Ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια που καλείται κανείς να ξεπεράσει στα κινηματογραφικά φεστιβάλ ανεξαρτήτως μεγέθους, είναι αυτό το ολοένα και διογκούμενο μπούχτισμα που συσσωρεύεται μέσα σου όσο περνάνε οι μέρες, περίπου όπως μεγαλώνει κι εκείνο το βουνό απ’ τα ρούχα που πετάς στην έρμη την καρέκλα στο δωμάτιο, γιατί γύρισες από άλλη μια μετριότητα και ωχ αδερφάκι μου, ποιος να τα διπλώσει κι άσε με και θα τα φτιάξω αύριο. Γιατί, κακά τα ψέματα, τα κινηματογραφικά φεστιβάλ ανεξαρτήτως μεγέθους αυγατίζουν τις ναυαρχίδες του προγράμματός τους με ασύλληπτες ποσότητες μετριότητας.
Το πώς οι μετριότητες είναι πιο ψυχοφθόρες απ’ τις μάπες είναι μια συζήτηση που μπορεί να γίνει, αλλά επί του παρόντος το θέμα είναι αυτή η ξαφνική ανακούφιση που νιώθεις, όταν ειδικά προς το τελείωμα του φεστιβάλ, απλωθεί επιτέλους μπροστά σου κάτι που τουλάχιστον στέκει πάνω από το μέσο όρο. Κι όχι απαραίτητα γιατί έχει τις αξίες παραγωγής, την σκηνοθετική άποψη, ή τη σεναριογραφική πυγμή που στερούνται οι περισσότερες απ’ τις νερωμένες και θολές καλλιτεχνικές μπαλαφάρες. Αλλά έστω και μόνο επειδή έχει τη σαφήνεια της αφήγησης και την καθαρότητα του βλέμματος να εντοπίσει και να υπογραμμίσει τις αιχμές του θέματός της, και να τις αμπαλάρει μ’ ένα οργανικό σύνολο που να λειτουργεί.
Αν βέβαια, πάνω στην ώρα που έχουν αρχίσει τα μάτια σου να βγάζουν αντανακλαστικές τσίμπλες, εμφανιστεί μπροστά σου μια ταινία σαν το Jimmy’s Hall του Ken Loach, η ανακούφιση είναι απείρως πιο ευπρόσδεκτη. Η νέα ταινία του εμβληματικού Βρετανού σκηνοθέτη ήρθε στις Κάννες ως αυτή που θα αποτελούσε και την τελευταία μυθοπλαστική δουλειά μιας υπερπλούσιας καριέρας, πριν ο ίδιος παραδεχτεί στη συνέντευξη Τύπου που ακολούθησε την δημοσιογραφική της, ότι η σκηνοθεσία «είναι μια δουλειά που δύσκολα παρατάς». Κι αυτό είναι βέβαια πολύ ευχάριστο, μιας και το Jimmy’s Hall αποδεικνύει ότι ο 78χρονος σκηνοθέτης ακόμη το ‘χει, σε περίπτωση που είχε κανείς καμιά αμφιβολία.
Βασισμένο στην αληθινή ιστορία του Jimmy Gralton, του μόνου Ιρλανδού που απελάθηκε ποτέ απ’ τη χώρα του, το σενάριο του χρόνιου συνεργάτη του Loach, Paul Laverty, μεταφέρει τον σκηνοθέτη στην Ιρλανδία του 1932, περίπου μια δεκαετία μετά τον αγώνα ανεξαρτησίας της Ιρλανδίας από τη Μεγάλη Βρετανία, και τον Εμφύλιο που ακολούθησε την συνθηκολόγηση με την αυτοκρατορία. Έχοντας περάσει αυτή τη δεκαετία αυτοεξόριστος στην Αμερική, όπου και απέκτησε αμερικανικό διαβατήριο, ο Gralton, γνωστός για τη δραστηριοποίησή του στο ιρλανδικό ρεπουμπλικανικό κίνημα, επιστρέφει στο πατρικό του, σ’ ένα χωριουδάκι στη μέση της μεθυστικής ιρλανδικής φύσης, κοντά στη γερασμένη μητέρα του, έτοιμος να ζήσει αυτό που αποκαλεί «την ήσυχη ζωή».
