Φεστιβάλ Βερολίνου χωρίς James Franco ειναι σαν ταινία του Seth Rogen χωρίς παραισθησιογόνες ουσίες. Κι η ανθρώπινη ενσάρκωση του συνδρόμου διαταραγμένης προσοχής τιμά φέτος τη διοργάνωση όχι με ένα, ούτε με δύο, αλλά με τρία περάσματα από τις μεγάλες οθόνες του φεστιβάλ –οθόνες πραγματικά μεγάλες, ναι, αλλά και πάλι όχι αρκετά για να χωρέσουν το όλον της Μεγαλειότητας Αυτού, και σίγουρα όχι σ’ έναν και μόνο τίτλο.
Απ’ την περασμένη Παρασκευή, ο Franco έχει προσγειωθεί στο ευγνώμον Βερολίνο, για να χαρίσει αυτό που έχει χαιρετιστεί ως ερμηνεία τόσο ξύλινη, που θα επέπλεε πιο εύκολα κι από την κιβωτό του Νώε. Κι αν νομίζεις ότι αυτό είναι δύσκολο από μόνο του, λογάριασε ότι ξεπέρασε σε ανελαστικότητα ακόμα και την μπετόν-αρμέ μουτσούνα της Nicole Kidman, στο πλάι της οποίας εμφανίστηκε ως η πρώτη ερωτική απογοήτευση της Gertrude Bell – της εξερευνήτριας και πρωτοφεμινίστριας που ενέπνευσε τον Werner Herzog να επιστρέψει με το Queen of the Desert στη μυθοπλασία, μετά από μισή δεκαετία στα ντοκιμαντέρ.
Κι αφού φιτίλιασε το project του μεγάλου Γερμανού, ο Franco σήμερα Δευτέρα θα δείξει στους Zachary Quinto και Emma Roberts πώς αποκτά ραχοκοκαλιά μια ταινία, κουβαλώντας σχεδόν μόνος του το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Justin Kelly, I am Michael, την ιστορία ενός ανοιχτά gay περιοδικατζή που τρώει μετωπική με την υγεία του και αναγενιέται straight Χριστιανός έτοιμος να κάνει οικογένεια. Μετά την πρεμιέρα της ταινίας στο περασμένο Sundance, o Franco θα παραδώσει και στα ευρωπαϊκά κοινά μια απ’ τις πιο υποδόριες και στιβαρές ερμηνείες του, αλλά μόνο δυο ταινίες με Franco και μόνο σε δυο διαστάσεις στην οθόνη, δεν είναι ούτε κατά διάνοια αρκετές. Έτσι, την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές τα πλήθη των δημοσιογραφικών προβολών αδημονούν να δουν αυτά τα γαλάζια μάτια και τα σκαλιστά χείλει να βγαίνουν από την οθόνη και να τους πλησιάζουν κατά μέτωπο, στο 3D δράμα του Wim Wenders, Every Thing Will Be Fine. Την ιστορία ενός συγγραφέα που βλέπει τη ζωή του να παίρνει ολέθρια τροπή, όταν ένας ερωτικός καβγάς τον οδηγεί σ’ ένα ολέθριο δυστύχημα.
Πόσοι ρόλοι χωράνε σ’ έναν χρόνο στον ίδιο άνθρωπο, ε; Ηθοποιός. Σεναριογράφος. Σκηνοθέτης. Παραγωγός. Συγγραφέας. Καθηγητής. Φοιτητής. Γλύπτης, ζωγράφος, φωτογράφος. Ο Καλλιτέχνης. Ο Άνθρωπος. Άραγε τι δεν είναι; Καφετζής; Μπετατζής; Ψήστης; Τυλιχτής; Ο Τζέημς Φράνκο, ακόμη κι αν δεν είναι όλα αυτά, θα μπορούσε να γίνει. Γιατί ο Τζέημς Φράνκο, είναι κάτι πέρα από ένα σύμβολο, κάτι παραπάνω από μια ιδέα. Ο Τζέημς Φράνκο είναι ο Αναγεννησιακός Άνθρωπος. On drugs. Σαν το νόθο παιδί που έπιασε ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι, εκείνη τη νύχτα που τον είχε μεθύσει ο Τσάρλι Σιν για να τον εκμεταλλευτεί.
