«Ο ελληνικός κινηματογράφος εκτείνεται απ’ το θρίλερ στην κωμωδία κι απ’ το δράμα στην καθαρόαιμη αστυνομική περιπέτεια» έλεγε στην Popaganda ο Ορέστης Ανδρεαδάκης, καλλιτεχνικός διευθυντής του 57ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, λίγες ώρες πριν ανακοινώσει το πρόγραμμα της φετινής διοργάνωσης. Αυτό λοιπόν το εύρος του ελληνικού σινεμά, είναι ακριβώς αυτό που επιδεικνύει κι η φετινή τριπλέτα ντόπιων ταινιών που διαγωνίζονται για τα βραβεία της μεγαλύτερης κινηματογραφικής διοργάνωσης της χώρας, όπου το μεταναστευτικό δράμα του δευτεροεμφανιζόμενου Γιάννη Σακαρίδη μπορεί να μην έχει πολλά να κάνει με την αλλόκοτη ερωτική ιστορία εγκλεισμού του Στέργιου Πάσχου, και τα δυο τους μοιάζουν να απέχουν έναν κόσμο απόσταση απ’ την άγρια ρεαλιστική ιστορία ενηλικίωσης της Σοφίας Εξάρχου, εκτός όμως απ’ την δυναμική τους πορεία στα διεθνή φεστιβάλ του εξωτερικού, η Πλατεία Αμερικής, το Afterlov και το Park, έχουν κι άλλο ένα κοινό να τις ενώνει: τον έρωτα.
Μια μικρή Καζαμπλάνκα εντοπίζει στην Πλατεία Αμερικής ο Γιάννης Σακαρίδης, παλιός γνώριμος του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, που έρχεται για δεύτερη φορά στο Διεθνές Διαγωνιστικό, με την ταινία που προοριζόταν να γίνει η πρώτη του: γραμμένο το 2008, το σενάριο του Σακαρίδη πέρασε από την Αγορά του Φεστιβάλ ψάχνοντας για χρηματοδότηση σε μια πέτρινη περίοδο για μη καθαρόαιμες εμπορικές παραγωγές, καταλήγοντας σχεδόν μοιραία στο ράφι. Αφού επέστρεψε στο Διεθνές Διαγωνιστικό με το Wild Duck του το 2008 (μια παλιομοδίτικη, ποιητική εκδοχή των περιστατικών γύρω απ’ τις τηλεφωνικές υποκλοπές του ’16), ο Σακαρίδης ξεσκόνισε το σενάριο του Πλατεία Αμερικής, το φρεσκάρισε για τα σύγχρονα δεδομένα του μεταναστευτικού κύματος των ‘10s, και το προσάρμοσε πάνω στη νουβέλα του Γιάννη Τσιόρκα Η Βικτόρια δεν Υπάρχει, για να έρθει φέτος να διεκδικήσει ξανά τον Χρυσό Αλέξανδρο.
Με επείγουσα κινηματογράφηση, που σε πιάνει απ’ τα μούτρα και σε πετάει κατευθείαν στην πλοκή, η ταινία του Σακαρίδη περιστρέφεται γύρω από μια τριπλέτα χαρακτήρων που καθρεφτίζουν τρεις όψεις του μεταναστευτικού, (ο νωθρός, μπανάλ ξενοφοβικός, ο ανεκτικός αντισυμβατικός νοικοκυραίος, κι ο οξύνους αλλά απελπισμένος πρόσφυγας), που γίνονται κουβάρι χάρη στα μαύρα σαν τη νύχτα μάτια, και τον ανόθευτο μαγνητικό ερωτισμό μιας Αφρικάνας femme fatale. Παρά τις εξαιρετικές ερμηνείες των τριών του κεντρικών πρωταγωνιστών (χαρακτηριστικά ευλύγιστος ο Μάκης Παπαδημητρίου, στιβαρός αλλά χωρίς εκπλήξεις ο Γιάννης Στάνκογλου, αξιόπιστα εξαιρετικός ο Βασίλης Κουκαλάνι), και την δροσερή αγνότητα που εκπέμπει το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου (σαγηνευτικά μινιμαλιστική και βελούδινη σαν τη φωνή της η τζαζίστρια Ξένια Ντάνια), και παρά την προσπάθεια του Σακαρίδη να δείξει τα πολιτικά δόντια που (κατά δήλωσή του) είχε κρύψει στην προηγούμενη ταινία του, το σενάριο που συνυπογράφει ο σκηνοθέτης με τον Βαγγέλη Μουρίκη, βασίζει την πλοκή του στο παιχνίδι των συμπτώσεων, κι αυτό πάντα κοστίζει πόντους στην αληθοφάνεια της μυθοπλασίας. Οι απώλειες θα ήταν βέβαια αμελητέες, αν παράλληλα η ταινία δεν υπέφερε απ’ τις ανεπαρκείς αποδόσεις των παράπλευρων ερμηνευτών του, και κυρίως απ’ την σταθερή ροπή του σκηνοθέτη στο μελό. Παρά την εμπειρία του στο μοντάζ, ο Σακαρίδης αδυνατεί να διατηρήσει σταθερό τον σπιντάτο του ρυθμό, πράγμα που επιδεινώνεται απ’ το γεγονός ότι ακόμη κι οι πιο αποδραματοποιημένες του σκηνές, βγαίνουν συνήθως φάλτσες, προσφέρει ωστόσο με σύγχρονη κι ευκολοχώνευτη αισθητική, μερικές πολύ εύστοχες, διαφωτιστικές και καίριες –αν και κατάτι συνωμοσιολογικές από κάποιο σημείο κι έπειτα- οπτικές στην μπίζνα της διακίνησης. Και βέβαια, ένα γλυκό όσο και μοιραίο love story.
