική τους τοποθέτηση. Είναι αξιοσημείωτο ότι η παραπάνω στάση χαρακτηρίζει πολλές συντηρητικές ευρωπαϊκές εφημερίδες, που υιοθετούν ρεβιζιονιστική στάση απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ιδιαίτερη (θετικά εννοούμενη) περίπτωση είναι η Guardian, που έχει αφιερώσει στην Ελλάδα σειρά ρεπορτάζ που άπτονται της κοινωνικής πραγματικότητας, έτσι όπως έχει διαμορφωθεί μέσα στα χρόνια της κρίσης. Η εφημερίδα έχει μία σαφώς αριστερόστροφη τοποθέτηση, που είναι μπολιασμένη με προοδευτικές και φιλελεύθερες απόψεις πάνω σε κοινωνικά ζητήματα. Ο πρώην συντάκτης της εφημερίδας Ian Katz είχε δηλώσει πως «δεν είναι μυστικό πως είμαστε μία κεντροαριστερή εφημερίδα». Αυτό την καθιστά ιδιαίτερα αγαπητή στους οπαδούς του Εργατικού και του Φιλελεύθερου Κόμματος. Αξίζει να επισημάνουμε πως η Guardian με editorial της έχει υποστηρίξει την κατάργηση της μοναρχίας στη Μεγάλη Βρετανία.
Στον ίδιο ιδεολογικό χώρο βρίσκεται και η Independent, που αποτελεί και τον μεγαλύτερο ανταγωνιστή της Guardian. Και οι δύο βέβαια εφημερίδες, στην προσπάθεια τους να γίνουν πλουραλιστικές, έχουν εντάξει στους κόλπους τους και συντηρητικές πένες, ιδιαίτερα σε οικονομικά ζητήματα.
Σε εντελώς διαφορετικό μήκος κύματος κινούνται οι συχνά δηκτικοί για την Ελλάδα Financial Times. Και όχι αδικαιολόγητα. Εφημερίδα βαθιά συντηρητική, υποστηρίζει με «μένος» τις πολιτικές λιτότητας, ενώ δε θέλει ούτε να ακούει για παρεμβάσεις του κράτους στην ελεύθερη οικονομία. Ήταν άλλωστε ένθερμη υποστηρικτής των μονεταριστικών πολιτικών που εφάρμοσαν η «σιδηρά» Margaret Thatcher και ο ρεπουμπλικάνος πρόεδρος των ΗΠΑ Ronald Reagan.
Σε νερά «συντηρητικά» κινείται και η Daily Telegraph. Οι στενές σχέσεις που διατηρεί μάλιστα με τους συντηρητικούς, τους οποίους διαχρονικά στηρίζει, έχει κάνει πολλούς στη Βρετανία να την αποκαλούν σκωπτικά Torygraph, δηλαδή γραφή των δεξιάς.
Φυσικά, από τον τύπο που παρακολουθεί τα τεκταινόμενα στη μικρή Ελλάδα δε θα μπορούσε να λείπει ο γερμανικός. Την παράσταση εδώ κλέβει το Spiegel, που φημίζεται για τον έντονα συντηρητικό και εριστικό του λόγο. Αντικομουνιστικό την εποχή του υπαρκτού σοσιαλισμού, σκληροπυρηνικά νεοφιλελεύθερο την εποχή του νεοφιλελευθερισμού, το Spiegel δε χάνει ποτέ την ευκαιρία να ασκεί κριτική στο «φτωχό και ανεύθυνο» Νότο, επικροτώντας παράλληλα τον υπεύθυνο και εύρωστο Βορρά. Αν το Spiegel είναι μια φορά εριστικό, τότε τι να πούμε για την Bild. Καθημερινή εφημερίδα, με εκατομμύρια πωλήσεις. Πολλές φορές την κοιτά ο λαϊκισμός στα μάτια και ντρέπεται.
Σε ρυθμούς… συντηρητικούς κινείται και η Frankfurter Allgemeine Zeitung, η οποία αντιπροσωπεύει τη συντηρητική οικονομική ελίτ της Γερμανίας. Έχει εξαπολύσει συχνά επιθέσεις στα κράτη με χαλαρή δημοσιονομική πολιτική, υποστηρίζοντας τη σκληρή πολιτική λιτότητας που αυτά αναγκάζονται να εφαρμόζουν. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια έχει δώσει βήμα στην επιχειρηματολογία που θέλει τη Γερμανία να ζημιώνεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση, παρουσιάζοντας ως οικονομικά συμφερότερο ένα σενάριο που βλέπει το τέλος της Ένωσης στο άμεσο μέλλον.
Στον αντίποδα των παραπάνω βρίσκεται η Süddeutsche Zeitung. Εφημερίδα με βαθιά φιλελεύθερο και κεντροαριστερό προφίλ, η SZ έχει, όπως ήθελε η ειρωνεία της τύχης, την έδρα της στο Μόναχο της παραδοσιακά συντηρητικής Βαυαρίας, η οποία κυβερνάται σχεδόν αδιάκοπα από τη δεξιά χριστιανοδημοκρατική Ένωση της Βαυαρίας. Αυτό έχει κάνει πολλούς να λένε αστειευόμενοι ότι η SZ αποτελεί τη μόνη αντιπολίτευση στο κυβερνώμενο σχεδόν πάντα από τους συντηρητικούς γερμανικό κρατίδιο.