Σπάνια η ζωή που περιμένει οποιονδήποτε που γυρίζει οπουδήποτε μετά από μια δεκαετία, είναι ήσυχη. Έτσι κι ο Gralton, αρχικά απρόθυμα μα σύντομα εν πλήρει συνειδήσει, εμπλέκεται σε μια ολοένα κλιμακούμενη διαμάχη με την καθεστηκυία τάξη, η οποία τελεί σε επαγρύπνηση απέναντι στο παραμικρό ίχνος κομμουνιστικής απειλής. Την οποία κι εντοπίζει στην απόφαση του Gralton να ξανανοίξει τη σχολή χορού που λειτουργούσε πριν μεταναστεύσει, συγκεντρώνοντας γύρω του όλους τους παλιούς του συντρόφους, ως δασκάλους των ανήσυχων νιάτων της περιοχής.
Η σκηνοθετική ματιά του Ken Loach έχει από καιρό περάσει στην συντηρητική πλευρά της κινηματογραφικής πραγματικότητας, και το Jimmy’s Hall δεν του κουνάει τη βάρκα -το ότι είναι μια απ’ τις τελευταίες ταινίες της παγκόσμιας παραγωγής που γυρίστηκε σε 35άρι φιλμ της Kodak, είναι το λιγότερο. Η στυλιστική ακαδημαϊκότητα κι η συμβατική σκηνοθετική προσέγγιση του υλικού που έχει ετοιμάσει ο Laverty, λίγο χώρο αφήνουν να παθιαστείς με τον δραματουργικό πλούτο που κρύβεται πίσω απ’ την ιστορία του Gralton (με του οποίου την ιερά οργή γεμίζει χορταστικά την οθόνη ο Barry Ward), όμως απ’ την άλλη το κλασικό είναι άποψη και το βλέμμα του Loach εξακολουθεί να παραμένει κοφτερό όσο αφορά στο να σκιαγραφεί τον εχθρό. Που εδώ δεν είναι άλλος από την εκκλησία.
Η μεγαλοπρεπής ερμηνεία του θεατρικού θρύλου Jim Sheridan ως αρχιερέα της γειτονιάς, δίνει στον Loach αρκετό ψαχνό να βυθίσει τα δόντια του, στιλιτεύοντας τον ρόλο που έπαιξαν οι ρασοφόροι στην χειραγώγηση των ιρλανδικών μαζών, που στη μανιασμένη τους προσπάθεια να διατηρήσουν τη θέση της εκκλησίας ως επιβλέποντες και ρυθμιστές της πολιτικής εξουσίας, στιγμάτισαν και εξολόθρευσαν οποιονδήποτε τολμούσε να σκεφτεί ότι μπορεί και να αποστασιοποιηθεί, πολλώ δε μάλλον να τους αντισταθεί. Και δίχως να έχει τίποτε πια να αποδείξει σ’ αυτήν την 23η ταινία του, και 12η συμμετοχή του για το Χρυσό Φοίνικα, ο Loach ρίχνει και λίγα πιο απαλά ραπίσματα στην συμβιβασμένη κι άτολμη ρεπουμπλικανική ηγεσία της μετά-Κραχ Ιρλανδίας.