Πολλά κεφαλαία στην παραπάνω παράγραφο, αλλά ανοίγεις ένα πολύ μεγάλο κεφάλαιο στην ποπ κουλτούρα της εποχής, και την διαστρέβλωσή της κατά βάση, όταν μιλάς για τον stoner του Freaks and Geeks (1999), που έγινε πρώτη φίρμα παίζοντας τον κολλητό του Πήτερ Πάρκερ στον Spider Man (2002) του Σάμ Ράιμι, κι ύστερα περιφερόταν από μάπα σε φλόπα, μέχρι να ξαναβρεί την υγειά του στην παλιά του παρέα απ’ το Freaks and Geeks, να μαζέψει μάρκες με το Φούντα Εξπρές (2008). Έναν τίτλο που θα μπορούσε να σταθεί κάλλιστα και πάνω από ολόκληρη την καριέρα του καλλιτέχνη, που βάφτισε περφόρμανς τη συνέντευξή του στο Esquire, βγάζοντας από μια χαρτοσακούλα μια Polaroid κι ζητώντας από έναν έκπληκτο Τομ Τσιαρέλα να τραβάει φωτογραφίες τον καφέ του. Έτσι. Διαισθητικά.
Απ’ τον πρώτο Spider Man μέχρι το Φούντα Εξπρές, βέβαια, ο Φράνκο δεν έμεινε άπραγος. Απέτυχε να πουσαριστεί ως mainstream φιγούρα μέσα απ’ τα διάφορα οχήματα που τού πλάσαρε το Hollywood (βλέπε Το Σημάδι του Δολοφόνου στο πλευρό του Ρόμπερτ Ντε Νίρο το 2002, το Χορό του Πάθους του Ρόμπερτ Άλτμαν το 2003, και το Ανάπολις το 2006), ενώ και οι πιο εναλλακτικοκαλλιτεχνικές του επιλογές, επίσης δεν του βγήκαν, με την ερμηνεία του στο Sonny του Νίκολας Κέιτζ να σφραγίζει την υποψηφιότητα της ταινίας για χειρότερο τίτλο του 2002, ενώ η μαύρη κωμωδία The Ape το 2005 και η ανεξάρτητη ντραμεντί Καμίλ, δίπλα στην Σιένα Μίλερ το 2007, πιθανότατα δε σου λένε τίποτα ούτε σαν τίτλοι. Υπάρχει, όμως, το αλλά.
Αλλά, λοιπόν, ο Φράνκο, με κάποιο τρόπο, είχε κλειδώσει βασικό ρόλο σε μια απ’ τις πιο πετυχημένες τριλογίες των κινηματογραφικών χρονικών. Ο ρόλος του ως Χάρι Ώσμπορν στον Spider Man, ο πιο επικερδής της καριέρας τού, του είχε εξασφαλίσει αρκετά μετρητά για να κάνει τα διάφορα, δικά του κουλά, όπως, για παράδειγμα, να πάει να κάνει εκπαίδευση και να πάρει δίπλωμα πιλότου για να προετοιμαστεί για το ρόλο του στο Flyboys το 2006, ή να χρηματοδοτήσει την πρώτη δική του ταινία το 2007, το Good Time Max, το οποίο έγραψε, σκηνοθέτησε, και κατάφερε να χώσει στο πρόγραμμα του φεστιβάλ της Τραϊμπέκα. Όπου και πέρασε μάλλον απαρατήρητο, αν κρίνεις απ’ το ότι στη σελίδα της ταινίας, δεν υπάρχει ούτε μια αμερικάνικη κριτική, έτσι, για δείγμα.
Μετά, λοιπόν, ήρθε το Φούντα Εξπρές, και παρ’ ότι ο ίδιος δήλωνε δεξιά κι αριστερά ότι είχε κόψει πια τη φούντα, το περιοδικό High Times τον ανακήρυξε Stoner of the Year για την ερμηνεία του στην ταινία. Η οποία του εξασφάλισε και μια υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα στην κωμική κατηγορία, ένα σωρό εξώφυλλα και σαλόνια σε περιοδικά, και γενικά αρκετή προσοχή για να βρεθεί να παίζει τον γκόμενο του Σων Πεν στο Milk το 2009, την βιογραφία του ακριβιστή των γκέι δικαιωμάτων, Χάρβεϊ Μιλκ, από τον Γκας Βαν Σαντ.