Περνάμε στη Γαλλία, όπου ξεχωρίζει η Figaro με την ιστορία δύο αιώνων που κουβαλάει στις πλάτες της. Αποτελεί, μαζί με την Parisien, την πιο αντιπροσωπευτική συντηρητική εφημερίδα, εκφράζοντας σταθερά, από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τα συμφέροντα των υψηλότερων κοινωνικών στρωμάτων. Το προφίλ της μάλιστα είχε γίνει τόσο φιλικό προς την κεντροδεξιά παράταξη, που οι εργαζόμενοι δημοσιογράφοι προχώρησαν σε διαμαρτυρία, το 2012, ζητώντας περισσότερη ελευθερία και πλουραλισμό, καθώς η εφημερίδα είχε μετατραπεί σε έναν τυφλό υποστηρικτή του τότε προέδρου Nicolas Sarkozy.
Βασικός ανταγωνιστής των Figaro και Parisien αποτελεί η Le Monde. Πολιτικά τοποθετείται στο χώρο της κεντροαριστεράς, έχοντας υποστηρίξει κατά καιρούς υποψήφιους της σοσιαλιστικής παράταξης, όπως ο Francois Mitterrand, και του κέντρου, όπως ο Edouard Balladur. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η μυστική σχέση που φέρεται να είχαν δημοσιογράφοι της εφημερίδας με τις μυστικές υπηρεσίες της ΕΣΣΔ. Σύμφωνα με το αρχείο του Mitrokhin, επικεφαλής της KGB, η Le Monde αποτελούσε για τις σοβιετικές αρχές το μέσο-κλειδί για τη διάδοση πληροφοριών με αντιαμερικανικό χαρακτήρα στα γαλλικά ΜΜΕ. Ωστόσο η εφημερίδα έχει αποκαλύψει σειρά από σκάνδαλα στα οποία συμμετείχαν και πολιτικοί του σοσιαλιστικού κόμματος, στο οποίο πρόσκειται ιδεολογικά.
Ακόμη πιο ριζοσπαστικό σημείο εκκίνησης είχε η Libération, εφημερίδα που ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ως γνήσιο τέκνο του Μάη του ’68. Μεταξύ των ιδρυτών της υπήρξε ο διάσημος Γάλλος φιλόσοφος και λογοτέχνης Jean- Paul Sartre. Στις τέσσερεις δεκαετίες κυκλοφορίας που μετρά μέχρι σήμερα, γνώρισε πολλές αλλαγές, μεταστρέφοντας συχνά την πολιτική τοποθέτηση της. Σήμερα τοποθετείται στο χώρο της μεταρρυθμιστικής αριστεράς, ασπαζόμενη τις ιδέες της σοσιαλδημοκρατίας.
Στη γειτονική μας Ιταλία, την ελληνική επικαιρότητα παρακολουθούν στενά με συχνά ρεπορτάζ οι Corriere della Sera και Repubblica. Φίλα προσκείμενη στο φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι, η Corriere della Sera αποτέλεσε μεταπολεμικά τη σημαντικότερη συντηρητική, αντικομμουνιστική, εφημερίδα, προωθώντας απόψεις που εξυπηρετούσαν τον επιχειρηματικό κόσμο του βιομηχανικού Βορρά. Άλλωστε ο όμιλος FIAT, σύμβολο της ιταλικής βιομηχανίας με έδρα το Τορίνο, αποτελεί μέχρι σήμερα έναν από τους μετόχους της εφημερίδας. Παράδοξο είναι το γεγονός ότι η Corriere, παρά τις συντηρητικές της καταβολές, ασκεί εδώ κ χρόνια οξεία κριτική στο συντηρητικό κόμμα του Silvio Berlusconi, λόγω ακριβώς της άκρως δημαγωγικής πολιτικής τακτικής του, που αδυνατεί να αποτελέσει μία σοβαρή κεντροδεξιά εναλλακτική σε Ιταλία και Ευρώπη.
H Repubblica, αντίθετα, τοποθετείται πολιτικά στο χώρο της κεντροαριστεράς, έντονα όμως διαπνεόμενη από τις ιδέες του κοινωνικού φιλελευθερισμού. Αποτέλεσε για πολλά χρόνια, μαζί με την L’Unità, το όργανο του πάλαι ποτέ Κομουνιστικού και πλέον Δημοκρατικού Κόμματος, τις σημαντικότερες εφημερίδες του ριζοσπαστικού σοσιαλιστικού χώρου.
Βίος κ πολιτεία η ιστορία των μεγαλύτερων εφημερίδων στον κόσμο, οι οποίες έρχονται τώρα, με ένα παρελθόν λιγότερο ή περισσότερο καθαρό, να πουν τι πρέπει και κυρίως… τι δεν πρέπει να κάνουμε ενόψει εκλογών. Πού να ήξεραν πόσο τους λαμβάνει υπόψη ο κοσμάκης…