Κι αν η ματιά του Loach είναι ιδιαιτέρως επιθετική, ο Andrey Zvyagintsev, που κάνει απόψε την επίσημη πρεμιέρα του με το Leviathan μετά τη χθεσινή δημοσιογραφική, ακολουθεί μια πιο διακριτική μα ιδιαζόντως καυστική στρατηγική. Παραλλάσσοντας την παραβολή του Ιώβ και μεταφέροντάς τη στη σύγχρονη επαρχιακή Ρωσία, ο τροπαιούχος του ειδικού βραβείου της επιτροπής του Un Certain Regard / Ένα Κάποιο Βλέμμα του 2011 σκηνοθέτης του Elena, έρχεται με το Leviathan του για δεύτερη φορά στις Κάννες, διεκδικώντας τώρα στα ίσα το Χρυσό Φοίνικα. Αναμενόμενος απ’ την αρχή των Καννών ως ο μεγάλος αντίπαλος του Nuri Bilge Ceylan για το τρόπαιο, ο Ρώσος πήρε προβάδισμα όταν ο Τούρκος παροπλίστηκε απ’ τη γενικευμένη απογοήτευση των κριτικών, κι επιβεβαίωσε χθες βράδυ τον τίτλο του μεγάλου φαβορί.
Μολονότι αδιαμφισβήτητα ρωσική στις κοινωνικοπολιτικές αφετηρίες και τα κουλέρ λοκάλ στοιχεία της, η ταινία του Zvyagintsev είναι ολότελα προσιτή ανεξαρτήτως εθνικότητας του θεατή, μιας κι η τριζάτη κινηματογραφική της αισθητική, συνοδεύεται από ένα σπαρταριστό σενάριο που μπλέκει νουάρ δομές με υπαρξιακές αναφορές, αλαφρωμένες με απολαυστικές κυνικές δαγκωματιές, εφαρμόσιμες και καίριες για όλες τις κοινωνίες, και δη τις ευρωπαϊκές. Θυμίζοντας πολλές φορές το σινεμά των Κοέν στον τρόπο που διανθίζει την κατά βάθος αστυνομική της πλοκή με κατάμαυρο χιούμορ και στοιχεία κυνικής φάρσας, η ταινία παρακολουθεί την ιστορία φουκαρά που χάνει σπίτι, γυναίκα και παιδιά κι ύστερα την ελευθερία του την ίδια, σε μια ανεστραμμένη εκδοχή της ιστορίας του Ιώβ, σχεδιασμένη όχι βέβαια για να ενισχύσει το θρησκευτικό σου φρόνημα, αλλά για να καυτηριάσει το πώς σου το έχει διαστρεβλώσει η εκκλησιαστική διαστροφή.
Ύπουλα βραδυφλεγές, το σενάριο που συνυπογράφει με τον συνεργάτη του στην Elena, Oleg Negin, αναδεικνύεται περίφημα από την υποβλητική σκηνοθεσία του Zvyagintsev, με επίμονα ακίνητα καδραρίσματα στην καθημερινή μικροαστικότητα των χαρακτήρων του, να αντιπαραβάλλονται με τα μεγαλειώδη, ισοπεδωτικά στην επιβλητικότητα τους τοπία της μητέρας Ρωσίας, που υπερτονίζουν την ασημαντότητα των ηρώων κι αντιηρώων του σκηνοθέτη. Κι όσο το εθιστικό, στα όρια της τραγωδίας δράμα τους, δεν σε αφήνει να αντιληφθείς την ευρύτερη εικόνα των πραγμάτων, το εφέ του εγκλωβισμού ενισχύουν τα ηχητικά μεγακύματα του Phillip Glass, με τον Zvyagintsev να σε τυλίγει όλο και πιο ζεστά σε ένα πέπλο προδοσίας, διαφθοράς κι ανθρώπινης βλακείας, πριν σου κρεμάσει τα σαγόνια με την απλότητα της λύσης του δράματός του. Την οποία θα μπορούσες να έχεις δει, αρκεί μονάχα να κοιτούσες προς τα πάνω.
Η Popaganda μασάει φοινικόφυλλα και διαβάζει τους νικητές στις Γραφές, χάρη στην ευγενική υποστήριξη της Aegean Airlines.