Γι’ αυτήν του την εμφάνιση, ο Φράνκο κέρδισε το βραβείο Β’ Ερμηνείας στα Independent Spirit Awards, τα Όσκαρ του ανεξάρτητου, και κάπου εκεί, άρχισε να χάνεται κι η μπάλα με τις παράπλευρες ανησυχίες του. Τέλη του ’09, ο Φράνκο πιάνει δουλειά στην ιατροσαπουνόπερα General Hospital (τη σειρά που κατέχει το ρεκόρ Γκίνες μακροβιότερης εν ενεργεία αμερικανικής σαπουνόπερας), παίζοντας έναν καλλιτέχνη ονόματι «Φράνκο» (!), ο οποίος ασχολείται με διαπλατφορμικά performance (!!), ρόλο τον οποίο ο Φράνκο (ο κανονικός) χαρακτηρίζει performance art (!!!).
Απ’ αυτό το performance art, που θυμάται ως τη φάση όπου ένα μάτσο τηλεαστέρες τον αντιμετώπιζαν με δέος ως «τον κινηματογραφικό ηθοποιό», ο Φράνκο έστησε όχι ένα, αλλά δύο events, στο MOCA, το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Λος Άντζελες: η πρώτη, ήταν βασισμένη στις εμπειρίες του από τη συμμετοχή του στη σειρά. Τη δεύτερη, την υπέγραφε ο άλλος. Ο «Φράνκο». Της σειράς. Την οποία έκθεση, ο Φράνκο (ο κανονικός), μετέτρεψε σε επεισόδιο για την ίδια τη σειρά (!!!!). Πιο meta, πεθαίνεις από tilt.
Ο Τζέημς Φράνκο, είναι κάτι πέρα από ένα σύμβολο, κάτι παραπάνω από μια ιδέα. Ο Τζέημς Φράνκο είναι ο Αναγεννησιακός Άνθρωπος. Σαν το νόθο παιδί που έπιασε ο Λεονάρντο Ντα Βίντσι, εκείνη τη νύχτα που τον είχε μεθύσει ο Τσάρλι Σιν για να τον εκμεταλλευτεί.
Το 2010, ο Φράνκο, που ήδη είχε αρχίσει να μετεωρίζεται πάνω από τις διάφορες εκφάνσεις της πολυπλατφορμικής του κουλαμάρας και να τον παίρνει ο ύπνος στα θρανία των διαφόρων πανεπιστημίων που τον είχαν για φοιτητή, παίρνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στις 127 Ώρες. Βασισμένη στην αληθινή ιστορία, η αμφιβόλου κινηματογραφικότητας απόπειρα του Ντάνι Μπόιλ να μεταφέρει στην οθόνη την αγωνία ορειβάτη που πιάστηκε στα βράχια της Γιούτα, οι 127 Ώρες κατάφερναν να ξεσηκώνουν φωνές ενθουσιασμού όταν ο Φράνκο έκοβε επιτέλους το άκρο του για να δραπετεύσει και να σωθεί. Εμπειρία ζωής την είχε χαρακτηρίσει ο Φράνκο, που κέρδισε γι’ αυτό το ρόλο τον ενθουσιασμό των κριτικών, το σεβασμό των συναδέλφων του, το βραβείο Α’ Ερμηνείας στα Indies, και υποψηφιότητες στις Χρυσές Σφαίρες, στα βραβεία του Σωματείου Ηθοποιών, και φυσικά στα Όσκαρ. Αχ, τα Όσκαρ.
Τα Όσκαρ του Φλεβάρη του 2011, παραμένουν το ως ώρας αποκορύφωμα του εκτροχιασμού αυτού του φανταστικού ανδρός. Στο πλάι της φουκαριάρας της Αν Χάθαγουεϊ, σαν λούτρινο κουκλάκι γλασαρισμένο με κερί, ένα άχαρο μίγμα awkwardness και βαλσαμώματος, με παγωμένο χαμόγελο, νεκρά μάτια και πλήρη αδιαφορία για την έννοια του timing, δεν μπορούσες να αποφασίσεις αν είχε καπνίσει, αν είχε σνιφάρει, αν είχε τρυπηθεί, ή αν είχε κάνει και τα τρία μαζί. Τα μίντια αποφάσισαν να διαλέξουν το πρώτο (αν και ο άνθρωπος το’χε πει απ’ το Φούντα Εξπρές ότι την είχε κόψει τη μαριχουάνα), κι ο Φράνκο είπε να ρίξει το θέμα αλλού, λέγοντας αργότερα ότι «ακόμα κι ο Διάβολος της Τασμανίας θα έμοιαζε μαστουρωμένος δίπλα στην Αν Χάθαγουεϊ, τόση πολλή ενέργεια που έχει». Κομψό!