Λιγότερο μοιραίο, αλλά ακόμη πιο γλυκό είναι το love story που σκαρώνει ο Στέργιος Πάσχος, πολυνίκης μικρομηκάς που διαγωνίζεται με το Afterlov, την πρώτη του μεγάλου μήκους ταινία, το concept της οποίας είχε τεστάρει στο βραβευμένο του Ο Έλβις Είναι Νεκρός. Στήνοντας την κάμερά του στη βίλα του Νίκου Νικολαΐδη –ένα κινηματογραφικό έμβλημα από μόνη της, αφού λειτούργησε ως υπόβαθρο στην πλειονότητα της φιλμογραφίας του μνημειώδους σκηνοθέτη-, μέσα από τον κεντρικό ήρωα που υποδύεται ο σπαρταριστά απολαυστικός Χάρης Φραγκούλης, ο Πάσχος ψάχνει να βρει γιατί χωρίζουν οι άνθρωποι. Η Ηρώ Μπέζου, με ακαταμάχητη φυσικότητα κι εύστοχο μινιμαλισμό που την αναδεικνύει ως θείο δώρο αρκετά μεγάλο, ώστε να παραβλέψεις της όποιες αμαρτίες γονέων μπορεί να είναι συνδεδεμένες με το επώνυμό της, ερμηνεύει τη δύσμοιρη που καταλήγει κλειδωμένη σ’ ένα σπίτι με τον πρώην της, μέχρι να του εξηγήσει πειστικά του λόγους που τον απαράτησε. Μικρή κι απλή, αλλά βαθιά προσωπική και γι’ αυτό ιδιαίτερα οικουμενική ερωτική ιστορία, η ταινία του Πάσχου είναι μια χαρακτηριστική καταγραφή του τι συμβαίνει όταν μια ανεξέλεγκτη έλξη φέρνει κοντά ανθρώπους μαθημένους να διώχνουν κι ανθρώπους συνηθισμένους να φεύγουν. Εκτός από μύρια σημεία ταύτισης και ανάλυσης, η ταινία προσφέρει κι άλλα τόσα δροσερά παιχνίδια με την κινηματογραφική φόρμα, την οποία ο σκηνοθέτης (συνεπικουρούμενος τα μέγιστα απ’ το μοντάζ του Στάμου Δημητρόπουλου) μεταχειρίζεται με τόση ανατρεπτικότητα, όση έχει μπολιασμένη απάνω της κι η ερωτική του ιστορία.
Καθόλου απλή υπόθεση δεν είναι από την άλλη το Park της Σοφίας Εξάρχου, μάλλον το πιο φιλόδοξο σε θεματικές και προσεγγίσεις φιλμ από τα τρία ελληνικά του Διαγωνιστικού, που απλώνει την ιστορία του στην δυστοπία του Ολυμπιακού Χωριού, μια δεκαετία και βάλε απ’ τους Ολυμπιακούς του ’04. Εκεί, μια παρέα από αγρίμια, αλητεύουν καθημερινά, και γεμίζουν τον άπλετο κενό τους χρόνο αναπαριστώντας ολυμπιακά αθλήματα μπολιασμένα με όλη τη βία και την αγριάδα των αδιοχέτευτων εφηβικών τους ορμών. Ανάμεσά τους, όμως ένα ρομάντζο ανθίζει: Ένα αγόρι κι ένα κορίτσι αποφασίζουν να τα παρατήσουν όλα αυτά και να ταξιδέψουν προς τον Νότο, εκεί που αχανείς τουριστικές μονάδες απλώνουν την τεχνητή φιλοξενία τους στις πιο όμορφες από τις φυσικές ομορφιές της Αττικής, κι η Σοφία Εξάρχου παρακολουθεί με άγριο ρεαλισμό το ιδιαίτερα σκληρό ταξίδι της ενηλικίωσής τους, από μια απελπιστική κατάσταση σε μία άλλη: μέσα στον τόπο τους νιώθουνε τέλεια ξένοι οι δυο της αποξενωμένοι ήρωες, σε μια εκδοχή της πραγματικότητας ξεκάθαρα δυστοπική, όμως κι ανησυχητικά όμοια μ’ αυτήν που (κάνουμε ότι δεν) βλέπουμε γύρω μας. Μια πραγματικότητα που καλλιεργεί πολλαπλών μορφών ανάγκες απόδρασης, για να εκμεταλλευτεί με πολλαπλούς τρόπους το ταξίδι των απελπισμένων, επιτείνοντας στο διηνεκές της ματαιότητας, το θεμελιώδες υπαρξιακό ζητούμενο του ανθρώπου να βρει τη θέση του στον κόσμο. Θυμίζοντας Κωνσταντίνο Γιάνναρη στα δυνατά του (σαν ένα επικαιροποιημένο Από την Άκρη της Πόλης, στο οποίο οι Έλληνες είναι οι ίδιοι μετανάστες στον τόπο τους), η Εξάρχου τινάζει από πάνω της τις αισθητικές αναφορές του Weird Wave, παρουσιάζοντας ένα ίσως πιο επιθετικό και άναρχο βλέμμα απ’ όσο είναι προετοιμασμένοι οι περισσότεροι από τους θεατές να παρακολουθήσουν, προσφέρει όμως μια πραγματικά στοιχειωτική κινηματογραφική εμπειρία, τις θεματικές και τις εικόνες της οποίας, δύσκολα αφήνεις πίσω σου στην αίθουσα μετά την προβολή. Το οποίο είναι, υποθέτω, μεγαλύτερη επιβράβευση απ’ όλα τα βραβεία του όποιου Διαγωνιστικού.