Αν δεν έφτανε η απελπισία που έβλεπες να πνίγει την Χάθαγουεϊ με την εμφάνιση του συμπαρουσιαστή της εκείνη τη μεγάλη βραδιά, αυτή του η ατάκα ήταν η ταφόπλακα των σχέσεων των δυο ηθοποιών. Αλλά εδώ που τα λέμε, τι να κλάσει μια σταρλετίτσα, στον άνδρα των χιλίων προσωπείων. Ο Φράνκο εκείνη την περίοδο είχε ήδη δημοσιεύσει τη συλλογή διηγημάτων του με τον τίτλο Palo Alto, το οποίο το Publishers Review χαιρέτησε ως μια συλλογή «φανταστικά απογοητευτικών ιστοριών» με «τίποτε έστω κι ελάχιστα ενδιαφέρον να πει», ενώ είχε ήδη παρουσιάσει στο φεστιβάλ του Σάντανς ένα multimedia project που θα ανανέωνε το φορμάτ του sitcom, κι ετοιμαζόταν να τρέξει στο Μπέβερλι Χιλς ένα video art συνονθύλευμα που έβγαλε από τα κομμάτια φιλμ που είχε κόψει απ’ το Το Δικό μου Άινταχο ο Γκας Βαν Σαντ, και τα δικά του ευρήματα απ’ την έρευνά του για τον Ρίβερ Φοίνιξ.
Κι αφού ανέβασε το Κολάζ στη Νέα Υόρκη, το σκηνοθετικό του ντεμπούτο στο χοροθέατρο, στο οποίο αναμείγνυε θέατρο, μουσική, ποίηση και χορό, κι έκανε ο ίδιος την αφήγηση για όλους (όλους!) τους ρόλους, ο Φράνκο σκηνοθέτησε τα βιντεοκλίπ για το “Blue” και το “That Someone is You” των REM, παρουσίασε στο φεστιβάλ του Λος Άντζελες το δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ The Broken Tower που είχε κάνει ως διπλωματική, κι έπιασε δουλειά στην παραγωγή του πρώτου άλμπουμ της μπάντας του, Daddy. Και σήμερα, αποφάσισε να γδύσει τον Σεθ Ρόγκεν και να τον κάνει να υποδυθεί την ηδυπαθή Κιμ Καρντάσιαν, για να παρωδήσουν μαζί το νέο κλιπ του Kanye West για το “Bound 2”. Κλιπάκι που, εδώ που τα λέμε, είναι κάπως σα θλιβερή παρωδία από μόνο του.
Πώς είναι όταν εκείνο το ανηψάκι στο καλό ιδιωτικό κολέγιο, έχει να παρουσιάσει το project της αποφοίτησης μαζί με τα έργα των άλλων 150 συμμαθητών του, και μαζεύεται όλη η οικογένεια στο μεταμορφωμένο σε χώρο εκδηλώσεων κυλικείο και κοιτάζουν ενθουσιασμένοι τη δουλειά του βλασταριού τους και ανταλλάσσουν φιλοφρονήσεις με τους γονιούς του δημιουργού της διπλανής ακατανόητης μετριότητας; Ένα τέτοιο πράγμα είναι η καριέρα του Φράνκο: μια σειρά από επιδείξεις κατακτήσεων της μιας, ή της άλλης μορφής καλλιτεχνικής έκφρασης, απλωμένες στο διηνεκές. Όπου όλα τα καλοθρεμμένα βλαστάρια, τα παίζει ο ίδιος ο Φράνκο. Και τους γονείς τους μαζί.
H Popaganda μεταφέρει την κάψα του φεστιβάλ απ’ το παγωμένο Βερολίνο, χάρη στην υποστήριξη της Aegean Airlines.